Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Χούλιο Κορτάσαρ: Η κατάληψη του σπιτιού (La casa tomada, 1951)


adeodo.blogspot.com

Επ’ ευκαιρίας του εορτασμού των εκατό χρόνων από την γέννηση του αργεντινού συγγραφέα Χούλιο Κορτάσαρ, γεννηθείς σαν σήμερα το 1914, σας παραθέτω μεταφρασμένο ένα από τα πιο γνωστά του μικροδιηγήματα την Κατάληψη του σπιτιού (La casa tomada, 1951), μέρος της συλλογής Bestiario. Σε αυτό, γίνονται αισθητά ορισμένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της γραφής του όπως το μυστήριο, οι σαφείς ιδεολογικές του καταβολές, η κριτική στην (μεγάλο)αστική τάξη, το αγαπημένο του Μπουένος Άιρες. Ελπίζω να το απολαύσετε, καλή ανάγνωση!



Το σπίτι μας άρεσε, γιατί εκτός από ευρύχωρο και παλαιό, σήμερα που τα παλιά σπίτια υποκύπτουν στην πιο επικερδή εκποίηση των υλικών τους, διατηρούσε ζωντανές τις αναμνήσεις των προπάππων, του παππού, από τη μεριά του πατέρα, των γονιών και όλης της παιδικής μας ηλικίας.

oscuridadoculta.blogspot.com


Η Ιρένε κι εγώ συνηθίσαμε να μένουμε μόνοι σε αυτό, πράγμα το οποίο ήταν μια τρέλα, μιας και στο σπίτι εκείνο μπορούσαν να ζουν άνετα οκτώ άτομα. Σηκωνόμασταν στις επτά, το καθαρίζαμε και κατά τις έντεκα πήγαινα στην κουζίνα, αφήνοντας την Ιρένε να κάνει ένα πέρασμα τα τελευταία δωμάτια. Γευματίζαμε στις δώδεκα, πάντα με ακρίβεια. Μετά από αυτό δεν υπήρχε κάτι άλλο για να γίνει, πέρα από κάτι βρώμικα πιάτα. Μας φαινόταν ευχάριστο να γευματίζουμε ενώ σκεφτόμασταν το μεγάλο και σιωπηλό σπίτι το οποίο μας αρκούσε να διατηρούμε καθαρό. Μερικές φορές φτάναμε να πιστέψουμε πως λόγω εκείνου δεν είχαμε παντρευτεί. Η Ιρένε απέρριψε δυο μνηστήρες χωρίς προφανή λόγο κι εμένα μου πέθανε η Μαρία Εστέρ πριν προλάβουμε να αρραβωνιαστούμε. Μπαίναμε στα σαράντα μας με την ανείπωτη ιδέα ότι ο αδελφικός μας γάμος, απλός και ήσυχος, ήταν μια γενεαλογική συνθήκη απαραίτητη κι απαράλλαχτη από τα χρόνια των προπάππων μας σε αυτό το σπίτι. Εκεί θα πεθαίναμε μια μέρα, με το σπίτι να περνά στα χέρια άσχετων και αναίσθητων ξαδέλφων που θα το γκρέμιζαν για να πλουτίσουν από το οικόπεδο και τα τούβλα. Ή καλύτερα, εμείς οι ίδιοι θα το φέρναμε τούμπα, δικαιωματικά, πριν να είναι πολύ αργά.

charolaisart.blogspot.com

Η Ιρένε ήταν μια κοπέλα γεννημένη να μην ενοχλεί κανέναν. Πέρα από τις πρωινές της ασχολίες, περνούσε το υπόλοιπο της μέρας πλέκοντας στον καναπέ του υπνοδωματίου της. Δεν γνωρίζω γιατί έπλεκε τόσο, εγώ πιστεύω ότι οι γυναίκες πλέκουν όταν έχουν βρει σε αυτή την εργασία μια σπουδαία δικαιολογία για να μην κάνουν τίποτα. Η Ιρένε δεν ήταν έτσι, πάντα έπλεκε πράγματα που χρησίμευαν, πουλόβερ για το χειμώνα, κάλτσες για μένα, καζάκες και γιλέκα για την ίδια. Κάποιες φορές έπλεκε ένα γιλέκο και το ξέπλεκε στη στιγμή επειδή κάτι δεν την ευχαριστούσε. Ήταν κάπως κωμικό να βλέπεις αυτό τον σωρό από μαλλί να αντιστέκεται στο να χάσει την φόρμα του για μερικές ώρες. Τα Σάββατα  πήγαινα εγώ στο κέντρο να της αγοράσω μαλλί, καθώς η Ιρένε εμπιστευόταν το γούστο μου, έβρισκε ικανοποιητικά τα χρώματα κι έτσι δεν χρειάστηκε να επιστρέψω ποτέ κουβάρια. Εκμεταλλευόμουν εκείνες τις βόλτες για να περάσω από τα βιβλιοπωλεία και να ρωτήσω για νέες κυκλοφορίες γαλλικής λογοτεχνίας. Από το 1939 είχε να έρθει κάτι αξιόλογο στην Αργεντινή.



Όμως, είναι το σπίτι αυτό για το οποίο θέλω να μιλήσω, για το σπίτι και την Ιρένε, γιατί εγώ δεν έχω σημασία. Αναρωτιέμαι τι θα έκανε η Ιρένε χωρίς το πλέξιμο. Κάποιος μπορεί να ξαναδιαβάσει ένα βιβλίο, αλλά όταν ένα πουλόβερ τελειώσει είναι σκάνδαλο να το επαναλάβεις. Μια μέρα βρήκα το κάτω συρτάρι της σιφονιέρας γεμάτο φουλάρια λευκά, πράσινα, λιλά. Ήταν στη ναφθαλίνη, στοιβαγμένα όπως στα είδη ραπτικής. Δεν θεώρησα σκόπιμο να ρωτήσω την Ιρένε τι σκόπευε να κάνει με αυτά. Δεν χρειαζόταν να δουλεύουμε για τα προς το ζην, κάθε μήνα ερχόταν παραδάκι από τα αγροκτήματα και η τσέπη μας φούσκωνε. Όμως την Ιρένε την διασκέδαζε μόνο το πλέξιμο, επεδείκνυε μια μοναδική δεξιοτεχνία κι εμένα οι ώρες μου περνούσαν βλέποντας τα χέρια της σαν άλλους ασημόχρωμους σκαντζόχοιρους, με τις βελόνες να πηγαινοέρχονται και ένα δυο καλαθάκια στο πάτωμα, όπου χοροπηδούσαν ανήσυχα τα κουβάρια. Ήταν υπέροχο.

www.cafeteradeletras.com


Πώς να μην θυμάμαι την διαρρύθμιση του σπιτιού. Η τραπεζαρία, ένα σαλόνι με ταπετσαρία Γκομπλέν, η βιβλιοθήκη και τρία υπνοδωμάτια μεγάλα βρίσκονταν στην πιο απόμακρη πλευρά του, προς την Ροντρίγκες Πένια. Μονάχα ένας διάδρομος με τη δρύινη, στιβαρή του πόρτα χώριζε εκείνη την πλευρά από την μπροστινή πτέρυγα, όπου υπήρχε ένα μπάνιο, η κουζίνα, τα υπνοδωμάτια μας και η κυρίως σάλα, με την οποία επικοινωνούσαν τα υπνοδωμάτια και ο διάδρομος. Στην είσοδο του σπιτιού υπήρχε ένα χολ με διακοσμητικά πλακάκια στον τοίχο και μια μεσόπορτα οδηγούσε στο σαλόνι. Έτσι, όταν κάποιος έμπαινε από το χολ, άνοιγε την πόρτα και βρισκόταν στο σαλόνι, έχοντας στα πλάγια τα δυο υπνοδωμάτια και απέναντι τον διάδρομο που οδηγούσε στην πιο απόμακρη πλευρά του σπιτιού. Προχωρώντας στον διάδρομο άνοιγε τη δρύινη πόρτα και πιο κεί άρχιζε η άλλη πλευρά του σπιτιού. Αν ήθελε, μπορούσε να στρίψει αριστερά ακριβώς πριν την πόρτα και να ακολουθήσει ένα διάδρομο πιο στενό που οδηγούσε στην κουζίνα και το μπάνιο. Όταν η πόρτα ήταν ανοικτή, καταλάβαινες ότι το σπίτι ήταν πολύ μεγάλο, εάν όχι, έδινε την εντύπωση ενός διαμερίσματος από αυτά που κατασκευάζουν τώρα, τέτοια που ίσα-ίσα μπορείς να κινηθείς... Η Ιρένε κι εγώ ζούσαμε πάντα σε αυτή την πλευρά του σπιτιού, σχεδόν ποτέ δεν πηγαίναμε πέρα από την δρύινη πόρτα, παρά μόνο για να καθαρίσουμε. Είναι απίστευτο το πόση σκόνη μαζεύεται στα έπιπλα. Το Μπουένος Άιρες είναι μια πόλη μάλλον καθαρή, όμως αυτό οφείλεται στους κατοίκους του και όχι σε κάτι άλλο. Έχει πάρα πολύ χώμα στην ατμόσφαιρα και μόλις φυσήξει μια ριπή ανέμου η σκόνη γίνεται αισθητή στα μαρμάρινα τραπέζια και στα ανοίγματα των καλυμμάτων από μακραμέ. Δεν είναι εύκολο να τη βγάλεις εντελώς με το φτερό ξεσκονίσματος, πετάει και διασκορπίζεται στον αέρα και στη στιγμή ξανακάθεται στα έπιπλα και στα πιάνα.

www.taringa.net

Το θυμάμαι πάντοτε με σαφήνεια γιατί συνέβη απλά και απέριττα… Η Ιρένε έπλεκε στο υπνοδωμάτιο της, ήταν οκτώ το βράδυ και ξαφνικά μου ήρθε να φτιάξω μάτε. Προχώρησα στον διάδρομο μέχρι που συνάντησα τη δρύινη πόρτα μισόκλειστη και στρίβοντας στη γωνία που οδηγούσε στην κουζίνα, άκουσα κάτι στην τραπεζαρία ή στη βιβλιοθήκη. Ο θόρυβος ήταν ακαθόριστος και υπόκωφος, κάτι σαν αναποδογύρισμα καρέκλας πάνω στο χαλί ή σαν ένα πνιχτό μουρμουρητό συζήτησης. Επίσης το άκουσα, ταυτόχρονα ή ένα δευτερόλεπτο μετά, στο βάθος του διαδρόμου που ερχόταν προς την πόρτα. Ρίχτηκα πίσω από την πόρτα πριν να είναι πολύ αργά, την έκλεισα με δύναμη στηρίζοντας την με το σώμα. Ευτυχώς το κλειδί ήταν από τη δική μας πλευρά κι έκλεισα και τον σύρτη για μεγαλύτερη σιγουριά.


Πήγα στην κουζίνα, ζέστανα το σκεύος για το ρόφημα κι όταν επέστρεψα με τον δίσκο του μάτε στα χέρια, είπα στην Ιρένε:

-Χρειάστηκε να κλείσω την πόρτα. Έχουν καταλάβει το μέρος στο βάθος.

Άφησε να πέσει το πλεκτό και με κοίταξε με τα σοβαρά της μάτια κουρασμένα.
-Είσαι σίγουρος;

Έγνεψα πως ναι.

-Οπότε, είπε μαζεύοντας τις βελόνες, πρέπει να μείνουμε σε αυτή την πλευρά.

Έπινα το μάτε με πολλή προσοχή αλλά εκείνη άργησε λιγάκι να ξαναρχίσει την ασχολία της. Θυμάμαι ότι έπλεκε ένα γιλέκο γκρι, μου άρεσε εκείνο το γιλέκο.

Τις πρώτες μέρες δυσκολευτήκαμε κάπως, καθώς και οι δύο είχαμε αφήσει στην κατειλημμένη πλευρά πράγματα που αγαπούσαμε. Για παράδειγμα, τα βιβλία μου της γαλλικής λογοτεχνίας ήταν όλα στην βιβλιοθήκη. Στην Ιρένε έλειπαν κάποια καλύμματα κι ένα ζευγάρι παντόφλες που τόσο την ζέσταιναν τον χειμώνα. Εγώ ήθελα την πίπα μου, μια πίπα από αγριοκυπαρισσιά και η Ιρένε ένα μπουκάλι λικέρ Εσπεριδίνα πολλών ετών. Συχνά (όμως αυτό συνέβη μόνο τις πρώτες μέρες) κλείναμε κάποιο συρτάρι της σιφονιέρας και κοιταζόμασταν με θλίψη.
-Δεν είναι εδώ.
Κι επρόκειτο για ακόμη ένα πράγμα από όλα όσα είχαμε χάσει στην άλλη πλευρά του σπιτιού.

Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν και πλεονεκτήματα. Η καθαριότητα απλοποιήθηκε τόσο που ακόμη κι αν σηκωνόμασταν πολύ αργά, για παράδειγμα στις εννιάμιση, ήμασταν με τα χέρια σταυρωμένα πριν καλά-καλά πάει έντεκα. Η Ιρένε συνήθισε να έρχεται μαζί μου στην κουζίνα για να ετοιμάσει το γεύμα. Το σκεφτήκαμε καλά και αποφασίστηκε αυτό: ενόσω εγώ ετοίμαζα το γεύμα, η Ιρένε θα ετοίμαζε το δείπνο που θα τρώγαμε κρύο το βράδυ. Μας ικανοποίησε αυτό, γιατί πάντα αποδεικνυόταν δυσάρεστο το να πρέπει να εγκαταλείψουμε τα υπνοδωμάτια το απόβραδο και να πιάσουμε το μαγείρεμα. Τώρα αρκούμασταν στο τραπέζι στο υπνοδωμάτιο της Ιρένε και τα κρύα πιάτα.

Η Ιρένε ήταν ευχαριστημένη, γιατί της έμενε περισσότερος χρόνος για πλέξιμο. Εγώ ένιωθα λιγάκι χαμένος, λόγω των βιβλίων, αλλά για να μην κακοκαρδίσω την αδελφή μου, βάλθηκα να εξερευνήσω τη συλλογή γραμματοσήμων του μπαμπά και αυτό για να σκοτώσω τον χρόνο μου. Διασκεδάζαμε πολύ, ο καθένας με τα δικά του, σχεδόν πάντα μαζευόμασταν στο υπνοδωμάτιο της Ιρένε, που ήταν πιο άνετο. Κάποιες φορές η Ιρένε έλεγε:

-Για δες καλά αυτό που μου βγήκε. Δεν μοιάζει με τριφύλλι;

Μια στιγμή μετά ήμουν εγώ που της έφερνα εγώ μπροστά στα μάτια ένα χάρτινο τετραγωνάκι για να δει την αξία ενός γραμματοσήμου του καντονιού Έουπεν-Μαλμέντυ. Ήμασταν καλά και σιγά-σιγά αρχίσαμε να μην σκεφτόμαστε. Μπορείς να ζήσεις χωρίς να σκέφτεσαι.

(Όταν η Ιρένε παραμιλούσε στον ύπνο της, ξυπνούσα αμέσως. Ποτέ δεν κατάφερα να συνηθίσω αυτή τη φωνή αγάλματος ή παπαγάλου, φωνή που βγαίνει από τα όνειρα και όχι από το λαρύγγι. Η Ιρένε έλεγε ότι ο δικός μου ύπνος ήταν γεμάτος βίαια ταρακουνήματα, που κάποιες φορές έριχναν μέχρι και την κουβέρτα. Τα υπνοδωμάτια μας είχαν στη μέση το σαλόνι, αλλά τη νύχτα ακουγόταν το καθετί μέσα στο σπίτι. Ακούγαμε την αναπνοή του άλλου, τον βήχα του, διαισθανόμασταν την κίνησή του προς το κλειδί του κομοδίνου, τις συχνές και αμοιβαίες αϋπνίες.

rcasatomada.blogspot.com

Πέρα από αυτό το σπίτι ήταν βουβό. Κατά τη διάρκεια της ημέρας ακούγονταν οι θόρυβοι των οικιακών, ο μεταλλικός ήχος από τις βελόνες, το θρόισμα από το ξεφύλλισμα του φιλοτελικού άλμπουμ. Η δρύινη πόρτα, μάλλον το έχω πει, ήταν στιβαρή. Στην κουζίνα και το μπάνιο, που συνόρευαν με την κατειλημμένη πλευρά, προσπαθούσαμε να μιλάμε πιο δυνατά ή η Ιρένε τραγουδούσε παραδοσιακά τραγούδια. Σε μια κουζίνα έχει πάρα πολύ θόρυβο, από τα σκεύη και τα γυαλικά, για να μπορέσουν άλλοι ήχοι να εισβάλλουν σε αυτήν. Μονάχα λίγες φορές επιτρέπαμε εκεί την σιωπή, όμως όταν επιστρέφαμε στα υπνοδωμάτια και το σαλόνι, τότε το σπίτι επέστρεφε στη σιωπή και το ημίφως, μέχρι που πατούσαμε πιο σιγά για να μην ενοχλούμαστε. Εγώ πιστεύω ότι ήταν γι’ αυτό που, κατά την διάρκεια της νύχτας κι όταν η Ιρένε άρχιζε να παραμιλάει στον ύπνο της, ξυπνούσα αμέσως.

Ήταν σχεδόν το ίδιο, εξαιρουμένων των συνεπειών. Τα βράδια με πιάνει δίψα και πριν ξαπλώσουμε είπα στην Ιρένε ότι θα πήγαινα μέχρι την κουζίνα να βάλω ένα ποτήρι νερό. Από την πόρτα του υπνοδωματίου (εκείνη έπλεκε) άκουσα θόρυβο στην κουζίνα, ίσως στην κουζίνα, ίσως στο μπάνιο, επειδή η γωνία του διαδρόμου έκοβε τον ήχο. Της Ιρένε της κίνησε την προσοχή ο απότομος τρόπος που κοντοστάθηκα και ήρθε στο πλάι μου χωρίς να πει λέξη. Μείναμε να ακούμε τους θορύβους, παρατηρώντας ότι σαφώς προέρχονταν από την δική μας πλευρά της δρύινης πόρτας, στην κουζίνα και το μπάνιο ή στον διάδρομο, στη γωνία, σχεδόν στη δική μας πλευρά.

Ούτε καν κοιταχτήκαμε. Άρπαξα το μπράτσο της Ιρένε κάνοντας την να τρέξει μαζί μου ως τη μεσόπορτα, χωρίς να κοιτάξουμε πίσω. Οι ήχοι ακούγονταν πιο δυνατά, όμως πάντα υπόκωφοι, στην πλάτη μας. Έκλεισα με μιας την μεσόπορτα και μείναμε στο χολ. Τώρα, δεν ακουγόταν τίποτα.

-Κατέλαβαν κι αυτήν την πλευρά, είπε η Ιρένε. Το πλεκτό της κρεμόταν από τα χέρια και οι κλωστές έφταναν ως την μεσόπορτα και χάνονταν από κάτω. Όταν είδε ότι τα κουβάρια είχαν μείνει στην άλλη πλευρά, πέταξε το πλεκτό χωρίς να το κοιτάξει.

-Είχες χρόνο να φέρεις τίποτα; την ρώτησα άσκοπα.

-Όχι, τίποτα.

Είχαμε μείνει με ό,τι είχαμε πάνω μας. Θυμήθηκα τις δεκαπέντε χιλιάδες πέσος στο ντουλάπι του υπνοδωματίου μου. Ήταν πια αργά.

Μιας και μου είχε μείνει το ρολόι μου, είδα ότι είχε πάει έντεκα το βράδυ. Πέρασα το χέρι μου στη μέση της Ιρένε (νομίζω ότι έκλαιγε) και βγήκαμε έτσι στον δρόμο. Πριν απομακρυνθούμε ένιωσα μια πίκρα, έκλεισα καλά την πόρτα και πέταξα το κλειδί στον υπόνομο. Μην τύχει κι έρθει σε κανέναν φτωχοδιάβολο να κλέψει και μπει στο σπίτι, τέτοιες ώρες και με το σπίτι κατειλημμένο.


Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου