Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Juan José Millás. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Juan José Millás. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Χουάν Χ. Μιγιάς: El orden alfabético

Μεταφρασμένο απόσπασμα από το μυθιστόρημα El orden alfabético (Suma de Letras, 2000, pp.283-285) του Juan José Millás, μιας από τις σημαντικότερες μορφές των σύγχρονων ισπανικών γραμματων.

Rincón_del_Vago


Σουλάτσαρε στο σπίτι μερικά λεπτά, στη φαντασίωση πως ήταν η φιγούρα ενός  σεμιναρίου καταναλωτικών συνηθειών που, αφού είχε μάθει για την απώλεια του γονέα του, όφειλε να επιδείξει στους συμμετέχοντες μιας παρόμοιας κατάστασης τον τύπο συγκινήσεων που η αγορά των συναισθημάτων έθετε στη διάθεσή τους. Ήταν μια πλατιά γκάμα  που εξαρτιόταν με τη σειρά της από τις καταναλωτικές συνήθειες πολιτιστικών αγαθών του ορφανού. Θύμισε, για παράδειγμα, διάφορες ταινίες εγνωσμένου κυρούς, των οποίων το σενάριο περιελάμβανε τον θάνατο του πατέρα, και στις οποίες ο πόνος των παιδιών ήταν ένας πόνος στεγνός, χωρίς δάκρυα, μια μορφή στενοχώριας περισσότερο που περιελάμβανε το αγαθό που ονομαζόταν ακεραιότητα χαρακτήρα: μια ψυχική συμπεριφορά ιδιαιτέρως εκτιμητέα στο εμπόριο της  τρυφερότητας. Αν κατανάλωνες ακεραιότητα, δεν μπορούσες να χαραμίσεις και δάκρυα, το ένα ήταν ασύμβατο με το άλλο, σαν να γυρεύεις ένα αυτοκίνητο που να 'ναι και σπορ και οικογενειακό ταυτόχρονα. Ωστόσο, ήταν εξίσου βέβαιο πως η αγορά συνιστούσε στους καταναλωτές και μια σειρά αριστοκρατικής ζημίας, που περιελάμβανε μια ελαφρά ύγρανση των οφθαλμικών βολβών, πολύ διαδεδομένη στις υψηλές τάξεις για τις κηδείες των πιο κοντινών τους πρόσωπων.     
   
Ο Χούλιο επέλεξε το τελευταίο αυτό μοντέλο γιατί του φάνηκε το πιο καθωσπρέπει, αν και το πιο ακριβό εξίσου, μιας και προϋπέθετε την απόρριψη συναισθηματικών αποφορτίσεων, μιας πρακτικής πιο κοντινής στη δική του οικονομία πνεύματος. Όμως η φιλοδοξία του ορθωνόταν πάνω κι από τις δυνατότητές του, και τη φορά ετούτη στάθηκε ικανός να συγκρατήσει τα δάκρυά του, δίνοντας, συνεπώς, ένα καλό μάθημα καταναλωτικών συνηθειών συναισθηματικών αγαθών στους συμμετέχοντες του σεμιναρίου που φανταζόταν ότι εργάζεται. Και είναι που είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως και αυτός ο ίδιος μπορούσε να περιβάλλεται από παρουσίες αόρατες, πραγματικές ωστόσο, με τον ίδιο τρόπο που και ο Πήτερ και οι υπόλοιποι των μαθημάτων των αγγλικών συνοδεύονταν  αβίαστα από εκείνον, από τον Χούλιο, χωρίς να νιώθουν την παρουσία του, προτού το συμπάν εκείνο λουφάξει σε μια σαρωτική σύσπαση.

Με τα μάτια υγρά, λοιπόν, από εκείνη τη γαλήνια θλίψη, βγήκε στη μπαλκονόπορτα και είδε στο φως των φαναριών πώς οι ομπρέλες πετούσαν στα πεζοδρόμια, με τα φτερά τους ανοιγμένα στο όριο, σε αναζήτηση πιθανόν των ύστατων ερειπίων ενός κόσμου που γίνηκε κομμάτια. Άνοιξε την πόρτα του μπαλκονιού για να αντιληφθεί τους εξωτερικούς θορύβους, και του 'ρθε από τον δρόμο μια ανάσα ασθμαίνουσα, παρόμοια με αυτή που υπέφερε ο πατέρας του, σαν να έπασχε και ο κόσμος από την πλευρική παράλυση που προηγείται ενός σαρωτικού σοκ, ίδιου τύπου με αυτό που είχε διαλύσει αβίαστα την κασέτα των μαθημάτων των αγγλικών. Τότε, έκλεισε την πόρτα νιώθοντας ένα σύγκρυο, χάζεψε την εγκυκλοπαίδεια και είδε πως μονάχα η τάξη που απεικονιζόταν σ’ εκείνο το σύνολο από σκουρόχρωμους τόμους, η αλφαβητική, συνέχιζε ανέπαφη.   


Αποφασισμένος να καταφύγει σε αυτήν, μπήκε στην εγκυκλοπαίδεια από το Ε και διέσχισε, χωρίς να σταματήσει, τις περιοχές των εγκάτων, των εκπτώσεων, των εκστρατειών, των εκτελωνιστών και των εκτομών, μέχρι που έφτασε στον νομό των εκτρώσεων. Ήταν χρόνια που δεν είχε πάει εκεί πέρα, από την εφηβεία, όμως θυμόταν τη διάταξή του. Τις χώριζε σε αυτόματες και τεχνητές, πέραν των εκτρώσεων με μεταφορική σημασία. Η αδελφή του βρισκόταν στο Θ των θεραπευτικών, κι έτσι διέσχισε με βήμα γοργό την περιοχή των επαναλαμβανόμενων, των επιδημιολογικών, των ηθικών, φτάνοντας σε μια γειτονιά που του ήταν οικεία, όπου βασίλευε μια γαλήνη ατελής. Η πλειονότητα των εκτρώσεων αναπαυόταν στο εσωτερικό εκείνων των γυάλινων δοχείων που του είχαν ήδη τραβήξει την προσοχή από την προηγούμενη φορά, επιπλέοντας μέσα σε οινόπνευμα, λες κι είχαν αφεθεί να αναδεύονται σ’ εκείνο το είδος διαχρονικότητας που τους παρείχε το αλφάβητο. Παρά την πάροδο του χρόνου, αναγνώρισε την αδελφή του να ξεκουράζεται στον πάτο του δοχείου της με τα μάτια κλειστά, όχι με έκφραση κοιμισμένου, αλλά με τη χαρακτηριστική γκριμάτσα ονειροπόλου, λες κι εκείνο το συντηρητικό υγρό, που μέσα του περνούσε τη ζήση της, της θύμιζε το αμνιακό υγρό μες στο οποίο είχε γεννηθεί πριν την πετάξουν στο εσωτερικό της εγκυκλοπαιδικής πραγματικότητας. Χτύπησε το δοχείο με σύνεση κάποιου που ζητά άδεια για να εισέλθει, όπως έκανε με τις κούκλες με τα τέσσερα δάχτυλα, κι αυτή άνοιξε τα πελώρια κι ατελή μάτια της μέσα στο υγρό. Και παρόλο που αναγνώρισε τον αδελφό της, έκανε μια χειρονομία «παράτα με», σαν να ‘θελε να δείξει πως βαριόταν να βγει από το δοχείο. Σε κάθε περίπτωση, κολύμπησε μέχρι το στόμιο και ξεπρόβαλε από αυτό σαν σε μπαλκόνι, ακουμπώντας τα χέρια στο χείλος του. 

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου 

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Χουάν Χοσέ Μιγιάς: Τυποποιημένα προϊόντα




commons.wikimedia.org
Η μάνα μου δεν ήταν σε θέση να επιλύσει το παραμικρό, αν δεν το μετέτρεπε προηγουμένως σε σίριαλ. Όπως ο μαθηματικός που δεν μπορεί να χωνέψει την πραγματικότητα αν δεν την παγιδεύσει σε μια εξίσωση, έτσι κι εκείνη δεν μπορούσε να χωνέψει την οποιαδήποτε δυσκολία  οικιακής φύσης, αν δεν την έκανε να μοιάζει με καταστροφή. Τόσο περίεργοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Έχουμε την ανάγκη να επεξεργασθούμε τις πρώτες ύλες –είτε αυτές είναι πατάτες είτε υδράργυρος- για να καταλάβουμε το τι τελικά μπορούν να κάνουν. Δεν έχουμε ιδέα από  χρυσό, για παράδειγμα, έως ότου τον μετατρέψουμε σε κολιέ. Θα μπορούσαμε και να τον απολαμβάνουμε έτσι όπως είναι στη φύση, αλλά μπα. Πρέπει να τον εξορύξουμε από τα έγκατα της γης, να τον λιώσουμε, να τον βάλουμε στο καλούπι και μετά στη βιτρίνα. Τότε μόνο είναι που θα πούμε: «Υπέροχο. Ωραίο πράμα ο χρυσός!»

Το ότι παίρνουμε σαρδέλες και τις μετατρέπουμε σε κονσέρβα  είναι η θετική πλευρά αυτής μας της τάσης. Η μάνα μου στα δικά της σίριαλ χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη  τις μικρές καθημερινές οικιακές αναποδιές. Ας πούμε ότι μια Δευτέρα μας είχε τελειώσει η φιάλη υγραερίου και ότι ο διανομέας θα ξαναπερνούσε  την Τρίτη. Φυσικά και δεν ήταν και καμιά τραγωδία, αφού εμείς τα παιδιά τρελαινόμασταν για σάντουιτς.  Άσε που θα 'σπαγε και η μονοτονία. Αλλά εκείνη, τι να τραβάει τα μαλλιά της, τι να τρέχει από δω κι από κει, βγάζοντας κάτι ουρλιαχτά να σου σηκώνεται η τρίχα. Τι κι αν ο πατέρας μου προσπαθούσε να την συνεφέρει, εκείνη τον απόπαιρνε  πως αυτός  να μην ασχολείται με αυτά, σίγουρη πια πως έχει γίνει η υπηρέτρια όλων αυτών που την κοιτούσαν αποσβολωμένοι. 

Στη μισή ώρα χωρίς υγραέριο, ο πατέρας μου απελπισμένος από τις κατσάδες και τις φωνές της, άρχιζε να κοπανάει τις πόρτες και να απειλεί ότι θα πηδήξει από το μπαλκόνι. Με τη μικρή μου αδελφή, τρομοκρατημένη από το θέαμα, να έχει βάλει τα κλάματα και τους γείτονες να απειλούν πως θα φωνάξουν την αστυνομία, αν δεν σταματούσε το πανηγύρι. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή δηλαδή που το σύμπαν ήταν έτοιμο να ανατιναχθεί, μαζί μ’ εμάς φυσικά, η μανά μου διέσχιζε τον δρόμο κι επέστρεφε στο λεπτό μ’ ένα θριαμβευτικό χαμόγελο και με τη φιάλη που της είχε δανείσει η αδελφή της που έμενε απέναντι. Το ότι έπιανε και κατηγορούσε τον πάτερα μου που είχε σκεφτεί να αυτοκτονήσει για μια τέτοια χαζομάρα δεν παραξένευε κανέναν. «Δεν θα 'σαι με τα καλά σου», του έλεγε, την ώρα που έπαιρνε αγκαλιά την αδελφή μου για να σταματήσει το κλάμα. Εγώ κατέβαινα στον δρόμο σκυφτός, προσπαθώντας να μετατρέψω το συμβάν σε κάποιο τυποποιημένο προϊόν, μήπως και καταφέρω να το καταλάβω. Όμως ακόμη δεν το 'χω καταλάβει, και με το να γράφω τώρα εδώ δεν κάνω τίποτα περισσότερο από το να παίρνω την πρώτη ύλη της πραγματικότητας και να την μετατρέπω σε λογοτεχνία, μήπως  κι εγώ την χωνέψω.  

Χουάν Χοσέ Μιγιάς
Τα αντικείμενα μας φωνάζουν

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου
Επιμέλεια/διόρθωση: Ειρήνη Χατζηκουμή