Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Μάριο Βάργκας Γιόσα, Ο Κατώβλεπας


Το δοκίμιο Ο Κατώβλεπας, του Μάριο Βάργκας Γιόσα, ανήκει στη συλλογή Επιστολές σε έναν νεαρό μυθιστοριογράφο (1997) κι αποτελεί μέρος της μελέτης του σπουδαίου περουβιανού συγγραφέα γύρω από τον Φλωμπέρ και το εργο του.



Ο ΚΑΤΩΒΛΕΠΑΣ
Αγαπημένε φίλε,
Η υπερβολική δουλειά των τελευταίων ημερών με εμπόδισε να σου απαντήσω με την απαιτούμενη ταχύτητα, όμως η επιστολή σου με περιτριγυρίζει από τότε που την έλαβα. Όχι μόνο για τον ενθουσιασμό της, που συμμερίζομαι, αφού κι εγώ πιστεύω πως η λογοτεχνία είναι ό,τι το καλύτερο έχει επινοηθεί ως αντίδοτο κόντρα στην κακοδαιμονία, αλλά και διότι το ζήτημα για το οποίο με ρωτάς, «Από πού βγαίνουν οι ιστορίες που διηγούνται τα μυθιστορήματα;», «Πώς έρχονται τα θέματα στον μυθιστοριογράφο;», συνεχίζει να μου κινεί την περιέργεια, έχοντας γράψει έναν σεβαστό αριθμό μυθοπλασιών, έτσι όπως και στο ξεκίνημα της λογοτεχνικής μου διαδρομής.

Έχω μια απάντηση, που θα πρέπει να διευκρινιστεί επαρκώς για να μην καταλήξει να γίνει αληθινή πλάνη. Οι ρίζες κάθε ιστορίας είναι οι εμπειρίες αυτού που τις επινοεί, το βίωμα είναι η πηγή που αρδεύει τη μυθοπλασία. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως ένα μυθιστόρημα είναι πάντα μια μεταμφιεσμένη βιογραφία του συγγραφέα του. Μάλλον πως σε κάθε μυθοπλασία, ακόμη και σε αυτή της πλέον αχαλίνωτης φαντασίας, είναι δυνατό να αναζητήσεις μια άκρη στο νήμα, έναν ενδόμυχο σπόρο άρρηκτα συνδεδεμένο με ένα σύνολο εμπειριών αυτού που την επινόησε. Τολμώ να υποστηρίξω πως δεν υπάρχουν εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα και πως, για αυτόν τον λόγο, η χημικά ανόθευτη επινόηση είναι ανύπαρκτη στο λογοτεχνικό πεδίο. Πως όλες οι μυθοπλασίες είναι αρχιτεκτονικές που οικοδομήθηκαν με τη φαντασία και τη μαστοριά πάνω σε συγκεκριμένα γεγονότα, πρόσωπα, συγκυρίες, που σημάδεψαν τη μνήμη του συγγραφέα κι έθεσαν σε κίνηση τη δημιουργική του φαντασία, η οποία, με αρχή εκείνον τον σπόρο, άρχισε την ανέγερση ενός ολόκληρου κόσμου, τόσο πλούσιου και πολλαπλού που κάποιες φορές αποδεικνύεται σχεδόν αδύνατο (και κάποιες φορές δίχως το σχεδόν) να αναγνωρίσεις σε αυτόν εκείνο το αυτοβιογραφικό υλικό που αποτέλεσε την απαρχή του, και που είναι, με κάποιον τρόπο, το συνδετικό μυστικό κάθε μυθοπλασίας με την μπροστινή της όψη και αντίστροφα: με την αληθινή πραγματικότητα.

Σε μια συνδιάσκεψη νεολαίας προσπάθησα να εξηγήσω τον μηχανισμό αυτό ως ένα αντίστροφο στριπτίζ. Η συγγραφή μυθιστορημάτων θα ισοδυναμούσε με αυτό που κάνει η επαγγελματίας που, μπροστά σε κάποιο κοινό, αφαιρεί τα ρούχα της και δείχνει το γυμνό της κορμί. Ο μυθιστοριογράφος θα εκτελούσε το εγχείρημα από την ανάποδη. Με την επεξεργασία του μυθιστορήματος, θα ξεκινούσε να ντύνεται, μεταμφιέζοντας κάτω από  χοντρά και πολύχρωμα ρούχα -επινοήσεις της φαντασίας του- εκείνη την αρχική γύμνια, αφετηρία της παράστασης. Η διαδικασία αυτή είναι τόσο πολύπλοκη και σχολαστική που, πολλές φορές, ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είναι ικανός να αναγνωρίσει στο τελικό αποτέλεσμα, αυτή την πληθωρική απόδειξη των δυνατοτήτων του να επινοεί πρόσωπα και κόσμους φανταστικούς, εκείνες τις  απόκρυφες εικόνες στη μνήμη του -η ζωή τις επέβαλε- που ενεργοποίησαν τη φαντασία του, αναπτέρωσαν τη θέλησή του και τον προέτρεψαν να στήσει την ιστορία τούτη. 

Όσον αφορά τη θεματολογία, πιστεύω, λοιπόν, πως ο μυθιστοριογράφος τρέφεται από τις σάρκες του, όπως ο κατώβλεπας, εκείνο το μυθικό ζώο που εμφανίζεται στον Άγιο Αντώνιο στο μυθιστόρημα του Φλωμπέρ (Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου) κι αναδημιούργησε ο Μπόρχες στο Βιβλίο των Φανταστικών Όντων. Ο κατώβλεπας είναι ένα αδιανόητο πλάσμα που καταβροχθίζει τον εαυτό του, ξεκινώντας απ’ τα πόδια του. Μέσα από μια ματιά λιγότερο υλιστική, οπωσδήποτε, ο μυθιστοριογράφος επίσης σκαλίζει τις προσωπικές του εμπειρίες, ως άλλο αποκούμπι για τη δημιουργία της ιστορίας του. Κι όχι μονάχα για να αναδημιουργήσει πρόσωπα, επεισόδια ή τόπους  με βάση το υλικό που τον τροφοδοτούν κάποιες αναμνήσεις. Επίσης, γιατί συναντά σε εκείνους τους κάτοικους της μνήμης του το απαραίτητο καύσιμο για την προσπάθεια να στέψει με επιτυχία τη διαδικασία εκείνη, μακρά και δύσκολη, που είναι η επινόηση ενός μυθιστορήματος.

Θα τολμήσω να πάω λίγο πιο μακρυά όσον αφορά τη θεματολογία της μυθοπλασίας. Ο μυθιστοριογράφος δεν επιλέγει τα θέματά του, επιλέγεται από αυτά. Γράφει πάνω σε κάποια θέματα γιατί του συνέβησαν κάποια πράγματα. Στην επιλογή του θέματος, η ελευθερία ενός συγγραφέα είναι σχετική, σχεδόν ανύπαρκτη. Και, σε κάθε περίπτωση, ασύγκριτα λιγότερη από ό,τι αφορά τη λογοτεχνική φόρμα, όπου, μου φαίνεται, η ελευθερία -η ευθύνη- του συγγραφέα είναι ολική. Η εντύπωση μου είναι ότι η ζωή -μεγάλη κουβέντα, το ξέρω- του επιβάλλει τα θέματα διαμέσου κάποιων εμπειριών που αφήνουν ένα σημάδι στο συνειδητό ή υποσυνείδητό του, και που μετά τον κυνηγούν έτσι ώστε να ελευθερωθεί από αυτές στρέφοντάς τες σε ιστορίες. Δεν είναι ιδιαίτερα απαραίτητο να ψάξουμε παραδείγματα του τρόπου που τα θέματα επιβάλλονται στους συγγραφείς διαμέσου των βιωμάτων, καθώς όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν στο εξής: εκείνη η ιστορία, εκείνο το πρόσωπο, εκείνη η κατάσταση, εκείνη η δολοπλοκία με καταδίωξε, με κατέτρυξε, ωσάν μια αξίωση προερχομένη από τα ενδόμυχα της προσωπικότητας μου, κι έπρεπε να την γράψω για να ελευθερωθώ από αυτήν. Οπωσδήποτε, το πρώτο όνομα που έρχεται στο μυαλό οποιουδήποτε είναι αυτό του Προυστ. Πραγματικός συγγραφέας-κατώβλεπας, ψέματα; Ποιος άλλος τράφηκε περισσότερο και με καλύτερα αποτελέσματα από τον εαυτό του, ανασκάβοντας σαν σχολαστικός αρχαιολόγος κάθε κρυφή πτυχή της μνήμης του, από ό,τι ο  νωχελικός δημιουργός του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, μνημειώδης καλλιτεχνική ανασκευή της βιωματικής του περιπλάνησης, της οικογένειάς του, του τόπου του, των φίλων του, σχέσεων, επιθυμιών ομολογημένων και ανομολόγητων, απολαύσεων και ενοχλήσεων, και, την ίδια στιγμή, των μυστηριωδών και διεισδυτικών διαδρομών του ανθρώπινου πνεύματος στη γεμάτη ζήλο προσπάθειά του να συγκεντρώσει, διακρίνει, θάψει και ξεθάψει, συσχετίσει και αποσυσχετίσει, σουλουπώσει ή ξεχαρβαλώσει τις εικόνες που η μνήμη συγκρατεί από τον χρόνο που φεύγει. Οι βιογράφοι (ο Πέιντερ, για παράδειγμα) μπόρεσαν να θεσπίσουν λεπτομερείς απογραφές από βιωματικές καταστάσεις και πραγματικά όντα,  κρυμμένοι πίσω από την πολυτελή επινόηση στη μυθιστορηματική αφήγηση της δυναστείας των Προυστ, διαφωτίζοντάς μας με τρόπο αψεγάδιαστο ως προς τον τρόπο τού πώς αυτό το εξαίσιο λογοτεχνικό δημιούργημα αναγέρθηκε με υλικά από τη ζωή του συγγραφέα του. Όμως αυτό που, πραγματικά, μας δείχνουν αυτές οι επινοήσεις των αυτοβιογραφικών υλικών ξεθαμμένων από τους κριτικούς είναι άλλο πράγμα: τη δημιουργική ικανότητα του Προυστ, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος εκείνη την ενδοσκόπηση, εκείνη την κατάδυση στο παρελθόν του, μεταμόρφωσε τα αρκετά κοινότοπα επεισόδια της ύπαρξής του σε μια θαυμάσια ταπετσαρία, σε εκθαμβωτική αναπαράσταση της ανθρώπινης κατάστασης, υπό το πρίσμα της υποκειμενικότητας της διχασμένης συνείδησης για την παρατήρηση της ίδιας στη διαδρομή της ύπαρξης.

Κάτι το οποίο μας οδηγεί σε μια άλλη διαπίστωση, όχι λιγότερο σημαντική από την προηγούμενη. Ότι, παρόλο που η αρχή της επινόησης του μυθιστοριογράφου είναι τα βιώματα, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι αυτό το τέρμα. Αυτό βρίσκεται σε μια σημαντική απόσταση και κάποιες φορές αστρική από το άλλο, αφού σε αυτή την ενδιάμεση διαδικασία -αδειανή από θέμα μέσα σε ένα σώμα λέξεων και μια αφηγηματική τάξη- το αυτοβιογραφικό υλικό υφίσταται μεταμορφώσεις, εμπλουτίζεται (κάποιες φορές φτωχαίνει), ανακατεμένο με άλλα υλικά της μνήμης ή της επινόησης και χειραγωγημένο και δομημένο -εάν το μυθιστόρημα είναι αληθινή δημιουργία- έως ότου φτάσει την ολική αυτονομία που οφείλει να υποδυθεί μια μυθοπλασία για να ζήσει για λογαριασμό της. (Αυτές που δεν χειραφετούνται από τον συγγραφέα τους κι αξίζουν μόνο ως βιογραφικά ντοκουμέντα, είναι, οπωσδήποτε, αποτυχημένες μυθοπλασίες.) Ο δημιουργικός στόχος αποτελείται από τη μεταμόρφωση εκείνου του υλικού που τροφοδοτεί τον μυθιστοριογράφο η ίδια του η μνήμη σε έναν κόσμο αντικειμενικό, φτιαγμένο από λέξεις, που είναι ένα μυθιστόρημα. Η φόρμα είναι αυτή που θα επιτρέψει να δέσει και να πάρει την τελική της μορφή η μυθοπλασία μέσα σε ένα συγκεκριμένο προϊόν, και, σε αυτό το πεδίο, εάν αυτή η ιδέα της μυθιστορηματικής εργασίας είναι συγκεκριμένη (έχω αμφιβολίες ότι είναι, στο επαναλαμβάνω), ο μυθιστοριογράφος χαίρει πλήρους ελευθερίας κι έτσι είναι υπεύθυνος για το αποτέλεσμα. Αν αυτό που διαβάζεις ανάμεσα στις γραμμές είναι ότι, κατά την κρίση μου, ένας συγγραφέας μυθοπλασιών δεν είναι υπεύθυνος για τη θεματολογία του (αφού η ζωή τού την επιβάλλει) αλλά είναι για το τι κάνει με αυτήν, μετατρέποντάς την σε λογοτεχνία και για αυτό μπορείς να πεις πως αυτός είναι σε τελική ανάλυση ο μοναδικός υπεύθυνος για τις επιτυχίες ή αποτυχίες του -της μετριότητάς του ή της δεινότητάς του- ναι, αυτό ακριβώς είναι που σκέφτομαι.

Γιατί, ανάμεσα στα αμέτρητα γεγονότα που συγκεντρώνονται στη ζωή ενός συγγραφέα, υπάρχουν κάποια που αποδεικνύονται τόσο εξαιρετικά γόνιμα για τη δημιουργική του φαντασία, και πάρα πολλά αντιθέτως  παρελαύνουν στη μνήμη του δίχως να φτάσουν να εκπυρσοκροτήσουν την έμπνευση; Δεν το ξέρω με βεβαιότητα. Ίσα που έχω μια υποψία. Και είναι ότι τα πρόσωπα, ανέκδοτα, καταστάσεις, συγκρούσεις, που επιβάλλονται στον συγγραφέα προτρέποντάς τον να φαντασιωθεί ιστορίες, είναι ακριβώς αυτά που αναφέρονται σε αυτή την ασυμφωνία με την πραγματική ζωή, με τον κόσμο έτσι όπως είναι, που, όπως σου σχολίασα στην προηγούμενη επιστολή μου, θα ήταν και η ρίζα της έφεσης του μυθιστοριογράφου, η απόκρυφη αιτία που ωθεί μια γυναίκα ή έναν άνδρα να προκαλέσουν  τον κόσμο διαμέσου της συμβολικού εγχειρήματος να τον αντικαταστήσουν με μυθοπλασίες.

Ανάμεσα στα αμέτρητα παραδείγματα που θα μπορούσαν να αναφερθούν για να διαφωτίσουν αυτή την ιδέα επιλεγώ αυτό ενός μικρότερου συγγραφέα -μα και πυκνού σε σημείο ακράτειας- του γαλλικού 18ου: Ρεστίφ ντε λα Μπρετόν. Και δεν τον επιλεγώ για το ταλέντο του -δεν είχε και πάρα πολύ- μα για το γραφικό της αντιδραστικότητάς του με τον πραγματικό κόσμο, που επέλεξε για να την εκφράσει αντικαθιστώντας τον στις μυθοπλασίες του με έναν άλλο φτιαγμένο κατ’ εικόνα και ομοίωση αυτού που η δική του ασυμφωνία θα είχε προτιμήσει.
      
Στα αμέτρητα μυθιστορήματα που έγραψε ο Ρεστίφ ντε λα Μπρετόν -το πιο γνωστό είναι η ογκώδης μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του, Ο κύριος Νικολά- η Γαλλία του 18ου, η αγροτική και η αστική, εμφανίζεται τεκμηριωμένη από έναν  λεπτολόγο κοινωνιολόγο, αυστηρό παρατηρητή των ανθρωπίνων τύπων, των ηθών, των καθημερινών συνηθειών, της δουλειάς, των εορτών, των προκαταλήψεων, των αμφιέσεων, των αντιλήψεων, με τέτοιο τρόπο που τα βιβλία του αποτέλεσαν έναν πραγματικό θησαυρό για τους ερευνητές, και τόσο ιστορικοί όσο και ανθρωπολόγοι, εθνολόγοι και κοινωνιολόγοι χρησιμοποίησαν απλόχερα εκείνο το υλικό που συγκεντρώθηκε από τον καταιγιστικό Ρεστίφ από το φυτώριο του καιρού του. Ωστόσο, περνώντας στα μυθιστορήματά του, αυτή η κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα που περιγράφηκε τόσο πλουσιοπάροχα υπέστη μια ριζική μεταμόρφωση και είναι για αυτό που μπορούμε να μιλάμε για αυτήν ως μυθοπλασία. Στην πραγματικότητα, σε αυτόν τον λεπτομερή κόσμο που μοιάζει τόσο σε τόσα πράγματα με τον πραγματικό κόσμο που τον ενέπνευσε, οι άνδρες ερωτεύονται τις γυναίκες, όχι για την ομορφιά των προσώπων τους, τη χαριτωμένη μέση τους, τη λυγεράδα τους, λεπτότητα, πνευματική γοητεία, παρά, πρωτίστως, για την ομορφιά των ποδιών τους ή την κομψότητα στα μποτάκια τους. Ο Ρεστίφ ντε λα Μπρετόν ήταν φετιχιστής, κάτι που τον έκανε, στην πραγματική ζωή, άνδρα μάλλον εκκεντρικό στα μάτια των συγχρόνων του, μια εξαίρεση στον κανόνα, δηλαδή, κατά βάθος, έναν «ασύμφωνο» με την πραγματικότητα. Και η ασυμφωνία αυτή, σίγουρα το πιο ισχυρό κίνητρο στην κλίση του, μας αποκαλύπτεται στις μυθοπλασίες του, σε αυτές που η ζωή εμφανίζεται διορθωμένη, ξανακαμωμένη κατ΄εικόνα και ομοίωση του ίδιου του Ρεστίφ. Σε εκείνον τον κόσμο, όπως συνέβαινε στον ίδιο, το σύνηθες και το κανονικό ήταν ότι το πρωταρχικό γνώρισμα της γυναικείας ομορφιάς, το πιο ζηλευτό αντικείμενο του ανδρικού πόθου -για κάθε άνδρα- να είναι εκείνο το λεπτεπίλεπτο των άκρων και, κατ΄επέκταση, τα περιτυλίγματά τους, οι κάλτσες και τα παπούτσια. Σε λίγους συγγραφείς μπορεί να γίνει τόσο ξεκάθαρα αντιληπτή αυτή η διαδικασία της μετατροπής εκ νέου του κόσμου που επιχειρεί η μυθοπλασία,  αρχής γινομένης της ίδιας της υποκειμενικότητας -επιθυμίες, γούστα, όνειρα, απογοητεύσεις, πίκρες κλπ.- του μυθιστοριογράφου, όσο σε αυτόν τον πολύγραφο Γάλλο.

Αν και με τρόπο λιγότερο ορατό και επιτηδευμένο, σε όλους τους δημιουργούς μυθοπλασιών συμβαίνει κάτι ανάλογο. Υπάρχει κάτι στις ζωές τους παρόμοιο με τον φετιχισμό του Ρεστίφ, που τους κάνει να επιθυμούν διακαώς έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν στον οποίον ζουν -ένας αλτρουιστής ιδανικός για δικαιοσύνη, ένας εγωιστής επίμονος για να ικανοποιήσει τις πιο ειδεχθείς μαζοχιστικές ή σαδιστικές επιθυμίες, ένας ανθρώπινος και λογικός πόθος για να ζήσει την περιπέτεια, ένας αμάραντος έρωτας κλπ.- έναν κόσμο που νιώθουν να ωθούνται να επινοήσουν μέσω της λέξης, και στον οποίον, με γενικά κρυπτογραφημένο τρόπο, μένει η στάμπα της ρήξης τους με την αληθινή πραγματικότητα κι εκείνη η άλλη πραγματικότητα με την οποία η διαστροφή ή η γενναιοδωρία τους θα ήθελαν να αντικαταστήσουν αυτήν που τους έλαχε.   

Πιθανόν, φίλε εκκολαπτόμενε μυθιστοριογράφε, και να είναι αυτή η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσουμε για μια επικίνδυνη έννοια που χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία: την αυθεντικότητα. Τι είναι ένας αυθεντικός συγγραφέας; Το σίγουρο είναι πως η μυθοπλασία είναι, εξ’ ορισμού, μια απατή -μια πραγματικότητα που δεν υπάρχει κι ωστόσο προσποιείται πως υπάρχει- και πως κάθε μυθιστόρημα είναι ένα ψέμα που κάνει να περνιέται για αλήθεια, ένα δημιούργημα του οποίου η ισχύς της πειθούς εξαρτάται αποκλειστικά από την αποτελεσματική ενασχόληση, εκ μέρους του μυθιστοριογράφου, από κάποιες τεχνικές ταχυδακτυλουργού και θαυματοποιού παρόμοιες με αυτές των μάγων στο τσίρκο ή στο θέατρο. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, έχει νόημα να μιλάμε για αυθεντικότητα στο πεδίο του μυθιστορήματος, είδος στο οποίο το πιο αυθεντικό είναι η πλάνη, η γαλιφιά, ο αντικατοπτρισμός; Ναι, το έχει, αλλά κατ’ αυτόν τον τρόπο: ο αυθεντικός μυθιστοριογράφος είναι εκείνος που υπακούει πειθήνια τα κελεύσματα που η ζωή του επιβάλλει, γράφοντας για αυτά τα θέματα και αποφεύγοντας εκείνα που δεν γεννιούνται εσωτερικά από την ίδια του την εμπειρία και φτάνουν στη συνείδησή του έχοντας χαρακτήρα ανάγκης. Σε αυτό συντελείται η αυθεντικότητα ή ειλικρίνεια του μυθιστοριογράφου: στην αποδοχή των ίδιων του των δαιμονίων και την κατά το δυνατόν χρησιμοποίησή τους.

Ο μυθιστοριογράφος που δεν γράφει πάνω σε αυτό που μες στο απόκρυφο προνομιακό του χώρο τον παροτρύνει και απαιτεί, κι επιλεγεί ψυχρά ζητήματα και θέματα με τρόπο ορθολογικό, γιατί σκέφτεται πως με αυτόν τον τρόπο θα φτάσει γρηγορότερα στην επιτυχία, δεν είναι αυθεντικός και το πιο πιθανό είναι πως, για αυτό, και να είναι επίσης και κακός μυθιστοριογράφος (ακόμη κι αν φτάσει στην επιτυχία: οι λίστες των μπεστ-σελερς είναι γεμάτες από πολύ κακούς μυθιστοριογράφους, όπως θα ξέρεις πολύ καλά). Όμως μου φαίνεται δύσκολο να φτάσει κάποιος να γίνει δημιουργός -ένας μεταμορφωτής της πραγματικότητας- αν δεν γράφει με την ενθάρρυνση και την τροφή του ίδιου του του είναι από εκείνα τα φαντάσματα (δαιμόνια) που μας έκαναν, εμάς τους μυθιστοριογράφους, αντιρρησίες απαραίτητους και ανασκευαστές της ζωής στις μυθοπλασίες που επινοούμε. Νιώθω πως αποδεχόμενοι εκείνη την επιβολή -γράφοντας με βάση εκείνο που μας κατατρύχει και εξιτάρει και βρίσκεται στα φυλλοκάρδια μας, αν και συχνά μυστηριωδώς ενσωματωμένο στη ζωή μας- γράφουμε καλύτερα, με περισσότερη πειθώ κι ενέργεια, και είμαστε πιο εξοπλισμένοι για να αναλάβουμε αυτήν τη συναρπαστική εργασία, αλλά κι εξίσου επίπονη, με απογοητεύσεις κι άγχη, που είναι η επεξεργασία ενός μυθιστορήματος.     

Οι συγγραφείς που αποφεύγουν τα δαιμόνια τους και καταπιάνονται με άλλα θέματα, γιατί πιστεύουν πως τα πρώτα δεν είναι αρκετά πρωτότυπα ή ελκυστικά, ενώ τα τελευταία είναι, κάνουν τρομερό σφάλμα. Ένα θέμα από μόνο του ποτέ δεν μπορεί να είναι καλό ή κακό στη λογοτεχνία. Όλα τα θέματα μπορούν να είναι και τα δυο πράγματα, κι αυτό δεν εξαρτάται από το ίδιο το θέμα, αλλά από εκείνο στο οποίο ένα θέμα μετατρέπεται όταν πραγματώνεται μέσα σε ένα μυθιστόρημα διαμέσου της φόρμας, δηλαδή της αφηγηματικής γραφής και δομής. Είναι η φόρμα μες στην οποία ενσαρκώνεται αυτή η οποία κάνει μια ιστορία να είναι πρωτότυπη ή κοινότοπη, βαθιά ή επιφανειακή, πολύπλοκη ή απλοϊκή, αυτή που δίνει πυκνότητα, αμφισημία, αληθοφάνεια στους πρωταγωνιστές  ή τους καταντά καρικατoύρες δίχως ζωή, σαν μαριονέτες στο θέατρο. Αυτός είναι άλλος ένας από τους λίγους κανόνες στον χώρο της λογοτεχνίας που, μου φαίνεται, δεν χωρούν εξαιρέσεις: σε ένα μυθιστόρημα τα θέματα από μόνα τους δεν αποτελούν την παραμικρή προϋπόθεση, αφού θα είναι καλά ή κακά, ελκυστικά ή βαρετά, αποκλειστικά σε συνάρτηση με το τι θα κάνει με αυτά ο μυθιστοριογράφος όταν θα τα μετατρέψει σε μια πραγματικότητα λέξεων οργανωμένων σύμφωνα με κάποια τάξη.

Μου φαίνεται, φίλε, πως μπορούμε να μείνουμε εδώ.
Με αγάπη.


Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου