Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άνα Μαρία Ματούτε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άνα Μαρία Ματούτε. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Άνα Μαρία Ματούτε: Το ξερό κλαδί (La rama seca)



Η ισπανίδα συγγραφέας Άνα Μαρία Ματούτε (1925-2014) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φωνές μεταπολεμικά της ιβηρικής χώρας. Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανίας, έγινε η τρίτη μόλις γυναίκα που βραβεύτηκε με το Βραβείο Θερβάντες το 2010. Το διήγημα της La rama seca, του οποίου η μετάφραση ακολουθεί, εκδόθηκε το 1961.
 
Foto: elmundo.es

Το ξερό κλαδί,
της Άνα Μαρία Ματούτε

Ήταν μόλις τριών χρονώ και ακόμη δεν την παίρνανε στους αγρούς. Ήταν ο καιρός της σοδειάς, με μια ζέστη μεγάλη, ζεματιστή, απάνω στα μονοπάτια. Την αφήνανε στο σπίτι, κλεισμένη με κλειδί, και της λέγανε:

-Να είσαι καλή, να μην κανείς φασαρία: κι αν, πες, σου συμβεί κάτι, βγες στο παράθυρο και φώναξε τη δόνα Κλεμεντίνα. 

Κείνη έλεγε ναι με το κεφάλι. Όμως τίποτα δεν της συνέβαινε ποτέ, και περνούσε τη μέρα καθισμένη στην άκρη του παραθυριού, παίζοντας με την «Πίπη».

Η δόνα Κλεμεντίνα την έβλεπε από το κτηματάκι της. Τα σπίτια τους ήταν κολλημένα το ένα στο άλλο, αν και της δόνα Κλεμεντίνα ήταν πολύ πιο μεγάλο, κι είχε, επιπλέον, ένα κτήμα με μια αχλαδιά και δυο δαμασκηνιές. Στην άλλη μεριά του τοίχου ανοιγότανε το παραθυράκι πίσω απ’ το οποίο καθότανε πάντα το κοριτσάκι. Κάπου-κάπου, η δόνα Κλεμεντίνα σήκωνε τα μάτια απ’ τα ραφτικά της και την κοίταζε.  

-Τι κανείς, κοριτσάκι;

Το κορίτσι είχε ένα προσωπάκι αδύνατο, χλωμό, ανάμεσα σε δυο λεπτές, μαύρες ξεθωριασμένες κοτσίδες.

-Παίζω με την «Πίπη», έλεγε.

Η δόνα Κλεμεντίνα συνέχιζε να ράβει, και μήτε ξαναγύριζε η σκέψη της στο κορίτσι. Έπειτα, λίγο-λίγο, άκουγε κείνα τα παράξενα χαζολογήματα που έρχονταν από ψηλά, μέσα από τα κλαδιά της αχλαδιάς. Στο παραθύρι της, η μικρούλα των Μεδιαβίγια περνούσε τη μέρα της μιλώντας, κατά πως φαινόταν, με κάποιον. 

-Με ποιον μιλάς, εσύ;

-Με την «Πίπη». 

Η δόνα Κλεμεντίνα, μέρα τη μέρα, γέμισε από μια ελαφρά, τρυφερή περιέργεια για το κορίτσι και την «Πίπη».

Η δόνα Κλεμεντίνα ήταν παντρεμένη με τον δον Λεόνσιο, τον γιατρό. Ο δον Λεόνσιο ήταν ένας άνδρας αυστηρός που ’χε αφεθεί στο κρασί, και περνούσε τη μέρα του κρατώντας σε απόσταση το χωριό και τους κατοίκους του. Δεν είχανε παιδιά κι η δόνα Κλεμεντίνα είχε πια αποδεχτεί τη μοναξιά της. Στην αρχή, ίσα που σκεφτότανε το πλασματάκι εκείνο, επίσης μοναχικό, που καθότανε στο άνοιγμα του παραθυριού. Από συμπόνια την κοιτούσε κάπου-κάπου και βεβαιωνότανε πως δεν της συνέβαινε τίποτε άσχημο. Η κυρά Μεδιαβίγια τής το ’χε ζητήσει:

-Δόνα Κλεμεντίνα, μιας και ράβετε στο κτήμα τ’ απογεύματα, θέλετε να ρίχνετε κάπου-κάπου μια ματιά στο παράθυρο, μπας και συμβεί τίποτα στη μικρή; Ξέρετε τώρα, είναι ακόμα μικρή να την παίρνουμε σε τέτοια μέρη…

-Ναι, κοπέλα μου, δεν μου κάνει κόπο. Μείνε ήσυχη…

Έπειτα, λίγο-λίγο, με το κοριτσάκι των Μεδιαβίγια και τα ακατάληπτα χαζολογήματά του, εκεί ψηλά, έπιασε να το παίρνει κατάκαρδα.

-Όταν θα τελειώσουν με τις δουλειές στους αγρούς και επιστρέψει το κορίτσι για παιχνίδι στον δρόμο, θα μου λείψει, μονολογούσε.

Μια μέρα, επιτέλους, κατάλαβε ποια ήταν η «Πίπη».

-Η κούκλα, της εξήγησε  το κορίτσι.

-Δειξ’ τη μου…

Το κορίτσι σήκωσε μες στο χωματιασμένο χέρι του ένα αντικείμενο που η δόνα Κλεμεντίνα δεν μπορούσε να δει καθαρά.

-Δεν την βλέπω, κόρη μου. Πέτα μου την…

Το κορίτσι δίστασε.

-Αλλά μετά, θα μου την γυρίσετε;

-Φυσικά…

Το κορίτσι τής πέταξε την «Πίπη» κι η δόνα Κλεμεντίνα, όταν την είχε πια στα χέρια της, έκατσε να σκεφτεί.

Η «Πίπη» ήταν απλά ένα ξερό κλαδάκι τυλιγμένο μέσα σ’ ένα κομμάτι ρετάλι στερεωμένο μ’ έναν σπάγκο. Την γύρισε ανάποδα ανάμεσα στα δάχτυλα και κοίταξε με κάποια θλίψη προς το παράθυρο. Το κορίτσι την παρατηρούσε με μάτια ανυπόμονα κι άπλωνε τα δυο της χέρια.

-Μου την πετάτε, δόνα Κλεμεντίνα;

Η δόνα Κλεμεντίνα σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και ξαναέριξε την «Πίπη» προς το παράθυρο. Η «Πίπη» πέρασε πάνω από το κεφάλι της μικρής και μπήκε μες στο σκοτάδι του σπιτιού. Το κεφάλι του κοριτσιού εξαφανίστηκε κι έπειτα από λίγο ξεπρόβαλε και πάλι, απορροφημένο στο παιχνίδι του. 

Από κείνη τη μέρα η δόνα Κλεμεντίνα αρχίνησε να την ακούει. Το κορίτσι μίλαγε ακούραστα με την «Πίπη».

-«Πίπη», μη φοβάσαι, κάτσε ήσυχη. Αχ, «Πίπη», πώς με κοιτάς έτσι! Θα πιάσω ένα ματσούκι και θα του την σπάσω την κεφάλα του λύκου. Μη φοβάσαι, «Πίπη»… Κάτσε κάτω, μείνε ήσυχη, θα σ’ τα πω, ο λύκος βρίσκεται τώρα κρυμμένος στο βουνό…

Το κορίτσι μιλούσε στην «Πίπη» για τον λύκο, για τον ζητιάνο που ’χε το σάκο του γεμάτο από ψόφιους γάτους, για τον φούρνο που ’φτιάχναν το ψωμί, για το φαγητό. Σαν έφτανε η ώρα για να φάει, το κορίτσι έπιανε το πιάτο που η μάνα τής είχε αφήσει σκεπασμένο, δίπλα στη θράκα. Το πήγαινε στο παράθυρο κι έτρωγε αργά, με το κοκάλινο κουτάλι της. Είχε την «Πίπη» στα γόνατα, και την έβαζε και μοιραζότανε το γεύμα της.

-Άνοιξ’ το στόμα, «Πίπη», μην κάνεις σαν χαζή…

Η δόνα Κλεμεντίνα την άκουγε σιωπηλή. Την αφουγκραζότανε, ρουφούσε την κάθε της λέξη. Το ίδιο αφουγκραζότανε τον αγέρα, πάνω στη χλόη κι ανάμεσα στα κλαδιά, την χλαπαταγή απ’ τα πουλιά και τον θόρυβο από τ’ αυλάκι. 

Μια μέρα, το κορίτσι έπαψε να βγαίνει στο παράθυρο. Η δόνα Κλεμεντίνα ρώτησε την κυρά Μεδιαβίγια:

-Κι η μικρή;

-Αχ, μου βγήκε κι αρρωστιάρα, ξέρετε τώρα. Ο δον Λεόνσιο λέει πως κόλλησε τον μελιταίο πυρετό.

-Δεν ήξερα τίποτα…

Φυσικά, και πώς να ήξερε κάτι; Ο άντρας της ποτέ δεν της έλεγε τα νέα του χωριού.

-Ναι, συνέχισε να της εξηγεί η Μεδιαβίγια. Όλοι ξέρουν πως κάποια μέρα πρέπει ν’ άφησα το γάλα άβραστο… το ξέρετε; Έχεις και τόσα να κάνεις πια! Δείτε τώρα, μέχρι να γιάνει, πρέπει να στερηθώ την αγκαλιά του Πασκουαλίν.  

Ο Πασκουαλίν ήταν δώδεκα χρονώ και κατά τη διάρκεια της ημέρας τον πρόσεχε το κορίτσι. Στην πραγματικότητα, ο Πασκουαλίν έβγαινε στους δρόμους ή πήγαινε να κλέψει φρούτα στο γειτονικό κτήμα, στου παπά ή στου δημάρχου. Κάποιες φορές, η δόνα Κλεμεντίνα άκουγε το κορίτσι που του φώναζε. Μια μέρα αποφάσισε να πάει, αν και ήξερε ότι ο σύζυγός της θα την κατσάδιαζε.

Το σπίτι ήταν στενό, σκοτεινό και μύριζε άσχημα. Δίπλα στον στάβλο ξεπρόβαλλε μια σκάλα, στην οποία κοιμόντουσαν οι κότες. Ανέβηκε, πατώντας προσεκτικά τα φαγωμένα απ’ το σαράκι σκαλοπάτια που τρίζανε από το βάρος της. Το κορίτσι πρέπει να την άκουσε, γιατί φώναξε:

-Πασκουαλίν! Πασκουαλίν!  

Μπήκε σ’ ένα δωμάτιο πολύ μικρό, όπου το φυσικό φως ίσα που έμπαινε από ένα στενόμακρο παράθυρο. Έξω, από την άλλη τη μεριά, πρέπει να κουνιόντουσαν τα κλαδιά κάποιου δέντρου, γιατί το φως ήτανε χρώμα πράσινο ανοιχτό και ζωηρό, παράξενο σαν τ’ όνειρο στο σκοτάδι. Η δέσμη απ’ αυτό το πράσινο φως ερχότανε κι έπεφτε πάνω στο κεφαλάρι του σιδερένιου κρεβατιού, στο οποίο βρισκότανε το κορίτσι. Με το που την είδε, άνοιξε πιο πολύ τα μισόκλειστα βλέφαρά του.

-Γεια σου, μικρούλα, είπε η δόνα Κλεμεντίνα. Πώς είσαι;

Το κορίτσι άρχισε να κλαίει μ’ έναν τρόπο αχνό και σιωπηλό. Η δόνα Κλεμεντίνα την πήρε αγκαλιά και χάζεψε το κιτρινωπό της προσωπάκι, ανάμεσα στις μαύρες κοτσιδούλες.     

-Να το ξέρετε, είπε το κορίτσι, ο Πασκουαλίν είναι κακός. Είναι γαϊδούρι. Πείτε του εσείς να μου γυρίσει την «Πίπη», που βαριέμαι χωρίς την «Πίπη»…

Συνέχιζε να κλαίει. Η δόνα Κλεμεντίνα δεν ήτανε συνηθισμένη να μιλάει σε παιδιά, και κάτι το παράξενο έσφιγγε τον λαιμό της και την καρδιά της.

Έφυγε από κει, σιωπηλά, κι έψαξε τον Πασκουαλίν. Καθότανε στον δρόμο, με την πλάτη του ν’ ακουμπά στον τοίχο του σπιτιού. Ήτανε ξυπόλητος και τα μαυρισμένα πόδια του, γυμνά, αστραποβολούσανε στον ήλιο σαν δυο κομμάτια από μπρούτζο.

-Πασκουαλίν, είπε η δόνα Κλεμεντίνα.

Το αγόρι σήκωσε προς το μέρος της το φοβητσιάρικο βλέμμα του. Οι κόρες στα μάτια του ήτανε γκρίζες, πολύ κοντά μεταξύ τους, και το μαλλί του, πλούσιο σαν κοριτσιού, απλωνότανε πάνω κι από τ’ αυτιά.  

-Πασκουαλίν, τι έκανες με την κούκλα της αδελφής σου; Να της την γυρίσεις.

-Έλα! Την κούκλα λέει! Νάτα μας τώρα!

Έκανε στροφή και κίνησε για το σπίτι, μουρμουρίζοντας.

Την επομένη μέρα, η δόνα Κλεμεντίνα επισκέφτηκε πάλι το κορίτσι. Μόλις την είδε, λες κι επρόκειτο για συνένοχο, η μικρή τής μίλησε για την «Πίπη»:

-Να μου φέρει την «Πίπη», πείτε του κι εσείς, να την φέρει…

Το κλάμα ανασήκωνε το στήθος του κοριτσιού, γέμιζε δάκρυα το πρόσωπο του, που τρέχανε αργά ως την κουβέρτα. 

-Θα σου φέρω εγώ μια κούκλα, μην κλαις.

Η δόνα Κλεμεντίνα είπε στον άντρα της το βράδυ:

-Θα πρέπει να κατέβω στο Φουενμαγιόρ, για ψώνια.

-Κατέβα, είπε ο γιατρός, με το κεφάλι χωμένο στην εφημερίδα.

Στις έξι το πρωί η δόνα Κλεμεντίνα πήρε το λεωφορείο της γραμμής και στις έντεκα κατέβηκε στο Φουενμαγιόρ.

Στο Φουενμαγιόρ υπήρχαν μαγαζιά, αγορά, κι ένα μεγάλο παζάρι που λεγόταν «Ελ Ιντεάλ». Η δόνα Κλεμεντίνα είχε μαζί της τις μικρές της οικονομίες, τυλιγμένες σ’ ένα μετάξινο μαντίλι. Στο «Ιντεάλ» αγόρασε μια κούκλα με κατσαρό μαλλί και κάτι στρογγυλά κι επίμονα μάτια, που της φάνηκε υπέροχη. «Η μικρή θα χαρεί πραγματικά», σκέφτηκε. Της κόστισε περισσότερο απ’ ό,τι φανταζότανε, όμως την πλήρωσε με την καρδιά της.

Νύχτωνε πια όταν έφτασε στο χωριό. Ανέβηκε τη σκάλα και, μ’ ένα ίχνος ντροπής για τον εαυτό της, παρατήρησε πως η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Η κυρά Μεδιαβίγια ήτανε πια σπίτι, ετοιμάζοντας το βραδινό. Μόλις την είδε, σήκωσε τα δυο της χέρια.

-Αχ, εσείς, δόνα Κλεμεντίνα! Θεός φυλάξοι, μην με παρεξηγήσετε που σας υποδέχομαι έτσι! Ποιος να το ’λεγε…!

Σταμάτησε τα επιφωνήματα.

-Ερχόμουν να δω τη μικρή, της έφερα ένα παιχνίδι…

Άφωνη από τη σαστιμάρα, η Μεδιαβίγια την έβαλε μέσα.

-Αχού, καημενούλα μου, κοιτά ποιος ήρθε να σε δει…

Το κορίτσι σήκωσε το κεφάλι από το μαξιλάρι. Η φλόγα απ’ το καντήλι του λαδιού, καρφωμένο στον τοίχο, τρεμόσβηνε, κιτρινωπή.

-Κοίτα τι σου φέρνω: σου φέρνω μια άλλη «Πίπη», πολύ πιο όμορφη.

Τα μαύρα μάτια του κοριτσιού είχανε γεμίσει από ένα φως καινούριο που σχεδόν ομόρφαινε το άσχημο προσωπάκι της. Ένα χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται, που πάγωσε αμέσως μόλις κοίταξε την κούκλα. Άφησε το κεφάλι να πέσει και πάλι στο μαξιλάρι, κι άρχισε να κλαίει αργά και σιωπηλά, ως συνήθως.

-Δεν ειν’ η «Πίπη», έλεγε. Δεν ειν’ η «Πίπη».

Η μάνα της άρχισε να ουρλιάζει:

-Κοιτάτε τη χαζή! Κοιτάτε, την αχάριστη! Αχ, για το Θεό, δόνα Κλεμεντίνα, μην δίνετε σημασία, η δεσποινίς από ’δω μας βγήκε καθυστερημένη…!

Τα βλέφαρα της δόνα Κλεμεντίνα πετάρισαν. (Όλοι στο χωριό ήξεραν πως ήτανε γυναίκα ντροπαλή και μοναχική, και της είχανε μια κάποια συμπόνια).

-Δεν πειράζει, κοπέλα μου, είπε, μ’ ένα χαμόγελο χλωμό. Δεν πειράζει.

Βγήκε έξω. Η κυρά Μεδιαβίγια έπιασε την κούκλα ανάμεσα στα τραχιά της χέρια, λες κι επρόκειτο για κάποιο λουλούδι.

-Αχ, μανούλα, τι ωραίο πράμα ειν’ τούτο! Κοιτάτε τη χαζή ετούτη…!

Την επομένη μέρα η δόνα Κλεμεντίνα μάζεψε από το κτήμα ένα ξερό κλαδάκι και το τύλιξε μ’ ένα ρετάλι.

Ανέβηκε να δει το κορίτσι:

-Σου ’φερα την «Πίπη» σου.

Το κορίτσι σήκωσε το κεφάλι με τη ζωντάνια της προηγούμενης μέρας. Και πάλι, η θλίψη ανέβηκε στα μάτια της.

-Δεν ειν’ η «Πίπη».

Μέρα με τη μέρα, η δόνα Κλεμεντίνα έραβε τη μία «Πίπη» μετά την άλλη, δίχως αποτέλεσμα. Μεγάλη στενοχώρια την κατέκλυζε, και το χαμπέρι έφτασε στ’ αυτιά του δον Λεόνσιο.

-Άκουσε, γυναίκα: να μην ξανακούσω σαχλαμάρες σαν και δαύτες… Δεν είμαστε δα, στις μέρες μας, να γινόμαστε κι ο περίγελος του χωριού! Να μην ξαναδείς αυτό το κορίτσι: θα πεθάνει, ούτως ή άλλως…

-Θα πεθάνει;

-Φυσικά, πού γιατρειά! Δεν υπάρχει δυνατότητα οι Μεδιαβίγια να σκέφτονται κάτι άλλο… Θα ’ναι καλυτέρα για όλους!

Έτσι λοιπόν, αμέσως μόλις μπήκε το φθινόπωρο, το κορίτσι πέθανε. Η δόνα Κλεμεντίνα ένιωσε μια μεγάλη στενοχώρια, κει μέσα της, κει όπου μια μέρα τής γεννήθηκε η τόσο τρυφερή περιέργεια για την «Πίπη» και τη μικρή μανούλα της.

Ήταν την επομένη άνοιξη, με τους πάγους να ’χουνε πλέον λιώσει, όταν ένα πρωινό, ψαχουλεύοντας στο χώμα, κάτω απ’ τις δαμασκηνιές, εμφανίστηκε το ξερό κλαδάκι, τυλιγμένο μες στο κομμάτι του από ρετάλι. Ήτανε καμένο απ’ το χιόνι, εύθραυστο, και το κόκκινο χρώμα του υφάσματος το ’χε γυρίσει σε ροζ ξεθωριασμένο. 

Η δόνα Κλεμεντίνα πήρε την «Πίπη» ανάμεσα στα δάχτυλα, την σήκωσε μ’ ευλάβεια και την κοίταξε, κάτω απ’ τις χλωμές ακτίνες του ηλίου.

-Αλήθεια είναι, μονολόγησε. Πόσο δίκιο είχε η μικρή! Τι υπέροχο θλιμμένο προσωπάκι που ’χει αυτή η κούκλα!

Μετάφραση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου                                       


 







Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Άνα Μαρία Ματούτε: Κρίμα εξ αμελείας (Pecado de omisión)



Η ισπανίδα συγγραφέας Άνα Μαρία Ματούτε (1925-2014) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φωνές μεταπολεμικά της ιβηρικής χώρας. Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανίας, έγινε η τρίτη μόλις γυναίκα που βραβεύτηκε με το Βραβείο Θερβάντες το 2010.



Κρίμα εξ αμελείας
Στα δεκατρία του χρόνια τού πέθανε κι η μάνα, που ’ταν και το τελευταίο που του ’χε απομείνει. Όταν έμεινε ορφανός είχε ήδη τρία χρόνια που δεν πήγαινε σχολείο, αφού έπρεπε να ψάχνει για μεροκάματο από ’δω κι από κει. Ο μοναδικός συγγενής του ήταν ένας ξάδελφος της μάνας του, με τ’ όνομα Εμετέριο Ρουίθ Ερεδία.

Ο Εμετέριο ήταν ο δήμαρχος κι είχε ένα σπίτι διώροφο που δέσποζε στην πλατεία του χωριού, στρόγγυλο και ροδοκόκκινο κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο ήλιο. Ο Εμετέριο είχε ένα κοπάδι από διακόσια κεφαλιά να βοσκάνε στις πλαγιές του Σαγράδο, και μια παρακόρη, κοντά στα είκοσι, μελαχρινή, εύσωμη, γελαστή και κάπως αφελή. 


Η γυναίκα του, ξερακιανή και τραχιά όπως η λεύκα, ήταν μια γλωσσού που ’χε μάθει να προστάζει. Ο Εμετέριο Ρουίθ δεν τα πήγαινε καλά μ’ εκείνον τον μακρινό του ξάδελφο και, από υποχρέωση, βοήθησε τη χήρα του, βρίσκοντάς της δουλειές αλλόκοτες. Έπειτα, τον μικρό, παρότι τον μάζεψε ορφανό, δίχως επάγγελμα ή περιουσία, δεν τον έβλεπε και με καλό μάτι, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι μέσα στο σπίτι.   


Την πρώτη νύχτα που ο Λόπε έμεινε στο σπίτι του Εμετέριο, κοιμήθηκε στον αχυρώνα. Του προσέφεραν φαγητό και μια κούπα κρασί. Την άλλη μέρα, καθώς ο Εμετέριο έβαζε ακόμα το πουκάμισο μέσα απ’ το παντελόνι, με τον ήλιο να ’χει μόλις ξεμυτίσει μέσα στο λάλημα των πετεινών, του φώναξε από τη σκάλα, τρομάζοντας τις κότες που κοιμόντουσαν ανάμεσα στα  κουφώματα:

-Λόπε!

Ο Λόπε κατέβηκε ξυπόλητος, με τα μάτια κολλημένα απ’ τη τσίμπλα. Ήταν μικροκαμωμένος για τα δεκατρία του χρόνια κι είχε ένα μεγάλο, ξυρισμένο κεφάλι.

- Θα πας βοσκός στο Σαγράδο.

Ο Λόπε έψαξε τις μπότες του και τις φόρεσε. Στην κουζίνα, η Φρανθίσκα, η κόρη, είχε ζεστάνει πατάτες πιπεράτες. Ο Λόπε τις καταβρόχθισε γρήγορα, μετρώντας με το κουτάλι την κάθε τους μπουκιά που έβαζε στο στόμα.

-Την ξέρεις τη δουλειά, νομίζω είχες πάει μιαν άνοιξη στις κορφές της Σάντα Άουρεα, με τις κατσίκες του Αουρέλιο Μπερνάλ. 

-Μάλιστα, κύριε.

-Δεν θα πας μόνος σου. Κάπου εκεί τριγυρνά κι ο Ρόκε ο Μεσαίος. Μαζί θα πηγαίνετε.

-Μάλιστα, κύριε.

Η Φρανθίσκα του ’βαλε ένα καρβέλι στο ταγάρι, κι ένα μικρό αλουμινένιο δοχείο, κατσικίσιο λίπος και κρέας παστό.

-Μπρος, είπε ο Εμετέριο Ρουίθ Ερεδία.

Ο Λόπε τον κοίταξε. Ο Λόπε είχε μάτια στρογγυλά και μαύρα, γυαλίζανε.

-Τι κοιτάς; Τράβα!

Ο Λόπε βγήκε, το ταγάρι στον ώμο του. Προηγουμένως, μάζεψε τη γκλίτσα, χοντροκομμένη και γυαλιστερή από τη χρήση, που ήταν σ’ επιφυλακή, σαν το σκυλί, ακουμπισμένη  στον τοίχο.

Αφού πια σκαρφάλωνε σιγά-σιγά προς την κορφή του Σαγράδο, τον είδε ο δον Λορένθο, ο δάσκαλος. Το βραδάκι, στην ταβέρνα, ο δον Λορένθο κάπνισε ένα τσιγάρο στο πλάι του Εμετέριο που πήγε να κοπανήσει ένα ποτηράκι.

-Είδα τον Λόπε, είπε. Ανέβαινε για το Σαγράδο. Κρίμα για το παιδί. 

-Ναι, είπε ο Εμετέριο, σκουπίζοντας τα χείλια με τη ράχη του χεριού. Πάει για βοσκός. Να το ξέρει: πρέπει να βγάζεις το ψωμί σου. Η ζωή είναι σκληρή. Ο «καομοίρης» ο Αρουραίος δεν του άφησε μήτε ένα αποκούμπι, να στηριχτεί και να πάρει τα πάνω του.

-Το άσχημο, είπε ο δον Λορένθο, ξύνοντας το αυτί με το μακρύ και κιτρινωπό του νύχι, είναι ότι ο μικρός αξίζει. Θα μπορούσα να τον εκμεταλλευτώ, αν είχα τη δυνατότητα. Είναι ξύπνιος. Πολύ ξύπνιος. Στο σχολείο

Ο Εμετέριο τον έκοψε, φέρνοντας το χέρι μπροστά στα μάτια:
-Καλά, καλά! Εγώ δεν λέω όχι. Όμως πρέπει να βγάζεις το ψωμί σου. Η ζωή όσο πάει και γίνεται χειρότερη.

Παρήγγειλε κι άλλο ποτηράκι. Ο δάσκαλος έγνεψε ναι, με το κεφάλι. Ο Λόπε έφτασε στο Σαγράδο, και φωνάζοντας βρήκε τον Ρόκε τον Μεσαίο. Ο Ρόκε ήταν κάπως σαν καθυστερημένος κι εδώ και δεκαπέντε χρόνια βοσκούσε τα ζωντανά του Εμετέριο. Θα ’ταν γύρω στα πενήντα και δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ. Κοιμήθηκαν μέσα στο ίδιο πλινθόκτιστο καλυβάκι, κάτω απ’ τις βελανιδιές, απολαμβάνοντας την αγκάλη που έφτιαναν οι ρίζες. Στο καλυβάκι χωράγανε μονάχα ξαπλωμένοι κι έπρεπε να μπαίνουν μπουσουλώντας, σχεδόν σερνόντουσαν. Ωστόσο, είχε δροσιά το καλοκαίρι και μπόλικη ζεστασιά τον χειμώνα.  

Το καλοκαίρι πέρασε. Έπειτα το φθινόπωρο κι ο χειμώνας. Οι βοσκοί δεν κατέβαιναν στο χωριό, παρά μονάχα για το πανηγύρι. Κάθε δεκαπέντε, ένας τσοπανάκος τούς ανέβαζε το «κολάρο»: ψωμί, κατσικίσιο λίπος, παστό κρέας, σκόρδα. Μερικές φορές, κρασί μες στο ασκί. Οι κορφές του Σαγράδο ήταν απόλαυση, μ’ ένα βαθύ μπλε, τρομακτικό, εκτυφλωτικό. Ο ήλιος, αψηλός και στρόγγυλος, σαν μία κόρη ματιού απτόητη, εκεί να βασιλεύει. Στην απαλή θολούρα της αυγής, όταν ακόμη δεν ακουγόταν μύγα να πετά μήτε και θρόισμα κανένα, ο Λόπε συνήθιζε να ξυπνά, με την πλίθινη οροφή πάνω από τα μάτια. Έμενε ακίνητος για λίγο, νιώθοντας το κορμί του Ρόκε στο πλευρό, ένας σωρός που ανέπνεε. Έπειτα, σερνόταν προς τα έξω, να κινήσει για τον στάβλο. Στον ουρανό, διασταυρούμενα,  σαν άστρα φευγαλέα, τα ουρλιαχτά χανόντουσαν, ανώφελα, μεγάλα. Ένας Θεός ήξερε το κατά πού θα πέφταν. Όπως οι πέτρες. Όπως τα χρόνια. Ένας χρόνος, δύο, πέντε.

Πέντε χρόνια αργότερα, μια φορά, ο Εμετέριο του μήνυσε με τον τσοπανάκο να κατεβεί. Έβαλε τον γιατρό να εξετάσει τον Λόπε κι είδε πως ήταν γερός και δυνατός, ψήλος σαν κυπαρίσσι.

-Λεβέντης! Είπε ο γιατρός. Ο Λόπε κοκκίνισε και δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει.

Η Φρανθίσκα είχε παντρευτεί κι είχε τρία παιδιά που παίζανε στην είσοδο της πλατείας. Ένας σκύλος τον πλησίασε, με τη γλώσσα έξω. Ίσως και να τον θυμόταν. Τότε είδε τον Μανουέλ Ενρίκεθ, τον συμμαθητή του που στο σχολείο έμενε πάντα στη σκιά του Λόπε. Ο Μανουέλ φορούσε γκρι κοστούμι και γραβάτα. Πέρασε δίπλα τους και τους χαιρέτησε μ’ ένα του νεύμα.   

Η Φρανθίσκα σχολίασε:

-Πήγε μπροστά αυτός. Ο πατέρας του τον έστειλε να σπουδάσει, και πάει για δικηγόρος.

Φτάνοντας στο σιντριβάνι, τον συνάντησε και πάλι. Του ’ρθε να του φωνάξει, έτσι ξαφνικά. Αλλά η φωνή δεν του βγήκε, κόλλησε σαν κόμπος, στον λαιμό.

-Ε! είπε μονάχα. Ή κάτι παρόμοιο.

Ο Μανουέλ γύρισε να τον κοιτάξει, και τον γνώρισε. Έμοιαζε ψέμα: τον γνώρισε. Χαμογελούσε.

-Λόπε! Βρε, ο Λόπε…!

Ποιος μπορούσε να καταλάβει αυτά που έλεγε; Πόσο περίεργη προφορά έχουν οι άνθρωποι, τι παράξενες κουβέντες βγαίνουν από αυτή τη σκοτεινή τρυπούλα του στόματός τους! Ένιωθε το αίμα στις φλέβες του να βράζει, όσο άκουγε τον Μανουέλ Ενρίκεθ.

Ο Μανουέλ άνοιξε μια κασετίνα πλακέ, χρώματος ασημί, με τα πιο λευκά, τα πιο τέλεια τσιγάρα που ’χε δει στη ζωή του. Ο Μανουέλ την έτεινε προς το μέρος του, χαμογελώντας.

Ο Λόπε άπλωσε το χέρι. Τότε συνειδητοποίησε πως ήταν άγριο, χοντροκομμένο. Όπως ένα κομμάτι παστό κρέας. Τα δάχτυλα ήταν άκαμπτα, παράταιρα. Τι περίεργο χέρι, εκείνο του αλλουνού: ένα χέρι εκλεπτυσμένο, με κάτι δάχτυλα μακριά σαν σκουλήκια, ευκίνητα, λευκά, εύκαμπτα. Τι χέρι και τούτο, στο χρώμα του κεριού, με κάτι νύχια που ’λαμπαν, πεντακάθαρα. Τι χέρι παράξενο: ούτε γυναίκες δεν είχαν όμοιό του.

Το χέρι του Λόπε ψαχούλεψε, αδέξιο. Στο τέλος, έπιασε το τσιγάρο, εύθραυστο και λευκό, αφύσικο, μες στα ατσούμπαλα δάχτυλά του: άχρηστο, αταίριαστο, μέσα στα δάχτυλά του. Ο Λόπε ένιωσε να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. 

Ένας σβώλος αίματος είχε μαζευτεί και κατακάτσει στα βλέφαρα ανάμεσα, εκεί, να ωριμάζει. Διέλυσε το τσιγάρο με τα δάχτυλα κι έκανε μεταβολή. Δεν μπορούσε να σταματήσει, μπροστά στην έκπληξη του Μανουέλ που συνέχιζε να του φωνάζει:

-Λόπε! Λόπε!

Ο Εμετέριο ήτανε καθισμένος στο περιστύλιο, με το πουκάμισο, χαζεύοντας τα εγγόνια. Χαμογελούσε βλέποντας τον μεγάλο του εγγονό, ξαποσταίνοντας απ’ τη δουλειά, και το ασκί με το κρασί πιο δίπλα απ’ το χέρι.

Ο Λόπε πήγε κατευθείαν στον Εμετέριο κι είδε τ’ απορημένα και γκρίζα μάτια του.
  -Άντε, παλικάρι, πίσω στο Σαγράδο, ώρα είναι πια…

Στην πλατεία υπήρχε μια τετράγωνη, κοκκινωπή κοτρώνα. Μία από εκείνες τις κοτρώνες, μεγάλες σαν πεπόνια, που τα παιδιά κουβαλάνε από καμιά μάντρα γκρεμισμένη. Αργά-αργά, ο Λόπε την έπιασε στα χέρια του. Ο Εμετέριο τον κοιτούσε, αμέριμνος, με μιαν ελαφρά περιέργεια. Είχε το δεξί του χέρι χωμένο ανάμεσα στη ζώνη και το στομάχι. Δεν του άφησε χρόνο ούτε καν να το βγάλει: ο υπόκωφος γδούπος, οι πιτσιλιές πάνω στο στήθος απ’ το ίδιο του το αίμα, ο θάνατος κι ο αιφνιδιασμός, σαν δυο αδέλφια, ανεβήκαν έτσι κατά πάνω του, χωρίς δεύτερη σκέψη.

Όταν τον πήραν με τις χειροπέδες, ο Λόπε έκλαιγε. Κι όταν οι κυράδες, στριγκλίζοντας σαν λύκαινες, να τον χτυπήσουν ήθελαν, πηγαίναν στο κατόπι του, με τις μαντίλες υψωμένες πάνω από τα κεφαλιά, σημάδι αγανάκτησης, «Θεέ μου, αυτόν, που τον είχε μαζέψει. Θεέ μου, αυτόν, που τον έκανε άνθρωπο. Θεέ μου, που θα ’χε πεθάνει της πείνας αν δεν ήταν αυτός…», ο Λόπε μονάχα έκλαιγε κι έλεγε:

-Ναι, ναι, ναι

Μετάφραση: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου