Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Μάριο Μπενεντέτι: Ως προς την έξοδο

Στο διήγημά του, Sobre el éxodo (1977), ο ουρουγουανός συγγραφέας Μάριο Μπενεντέτι (1920-2009) σατιρίζει με γλαφυρό τρόπο τη δικτατορία της χώρας του (1973-1985). 

Ως προς την έξοδο  


Είναι φανερό πως η έξοδος άρχισε για πολιτικούς λόγους. Οι δημοσιογράφοι έξω έπιασαν να γράφουν πως στη μικρή πατρίδα η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Και πράγματι δυσκολευόσουν να αναπνεύσεις. Οι ξένοι δημοσιογράφοι εξακολούθησαν να γράφουν πως εκεί κάτω η καταπίεση ήταν τερατώδης. Και όντως ήταν τερατώδης. Όμως το γεγονός ότι μια τέτοια αλήθεια αποκαλύφθηκε κι έγινε γνωστή από δημοσιογράφους στο εξωτερικό έδωσε λαβή σε λάβρες επικλήσεις στην εθνική υπερηφάνεια από πλευράς των αρχών. Πιθανόν το λάθος της κυβέρνησης να ήταν που έβαλε τις επικλήσεις αυτές στο στόμα του προέδρου, μιας και τον τελευταίο καιρό, με το που ξεμυτούσε στους ραδιοφωνικούς δέκτες ή στις οθόνες της τηλεόρασης η φωνή ή/και το πρόσωπο του πρώτου πολίτη της χώρας, ο κόσμος έσβηνε άρον-άρον τις συσκευές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι επικλήσεις στην εθνική υπερηφάνεια δεν έφτασαν ποτέ στα αυτιά των πολιτών. Κατά συνέπεια, συνέχισαν να φεύγουν.

Πρώτοι-πρώτοι έφυγαν όλοι οι ύποπτοι που κυκλοφορούσαν ακόμη ελεύθεροι. Έπειτα ξεκίνησαν να φεύγουν οι φίλοι και συγγενείς των υπόπτων [ελεύθερων και κρατούμενων]. Αρχικά, αν και ήταν πολλοί αυτοί που μεταναστεύαν στο εξωτερικό, πάντα ήταν περισσότεροι αυτοί που τους ξεπροβόδιζαν σε λιμάνια κι αεροδρόμια. Όμως τη μέρα που αναχώρησε ένα πλοίο με χίλιους μετανάστες και τους ξεπροβόδισαν μονάχα είκοσι τέσσερα άτομα, το ασυνήθιστο αυτό γεγονός απαθανατίστηκε από την αδιάκριτη μηχανή ενός ξένου δημοσιογράφου, και η δημοσίευση ενός τέτοιου πειστηρίου σε εβδομαδιαίο περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας στο εξωτερικό έδωσε λαβή σε νέες πατριωτικές επικλήσεις του προέδρου, και κατά συνέπεια στο άμεσο και προληπτικό σβήσιμο των λιγοστών πια τρανζίστορ που είχαν ακόμη ακροατές και των ακόμα λιγότερων τηλεοράσεων που είχαν ακόμη θεατές. Το περίεργο ήταν που η κυβέρνηση δεν μπορούσε να τιμωρήσει ουσιαστικά τη νέα αυτή συνήθεια, μιας και, μετά την πετρελαϊκή κρίση, είχε προτρέψει τους πολίτες σε μια αδιάκοπη εξοικονόμηση καυσίμων, εξού και της ηλεκτρικής ενέργειας. "Και αν δεν είναι θυσία να στερούμαστε την καθάρια και διαφωτιστική φωνή του προέδρου μας", έλεγαν προσχηματικά, "τότε ποια είναι;" Ωστόσο, λόγω ίσως αυτής της ευτυχούς συγκυρίας, ούτε αυτή τη φορά οι επικλήσεις της κυβέρνησης στην εθνική υπερηφάνεια έφτασαν στα αυτιά του κόσμου. Και συνέχισε να φεύγει.

Όταν οι ύποπτοι που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, μαζί με τους φίλους και συγγενείς τους, μεταναστεύσαν σχεδόν στο σύνολο τους, τότε ξεκίνησαν να φεύγουν αυτοί που πεινούσαν, που δεν ήταν και λίγοι. Το τελευταίο γκάλοπ είχε καταγράψει ότι το ποσοστό υποσιτισμένων ήταν της τάξης του 72,34%, στοιχείο σημαντικό, λαμβάνοντας υπόψη πως το υπόλοιπο 27,66 % αποτελούταν κατά κύριο λόγο από στρατιωτικούς, γαιοκτήμονες, τραπεζικούς, διπλωμάτες, σώματα ασφάλειας, μορμόνους και πράκτορες της CIA. Οι πεινασμένοι που έφευγαν αποτελούσαν ένα γκρουπ τόσο ή και πιο σημαντικό από αυτό των υπόπτων και «ύποπτων υπόπτων». Όμως η κυβέρνηση έδειξε να μην καταλαβαίνει και σε μια επίδειξη προπαγάνδας έσπευσε να εξαγγείλει, μέσω των κρατικών σταθμών και καναλιών, ένα ειδικό πρόγραμμα διατροφής για αδυνάτισμα.

Κάποια μέρα κυκλοφόρησε η φήμη ότι στην Αυστραλία υπήρχε μεγάλη ζήτηση για εξειδικευμένους εργάτες. Αμέσως μπαρκάρισαν για την Ωκεανία κάπου τριάντα χιλιάδες εργάτες, ο καθένας με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και την ειδικότητά του. Είναι πασίγνωστο ότι, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, οι μεγάλες βιομηχανίες αντιλαμβάνονται άμεσα τις κρίσιμες καταστάσεις. Κι αυτές της μικρής πατρίδας τις αντιλήφθηκαν, και με το που κατάλαβαν πως τα εργοστάσιά τους δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν την παραγωγή δίχως εξειδικευμένο εργατικό προσωπικό, εγκατέλειψαν επειγόντως τα όποια σχέδια κι επενδύσεις τους κι έφυγαν με μηχανήματα, δολάρια, μουσικές, οικογένειες κι ερωμένες. Σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις αφήναν πίσω στη χώρα έναν και μόνο υπάλληλο για την εκκαθάριση των φόρων, αλλά αντιθέτως δεν αφήναν κανέναν για την αποπληρωμή τους. 

Άλλη μέρα κυκλοφόρησε η φήμη ότι, ξανά στην Αυστραλία, υπήρχε μεγάλη ζήτηση για υπηρετικό προσωπικό. Αμέσως μπαρκάρισαν για το Σίδνεϋ σαράντα χιλιάδες υπηρέτριες, οικιακοί βοηθοί κλπ. Σ’ αυτό το "και λοιπά" συμπεριλαμβάνεται κι ένας μπάτλερ που ήταν άνεργος μετά την απαγωγή του βρετανού πρέσβη. Στις μεγάλες οικογένειες της κτηνοτροφικής ολιγαρχίας, οι κυρίες με τέσσερα ως έξι επώνυμα επίσης συνέλαβαν άμεσα την κατάσταση, και με το που κατάλαβαν ότι χωρίς προσωπικό θα έπρεπε να αναλάβουν οι ίδιες το φαγητό, την καθαριότητα, το πλύσιμο των ρούχων [τα καθαριστήρια είχαν αποχωρήσει από μήνες] και την υγιεινή τουαλέτας και νεροχύτη, έπεισαν τους συζύγους τους να οργανώσουν επειγόντως τη μετακόμιση σε κάποια χώρα επαρκώς πολιτισμένη, όπου με το πάτημα ενός κουμπιού θα εμφανίζονταν υπηρέτριες που μιλούν αγγλικά και γαλλικά, και που δεν θα έχουν παιδιά και ψείρες. Γιατί εδώ, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στο πάτημα του κουμπιού εμφανίζονταν μόνο ψείρες. Και κανείς δεν ήξερε για πόσο ακόμη θα εμφανίζονταν. 

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι στρατιωτικοί ήταν από αυτούς που έμειναν μέχρι τέλους. Λόγω πειθαρχίας, σίγουρα, μα και γιατί διέκριναν τους κινδύνους που διέτρεχαν. Σε καίρια στιγμή, η επιθυμία τους για καθιέρωση τούς έκανε να μεταδώσουν ένα ανακοινωθέν αρκετά αισιόδοξο, στο οποίο σημειωνόταν ότι τον τελευταίο χρόνο το ποσοστό των ατόμων που είχαν υποστεί αυτοκινητιστικό ατύχημα είχε μειωθεί κατά 35,24 %. Οι ξένοι δημοσιογράφοι, με τη γνωστή τους κακεντρέχεια, προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το εύλογο τούτο επίτευγμα, σημειώνοντας πως δεν αποτελούσε και καμιά επιτυχία δα, αφού είχε πια όλο και λιγότερο κόσμο που θα μπορούσε να τρακάρει ανά την επικράτεια. Στη μοναδική εφημερίδα που αναπαρήγαγε το κακόβουλο αυτό σχόλιο μπήκε λουκέτο οριστικά.

Ναι, οι στρατιωτικοί [και οι κρατούμενοι φυσικά, αλλά για άλλους λόγους] έμειναν μέχρι τέλους. Ωστόσο, όταν η έξοδος άρχισε να αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις, κι οι αξιωματικοί βρίσκονταν με ολοένα και λιγότερους νεαρούς να υποβάλουν σε βασανιστήρια, ακόμη κι αν κάποιες φορές μετρίαζαν την ένδεια αυτή βασανίζοντας εκ νέου τους υπόδικους, άρχισαν και οι ίδιοι να ψάχνουν δικαιολογίες για να μεταναστεύσουν, ευρισκόμενοι τρόπον τινά άνευ αντικειμένου απασχόλησης. Οι υποτροφίες που παρείχε το σπουδαίο κράτος του Βορρά για προγράμματα μετεκπαίδευσης στην αντιμετώπιση του ανταρτοπόλεμου στη Διώρυγα του Παναμά, άρχισαν να γίνονται αποδεκτές σωρηδόν. Περίπου το μισό των αξιωματικών εν υπηρεσία μετατοπίστηκαν προς τη Διώρυγα. Όσον αφορά τους απομείναντες, χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα που έπιασαν να αντιμάχονται για την εξουσία. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ που ένας συνταγματάρχης το δυνατόν νηφάλιος μάζεψε τους συντρόφους του στη λέσχη του στρατοπέδου και τους ξεστόμισε στα μούτρα τη σκληρή απορία: «Γιατί να πολεμάμε για την εξουσία, αφού δεν έμεινε κανείς πια να διατάξουμε;» «Σε ποιον θα ασκήσουμε την εξουσία δαύτη, διάολε;» Το αποτέλεσμα αυτού του φιλοσοφικού ερωτήματος ήταν την επόμενη μέρα να μπαρκάρουν για το εξωτερικό το ενενήντα τοις εκατό των αξιωματικών που είχαν παραμείνει. Εκείνοι που και πάλι παρέμειναν [νεότατοι σχεδόν όλοι τους, από τις τελευταίες κλάσεις], ευτυχισμένοι που επιτέλους βρέθηκαν χωρίς κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι, προσπάθησαν να διοργανώσουν ένα ποδοσφαιρικό ματσάκι στην Πλατεία των Οπλών, όμως σαν πήραν είδηση ότι το σύνολο των πιστών λειτουργών στην πατρίδα δεν έφτανε πια τους 22 που επιτάσσει ο κανονισμός της FIFA, αποφάσισαν να ματαιώσουν το ματς. Και την επόμενη μέρα έφυγαν με το υδροπλάνο. 

Ο τελευταίος από τους στρατιωτικούς που έφυγαν ήταν ο διοικητής του Σωφρονιστικού. Κατά την απομάκρυνσή του, δίχως να αποχαιρετίσει καν τους πολιτικούς κρατουμένους [εν αντιθέσει με τους κοινούς εγκληματίες], άφησε τη μεγάλη πόρτα της πύλης ανοιχτή. Για μια ώρα οι κρατούμενοι δεν τολμούσαν καν να πλησιάσουν. «Είναι παγίδα για να μας σκοτώσουν», είπε ο γηραιότερος. «Η εντύπωσή μας είναι», είπε ο πιο κοντόφθαλμος. «Είναι ψυχολογική βία», είπε ο πιο βγαλμένος. Και συμφώνησαν να μην το διακινδυνεύσουν. Όμως καθώς πέρασε άλλη μια ώρα, κι από έξω ερχόταν μονάχα σιωπή, ο νεαρότερος κρατούμενος ανακοίνωσε: «Εγώ θα βγω». «Όλοι θα βγούμε!», απάντησαν κι οι άλλοι με ένα στόμα μια φωνή.

Και βγήκαν. Στους δρόμους δεν φαινόταν κανείς. Δίπλα σε ένα δέντρο βρήκαν δυο ρεβόλβερ κι ένα αυτόματο. «Θα προτιμούσα να ’χα βρει μια μπριζόλα», είπε ο πιο χοντρός, όμως από επαγγελματική διαστροφή ίσως πήρε το ένα από τα δύο ρεβόλβερ. Και προχώρησαν, στην αρχή προσεκτικά κι έπειτα με κάποιο σχετικό θάρρος. «Έχουν φύγει όλοι», είπε ο γηραιότερος. «Μακάρι να ’χουν αφήσει και τις κρατούμενες», είπε ο πιο βγαλμένος. Κι εμπρός στο γενικό χαχανητό, πρόσθεσε: «Μην πάει ο νους σας στο πονηρό. Το λέω καθώς με ανησυχεί πρωτίστως το δημογραφικό της χώρας». «Μπαγάσα! Μπαγάσα!», φώναξαν ορισμένοι. 

Τους πήρε δυο ώρες να φτάσουν στο κέντρο. Ούτε στην πλατεία υπήρχε κανείς. Ο Ήρωας της Πατρίδας, από το μεγαλόσωμο μπρούτζινο άτι του, για πρώτη φορά εδώ και χρόνια ατένιζε αισιόδοξος. Επίσης για πρώτη φορά το μνημείο δεν το ’χαν στολίσει οι κουτσουλιές των περιστεριών, ίσως γιατί δεν υπήρχαν πια περιστέρια.

Αυτός που είχε το ρεβόλβερ έσπρωξε αργά τη μεγάλη ξύλινη πόρτα και χώθηκε κάπως συγκρατημένα στο κυβερνητικό μέγαρο. Οι υπόλοιποι τον ακολουθήσαν, κάπως σαστισμένοι καθώς το κτίριο εκείνο ήταν συνήθως απρόσιτο. Σε ένα γραφείο του πάνω ορόφου βρήκαν τον πρόεδρο. Όρθιο, σιωπηλό, τα χέρια στις τσέπες του σακακιού. 

"Καλησπέρα, πρόεδρε". Είπε ο γηραιότερος, ενώ κάποιος του πέρασε με τρόπο το ρεβόλβερ που ’χαν μαζέψει στην πορεία. 

"Καλησπέρα", είπε ο πρόεδρος. 

"Πώς και δεν φύγατε;", ρώτησε ο γηραιότερος. 

"Αφού είμαι ο πρόεδρος". 

"Α". 

Οι πρώην κρατούμενοι κοιτάχθηκαν με μια και μόνο ερώτηση στα μάτια: «Τι θα τον κάνουμε αυτόν το κόπανο;» Όμως προτού κάποιος βρει μια απάντηση, ο γηραιότερος έδωσε το όπλο στον πρόεδρο. 

"Κύριε, θέλουμε να σας ζητήσουμε μια χάρη. Ρίξτε μια στο κεφάλι σας". 

Ο πρόεδρος πήρε το όπλο και όλοι παρατήρησαν ότι το χέρι του έτρεμε. Ωστόσο κάποιοι το απέδωσαν στο υπερβολικό κάπνισμα. 

"Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε πως είμαι χριστιανός. Και στους χριστιανούς απαγορεύεται ρητά η αυτοκτονία". 

"Καλά, είπε ο γηραιότερος. Δεν χρειάζεται να είμαστε δα τόσο δογματικοί. Γεγονός αυτό που λέτε, αλλά μέχρι ενός σημείου. Είστε χριστιανός μεν, μα χριστιανός του κώλου δε, και σε αυτή την υποκατηγορία φυσικά και της επιτρέπεται". 

"Έτσι λέτε;"

"Είμαι βέβαιος, κύριε", είπε ο γηραιότερος. 

Ο πρόεδρος φύσηξε τη μύτη του και χαλάρωσε τον κόμπο της γραβάτας.

"Επιτρέπεται τουλάχιστον να έχω κλειστά τα μάτια;"

 Ο γηραιότερος κοίταξε τους υπόλοιπους. 

"Τον αφήνουμε να ’χει κλειστά τα μάτια;"

-Ναι! Να του τα κλείσουμε! Είπαν όλοι τους. 

Καθώς το λευκό μαντήλι του προέδρου ήταν βρώμικο, που ’χε φυσήξει τις μύξες του, ένας από τους πρώην κρατούμενους πήρε μια πετσέτα πάνω από το τραπέζι, και με αυτή του έκλεισε τα μάτια. Ο πρόεδρος σήκωσε τότε το χέρι με το ρεβόλβερ, και πριν να το φέρει στον δεξιό κρόταφο, είπε με βραχνή φωνή:

"Αντίο σας, κύριοι". 

"Αντίο", είπαν όλοι τους, με μάτια ούτε υγρά, μα μήτε χαρούμενα. 

Ο πυροβολισμός έκανε περίεργο θόρυβο. Σαν ένα βλήμα που βυθίζεται σε σάπιο στάχυ. 

Ηχούσε ακόμη ο υπόκωφος αντίλαλος του κρότου, σαν έπιασαν να ακούγονται τα ταμπούρλα των πρώτων νεαρών που επέστρεφαν. 

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

«Ιταντακιμάσου» δεν πάει να πει «καλή όρεξη»

Μεταφρασμένο απόσπασμα από το μυθιστόρημα 'El pan que como' της Παλόμα Ντίαθ Μας.

Photo: www.behance.net
 

 «Ιταντακιμάσου» δεν πάει να πει «καλή όρεξη»

 Θα φάω

 Στη γλώσσα μου η έκφραση αυτή έχει ένα νόημα άμεσο και κατηγορηματικό: έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, κι αυτό το κάτι είναι να φάω. Να τραφώ, διαδικασία που προκύπτει από τη θέληση μου και μόνο. Θα φάω αμέσως, δίχως πολλά-πολλά, γιατί αυτή είναι η πρόθεση μου κι η επιθυμία μου, γιατί έχω όρεξη και διαθέτω και τα απαραίτητα τρόφιμα. Δεν έχει όλος ο κόσμος την ίδια τύχη, μιας και υπάρχουν -ακόμη και στο στενό μου περιβάλλον, δεν χρειάζεται να ταξιδέψουμε πολύ μακρυά- άτομα τα οποία θα ήθελαν να φάνε αλλά δεν έχουν τι. Είναι τώρα και οι άλλοι, αυτοί που τους έχει κοπεί η όρεξη, οι ανορεκτικοί που θα επιθυμούσαν να έχουν την ίδια πείνα με τότε που ήταν υγιείς και που τώρα αναπολούν εκείνη τη δυσάρεστη αίσθηση (το κενό στο στομάχι, την αδυναμία που προκαλεί η έλλειψη γλυκόζης στη σάρκα που λαχταράει να  πάρει μπρος) σαν ένα αγαθό που είχαν και το έχουν χάσει.  

Στην περίπτωση μου τώρα, εγώ είμαι αυτή που αποφασίζει κι εγώ αυτή  που τρώει, και το κάνω ως κάποιος που ασκεί ένα θεμελιώδες δικαίωμά του, απ’ το οποίο εξαρτάται η ζωή, η δική μου ζωή. Κι αυτός ο τρόπος ομιλίας (που είναι επίσης και τρόπος σκέψης) με αφήνει μόνη μπρος στη διαδικασία του φαγητού, διαδικασία ιδιωτική και μοναχική. Ακόμη κι αν φάω με παρέα -σχεδόν πάντα επιδιώκουμε να τρώμε με παρέα γιατί το να το κάνουμε μόνοι συνήθως μας προκαλεί θλίψη- είμαι μόνη μου στο φαγητό μου: είμαι εγώ αυτή που τρώει, και έτσι είμαι εγώ αυτή που φέρνει την τροφή στο στόμα και την μασά, αυτή που την καταπίνει και την χωνεύει, αυτή που απολαμβάνει τα θρεπτικά της συστατικά και αποβάλλει ό,τι το σώμα μου (πάλι εγώ, πάλι εγώ μόνη) δεν κατάφερε να αφομοιώσει. Τρώμε, για να το πούμε έτσι, με έναν τρόπο ατομικό, λες και οι άλλοι δεν έχουν καμία σχέση με τη διαδικασία, πρωτόγονη κι εκλεπτυσμένη ταυτόχρονα, του φαγητού.  

Όμως πιθανόν να έβλεπα τη διαδικασία αυτή με άλλο μάτι αν η κουλτούρα μου ήταν διαφορετική. 

Στο μπλογκ ενός Ιάπωνα που κατοικεί στην Ισπανία, διαβάζω μια ανάρτηση που ξεκινά ως εξής:

Από τότε που ζω στη Ισπανία, άκουσα εκατοντάδες φορές μαθητές ιαπωνικών να αναφέρονται στη λέξη Ιταντακιμάσου ως «Καλή όρεξη» ή «Καλή απόλαυση». Σήμερα θα ήθελα να εξηγήσω ότι η ερμηνεία/μετάφραση αυτή δεν είναι σωστή. Πριν από καιρό εργαζόμουν σε μια εταιρία στη Βαρκελώνη, και ένας από τους Ισπανούς συναδέλφους μου, που μάθαινε ιαπωνικά, κάθε φορά που με έπιανε να τρώω στην τραπεζαρία μού πέταγε γεμάτος ικανοποίηση: Ιταντακιμάσου! Παρότι δεν είχα τότε την ευκαιρία, θα ήθελα να του πω ότι αυτό που μου έλεγε δεν ήταν σωστό. Στην πραγματικότητα στα ιαπωνικά δεν έχουμε κανέναν τρόπο να πούμε «Καλή όρεξη» ή «Καλή απόλαυση».

Οπότε, τι σημαίνει Ιταντακιμάσου;

Η προέλευση της λέξης Ιταντακιμάσου (Ιταντάκου) είναι ο ταπεινός τρόπος να πεις «τρώω» ή «λαμβάνω» (στα ιαπωνικά 食べる ταμπέρου, もらう μόραου).

Το να πεις Ιταντακιμάσου πριν ξεκινήσεις το φαγητό μπορεί να έχει δυο έννοιες.

Η πρώτη είναι ευγνωμοσύνη στους ανθρώπους που συμμετείχαν στην όλη διαδικασία παραγωγής της τροφής από το χωράφι, τη θάλασσα, το αγρόκτημα στο πιάτο σου. Αντιπροσωπεύει το αίσθημα ευγνωμοσύνης στον άνθρωπο που σου έχει μαγειρέψει, σε αυτόν που έχει στρώσει το τραπέζι, στους ανθρώπους που μάζεψαν τα λαχανικά, τους ανθρώπους που ψάρεψαν τα ψαριά, στην τελική όλους τους ανθρώπους που συνεργάστηκαν για την τροφή που πρόκειται να φας.

Η δεύτερη σημασία είναι η ευγνωμοσύνη στα υλικά, στην τροφή την ίδια. Θεωρούμε πως υπάρχει ζωή στο κρέας και το ψάρι, στα φρούτα και τα λαχανικά, και τα ευχαριστούμε όλα αυτά που μας αφήνουν να τα φάμε, με τη σκέψη « Άσε με να πάρω τη ζωή σου για μένα».

Ψάχνω στο ίντερνετ την προφορά της λέξης, που ποτέ μου δεν είχα ακούσει, και προκύπτει κάτι σαν ιτάντακιμας (με το ς παχύ όπως των αγγλικών, το ου στο τέλος δεν δείχνει να προφέρεται, ή τουλάχιστον δεν ακούγεται στις ηχογραφήσεις που κατάφερα να ακούσω, ή πιθανόν να είναι ένας τρόπος να απεικονιστεί γραφικά αυτή η ιδιαίτερη προφορά του ς το οποίο ακολουθεί). Έτσι λοιπόν, ιτάντακιμας είναι αυτή η μαγική λέξη που μας κάνει να μην τρώμε μόνοι: κάθομαι να φάω και το να φάω σημαίνει λαμβάνω κάτι από όλα αυτά τα όντα που προηγήθηκαν του φαγητού μου και το κατέστησαν δυνατό. Στο γεύμα μου είναι παρόντα, συνοδεύοντάς με, όλα αυτά που είχαν συμμετοχή στο να φτάσει το φαγητό στο τραπέζι μου.  

Κοιτάζω το απλοϊκό μου γεύμα, διαθέσιμο ήδη πάνω στο τραπέζι στο οποίο θα καθίσω, και το βλέπω ήδη με διαφορετικό μάτι. Με μια ματιά ευγνωμοσύνης προς όλη αυτή την προσπάθεια και τις θυσίες που απαιτήθηκαν ούτως ώστε να φτάσουν τα τρόφιμα αυτά ως εμένα.

Πόσοι άνθρωποι να έχουν λάβει μέρος στη διαδικασία της προετοιμασίας αυτών των φαγητών που σήμερα, έλλειψη χρόνου βλέπεις, δεν μαγείρεψα εγώ, αλλά αγόρασα από το μικρό μαγειρείο της γειτονιάς; Και πόσοι ξενύχτησαν και κοπιάσανε ούτως ώστε να φτάσουν τα υλικά τους στην αγορά, στα χέρια αυτά που επρόκειτο να τα μαγειρέψουν και, τελικά, σε μένα; Και πριν από αυτό, πόσοι άνθρωποι δουλέψαν για την παραγωγή, τη συγκομιδή και διανομή τους; Ο υπολογισμός αρχίζει να μου φέρνει ζαλάδα: για να έχω εγώ εδώ, επάνω στο τραπέζι, ένα πρώτο πιάτο, ένα δεύτερο και ένα επιδόρπιο, θα πρέπει να έχουν συμβάλει εκατοντάδες, μην πω και χιλιάδες άνθρωποι. Ο χρόνος τους, η εργασία τους (σχεδόν πάντα κακοπληρωμένη), ο κόπος τους, οι θυσίες τους, η γεμάτη αυταπάρνηση ζωή τους είναι εδώ, επάνω στο τραπέζι, μέσα στο πιάτο και ανάμεσα στα μαχαιροπήρουνα που θα χρησιμοποιήσω.

Το αντίτιμο που έχω πληρώσει για όλα τούτα αρχίζει να μου φαίνεται ευτελές: καθένας που συμμετείχε στη διαδικασία της προσφοράς τροφής σε μένα δεν θα έχει λάβει ούτε το ένα εκατοστό από αυτό που έχω πληρώσει για το σημερινό μου γεύμα. Εδώ θα πρέπει να έχει συμβεί ένα θαύμα βιβλικό σαν αυτό του πολλαπλασιασμού των ψωμιών και των ψαριών, εκείνα τα δυο ψωμιά και τα δυο ψαριά με τα οποία, σύμφωνα πάντα με τις Γραφές, ο Χριστός τάισε με τρόπο απολύτως φυσικό τη μεγάλη μάζα που είχε συγκεντρωθεί για να ακούσει το κήρυγμά του.  

Κι έπειτα υπάρχουν και τα υπόλοιπα, οι μικρές αυτές υπάρξεις που πεθάνανε για να φάω εγώ, για να ζήσω εγώ: γεννήθηκαν ή άνθισαν, μεγάλωσαν λιγουλάκι και οι σύντομες πορείες τους διακόπηκαν -πολύ συχνά υπερβολικά νωρίς, στη βρεφική ηλικία ακόμη, όταν τα ζωντανά ήταν ακόμη μωρά- για χάρη μου, ούτως ώστε εγώ όχι μονάχα να επιζήσω, αλλά και να απολαύσω μια γευστική και υγιεινή διατροφή.

Πόση προσπάθεια και πόσες θυσίες έχουν τοποθετηθεί επάνω σε αυτό το τραπέζι στο οποίο κάθομαι να φάω. Και τώρα, που το έχω σκεφτεί λιγάκι, πόσο σεβασμό μού εμπνέει που το κάνω.

 

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου

 

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Η Μπλάνκα δεν είναι πια εδώ (Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα)


alexandria_publ.gr
 Η Μπλάνκα δεν είναι πια εδώ

Αντόνιο Μουνιόθ  Μολίνα 

Ο Μάριο έμεινε να την κοιτάζει στα μάτια πριν την φιλήσει, ενώ εκείνη ξέσπαγε σε γέλια και του έλεγε να μην την κοιτά έτσι, ότι την φόβιζε η δύναμη των ματιών του, κι αυτό αποτελούσε άλλη μια αδιάσειστη απόδειξη της πλεκτάνης, γιατί η Μπλάνκα, η γυναίκα του, αυτή που είχε αγαπήσει, αυτή που το δίχως άλλο τον είχε αφήσει για κάποιον άλλο, ποτέ της δεν θα δήλωνε εντυπωσιασμένη από τα μάτια του.

Θέλησε να της στήσει παγίδες. Της τηλεφωνούσε από το γραφείο κι ακούγοντας τη φωνή της παρέμενε σιωπηλός, προσπαθώντας να ανακαλύψει κάποια διακύμανση ή προφορά που να μην της ανήκει. Το ραδιόφωνο είχε επιστρέψει στο ράφι της βιβλιοθήκης, στο δωμάτιο που η Μπλάνκα δεν αποκαλούσε πια γραφείο, όμως ο Μάριο θα ορκιζόταν πως ούτε το ραδιόφωνο, παρότι του έμοιαζε αρκετά, δεν ήταν το ίδιο, και ένιωθε απελπισία για την ίδια του την έλλειψη προσοχής αναδρομικά, για τη χαζομάρα ερωτευμένου επαρχιώτη μες στην οποία είχε ζήσει. Όπως και να είχε, η Μπλάνκα ίσα που άκουγε κλασική μουσική τώρα πια, ούτε και κλειδωνόταν ποτέ στο γραφείο.   

Κι εντούτοις, παρά την κατασκοπεία και κάποιες κρίσεις εμμονής, ο Μάριο, δίχως να το πολύ-καταλάβει, είχε αφεθεί στην κακομοιριά του, και τότε ήρθε η νύχτα στην οποία αποδέχθηκε πως η Μπλάνκα δεν θα γυρνούσε πια, και ότι πλέον δεν τον ένοιαζε να ζήσει με εκείνη την άλλη γυναίκα που τόσο πολύ της έμοιαζε. Ήταν ξαπλωμένος στο υπνοδωμάτιο, διαβάζοντας κάτι, ή προσπαθώντας το, γιατί βρισκόταν διαρκώς σε επαγρύπνηση, και τότε άνοιξε η πόρτα και η γυναίκα που έμοιαζε στην Μπλάνκα τον πλησίασε, έκλεισε αργά αφού μπήκε, ξάπλωσε δίπλα του κοιτάζοντάς τον με εκείνα τα μάτια που δεν ήταν της Μπλάνκα, και σε αντίθεση με την Μπλάνκα δεν του ζήτησε να σβήσει το φως. Μπορούσε έτσι να απολαύσει με την ησυχία του όλες τις πτυχές του γυμνού κορμιού της Μπλάνκα, αυτές που γνώριζε απέξω, κι αυτές που τον αφήναν έκθαμβο ή τον αποσυντόνιζαν, αγνοώντας αν ήταν λόγω της άλλης γυναίκας που τις είχε ή λόγω του ότι ποτέ του δεν είχε σταθεί σε αυτές. 

Τότε, γυρνώντας στο πλάι για να την αγκαλιάσει καλύτερα, τόσο κοντά που να αναπνέει την ανάσα της και να βλέπει στα μάτια της το γεμάτο λαχτάρα ανδρικό του πρόσωπο, έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε δυνατά τα βλέφαρα, με τον φόβο του ότι αν τα άνοιγε θα χανόταν ο αντικατοπτρισμός, γιατί τώρα ήταν σίγουρος, με τα μάτια κλειστά, υγρά από δάκρυα, ότι εκείνη η γυναίκα δεν ήταν η Μπλάνκα. Η Μπλάνκα ποτέ της δεν θα ανέπνεε ή αναστέναζε έτσι, η Μπλάνκα, η άλλη, η αληθινή, η σχεδόν αυθεντική, αυτή που πια δεν τον ένοιαζε να έχει χάσει, αυτή που δεν θα αντίκρυζε αν άνοιγε τα μάτια, ποτέ της δεν θα είχε ξεσπάσει σε γέλια μέσα στην αγκαλιά του ούτε θα του είχε ψιθυρίσει στο αυτί τις ανήθικες κι ολόγλυκες κουβέντες που του έλεγε η άγνωστη.

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου