Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Χούλιο Κορτάσαρ: Η νύχτα τ’ ανάσκελα



Σαν σήμερα, το 1914, γεννήθηκε ο Χούλιο Κορτάσαρ. Το διήγημα La noche boca arriba”, που αποτελεί μέρος της συλλογής “Final del juego” (1956), είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα του αργεντίνου συγγραφέα. Ευχαριστώ την Ειρήνη Χατζηκουμή για την πολύτιμη συμβολή της στην απόδοση του έργου στα ελληνικά.



Η νύχτα τ’ ανάσκελα

Στα μισά του μακρόστενου χολ του ξενοδοχείου σκέφτηκε πως μάλλον ήταν αργά και βιάστηκε να βγει στον δρόμο και να πάρει τη μοτοσικλέτα απ’ τη γωνιά που ο θυρωρός της διπλανής πολυκατοικίας τού επέτρεπε ν’ αφήνει. Στο κοσμηματοπωλείο στη γωνία είδε πως ήταν εννέα παρά δέκα, θα έφτανε πριν της ώρας του εκεί όπου πήγαινε. Ο ήλιος γλιστρούσε ανάμεσα στα ψηλά κτίρια του κέντρου, κι εκείνος –γιατί για τον εαυτό του, για να συνεχίζει με σκέψεις, δεν είχε όνομα- καβάλησε τη μηχανή απολαμβάνοντας τη βόλτα. Η μηχανή γουργούριζε ανάμεσα στα πόδια του, κι ένας αέρας δροσερός του έδερνε το παντελόνι.

Άφησε πίσω του τα υπουργεία (το ροζ, το λευκό) και τη σειρά των καταστημάτων με τις φανταχτερές βιτρίνες της οδού Σεντράλ. Τώρα έμπαινε στο πιο ευχάριστο κομμάτι της διαδρομής, την αληθινή βόλτα: έναν δρόμο μακρύ, περιστοιχισμένο με δέντρα, με λίγη κίνηση κι ευρύχωρες βίλες που επέτρεπαν στους κήπους να έρχονται ίσαμε το πεζοδρόμιο, με τους χαμηλούς φράχτες να τις οριοθετούν σκάρτα. Ίσως λιγάκι αφηρημένος, τρέχοντας ωστόσο από δεξιά ως άρμοζε, αφέθηκε να τον πηγαίνει η ευθεία, η ελαφρά ένταση της μέρας που μόλις ξεκινούσε. Πιθανώς η ακούσια χαλάρωσή του τον εμπόδισε να προβλέψει το ατύχημα. Όταν είδε πως η σταματημένη στη γωνία γυναίκα ρίχτηκε στον δρόμο παρά το πράσινο φανάρι, ήταν πλέον αργά για εύκολες λύσεις. Πάτησε φρένο με το πόδι και το χέρι, αποκλίνοντας προς τα αριστερά, άκουσε τη φωνή της γυναίκας, και με τη σύγκρουση έχασε την ορατότητα. Ήταν σαν να κοιμήθηκε άξαφνα. 
      
Επέστρεψε απότομα απ’ τη λιγοθυμιά. Τέσσερις πέντε νεαροί τον έβγαζαν κάτω απ’ τη μηχανή. Στο στόμα αλμύρα κι αίμα, τον πονούσε το γόνατο, κι όταν τον σήκωσαν φώναξε, γιατί δεν βάσταγε ν’ αντέξει την πίεση στο δεξί του χέρι. Φωνές που έμοιαζαν να μην ανήκουν στα πρόσωπα που είχαν κρεμαστεί από πάνω του, τον ενθάρρυναν με αστειάκια κι υποσχέσεις. Η μοναδική του ανακούφιση ήρθε στο άκουσμα πως είχε προτεραιότητα περνώντας τη διασταύρωση. Ρώτησε για τη γυναίκα, προσπαθώντας να δαμάσει τη ναυτία που του μπούκωνε τον λαιμό. Ενώ τον μετέφεραν ανάσκελα σε κοντινό φαρμακείο, έμαθε πως η υπαίτιος του ατυχήματος δεν είχε παρά γρατσουνιές στα πόδια. «Εσείς ίσα που την βρήκατε, αλλά το χτύπημα σάς έκανε να πέσετε με τη μηχανή στα πλάγια…» Γνώμες, εξιστορήσεις, αργά, βάλτε τον με την πλάτη, έτσι μπράβο, και κάποιος με ρόμπα να του δίνει να πιει μια γουλιά από κάτι που τον ανακούφισε μες στο ημίφως του μικρού συνοικιακού φαρμακείου. 

Το ασθενοφόρο της αστυνομίας έφτασε στα πέντε λεπτά, και τον ανέβασαν σ’ ένα μαλακό φορείο, όπου κατάφερε κι απλώθηκε άνετα. Πλήρης αισθήσεων, γνωρίζοντας όμως ότι ήταν υπό την επήρεια ενός φοβερού σοκ, έδωσε τα στοιχεία του στον αστυνομικό που τον συνόδευε. Το χέρι ίσα που τον πονούσε, κι από ένα κόψιμο στο φρύδι έσταζε αίμα σε όλο του το πρόσωπο. Μια δυο φορές έγλυψε τα χείλη και το ’πιε. Ένιωθε καλά, ήταν ατύχημα, η κακιά η ώρα, μια δυο βδομάδες ακινησία και τέλος. Ο αστυφύλακας του είπε πως η μηχανή έδειχνε σε καλή κατάσταση. «Φυσικά», είπε αυτός. «Αφού την έφαγα όλη πάνω μου…» Γέλασαν κι οι δύο, κι ο αστυφύλακας τού ’δωσε το χέρι σαν έφτασαν στο νοσοκομείο και του ευχήθηκε καλή τύχη. Η ναυτία πια επέστρεφε σιγά-σιγά. Την ώρα που τον μετέφεραν σ’ ένα τροχήλατο φορείο ως την πτέρυγα στο βάθος, περνώντας κάτω από δέντρα γεμάτα πουλιά, έκλεισε τα μάτια κι ήθελε να ’τανε κοιμισμένος ή αναισθητοποιημένος. Όμως τον είχαν για πολλή ώρα σ’ ένα δωμάτιο με μυρωδιά νοσοκομείου, να συμπληρώνουν μια καρτέλα, βγάζοντάς του τα ρούχα και φορώντας του μια πουκαμίσα γκριζωπή και τραχιά. Του μετακινούσαν προσεκτικά το χέρι, να μην τον πονέσουν. Οι νοσοκόμες αστειεύονταν όλη την ώρα, κι αν δεν ήταν οι συσπάσεις στο στομάχι, θα αισθανόταν πολύ καλά, σχεδόν ευχάριστα.   
          
Τον πήγανε στον ακτινολογικό θάλαμο, και είκοσι λεπτά αργότερα, με την πλάκα ακόμη υγρή πάνω στο στήθος, σαν άλλη μαύρη ταφόπλακα, πέρασε στην αίθουσα χειρουργείου. Κάποιος στα λευκά, ψηλόλιγνος, τον πλησίασε κι έπιασε να κοιτά την ακτινογραφία. Γυναικεία χέρια του βόλεψαν το κεφάλι, ένιωσε να τον μεταφέρουν από το ένα φορείο στο άλλο. Ο άνδρας με τα λευκά τον πλησίασε ξανά, χαμογελώντας, με κάτι να του αστράφτει στο δεξί του χέρι. Του χτύπησε ελαφρά το μάγουλο κι έκανε νόημα σε κάποιον από πίσω. 
Σαν όνειρο ήταν περίεργο γιατί ήταν γεμάτο μυρωδιές, κι αυτός ποτέ δεν ονειρευόταν μυρωδιές. Πρώτα μια οσμή βάλτου, μιας και στ’ αριστερά απ’ το μονοπάτι αρχινούσαν τα έλη, το τέλμα απ’ όπου δεν επέστρεφε κανένας. Όμως η οσμή κόπηκε, και στη θέση της ήρθε ένα σύνθετο και σκοτεινό άρωμα, όπως η νύχτα μες στην οποία άλλαζε θέσεις ξεφεύγοντας απ’ τους Αζτέκας. Κι όλα ήταν τόσο φυσικά, έπρεπε να ξεφύγει απ’ τους Αζτέκας που έβγαιναν γι ανθρωποκυνηγητό, κι η μοναδική του πιθανότητα ήταν να κρυφτεί στα βάθη της ζούγκλας, προσέχοντας να μην απομακρυνθεί απ’ το στενό μονοπάτι που μόνο εκείνοι, οι Μοτέκας[1], γνώριζαν.

Αυτό που τον βασάνιζε περισσότερο ήταν η μυρωδιά, ωσάν ακόμη και στην πλήρη αποδοχή του ονείρου να έκανε την εμφάνισή του κάτι αντίθετο σε αυτό το μη σύνηθες, και που μέχρι τότε δεν είχε συμμετάσχει σ’ αυτό το παιχνίδι. «Μυρίζει πόλεμο», σκέφτηκε, αγγίζοντας ενστικτωδώς το πέτρινο στιλέτο που ’χε περασμένο στο ζωνάρι από πλεχτό μαλλί. Ένας ήχος αναπάντεχος τον έκανε να σκύψει και να μείνει ακίνητος, τρέμοντας. Το ότι φοβόταν δεν ήταν περίεργο, στα όνειρά του ο φόβος περίσσευε. Περίμενε, καλυμμένος απ’ τα κλαδιά ενός θάμνου και την άναστρη νύχτα. Πολύ μακριά, μάλλον στην άλλη πλευρά της μεγάλης λίμνης, πρέπει να έκαιγαν φωτιές καταυλισμού· μια κοκκινωπή λάμψη χρωμάτιζε εκείνη τη μεριά του ουρανού. Ο ήχος δεν ξανακούστηκε. Ήταν σαν να έσπαγε ένα κλαδί. Ίσως κάποιο ζώο που δραπέτευε όπως κι εκείνος απ’ τη μυρωδιά του πόλεμου.  Ανασηκώθηκε αργά, οσμίστηκε τον αέρα. Δεν ακουγόταν τίποτα, αλλά ο φόβος εκεί, όπως κι η μυρωδιά, εκείνο το λιγωτικό θυμίαμα του πολέμου των ανθέων[2]. Έπρεπε να συνεχίσει, να φτάσει στην καρδιά της ζούγκλας αποφεύγοντας τους βαλτούς.  Ψηλαφητά, σκύβοντας κάθε τόσο στο έδαφος για ν’ αγγίξει  το πιο ανθεκτικό του κομμάτι, έκανε μερικά βήματα. Θα ’θελε να το βάλει στα πόδια, όμως το τέλμα σάλευε στο πλάι του. Στο μονοπάτι μες στα σκοτάδια, αναζήτησε προσανατολισμό. Τότε ένιωσε μια ριπή απ’ την οσμή που φοβόταν περισσότερο, κι αναπήδησε απελπισμένος προς τα μπρος. 

-Θα πέσει απ’ το κρεβάτι –είπε ο διπλανός ασθενής-. Μην χοροπηδάς τόσο, φιλαράκο.  

Άνοιξε τα μάτια κι ήταν απόγευμα, με τον ήλιο πια χαμηλά στα μεγάλα παράθυρα του μακρόστενου θαλάμου. Ενώ προσπαθούσε να χαμογελάσει στον γείτονα, αποκολλήθηκε ψυχή τε και σώματι σχεδόν από την τελευταία εικόνα του εφιάλτη. Το χέρι του, στο γύψο, κρεμόταν από ένα μηχάνημα με βαρίδια και τροχαλίες. Ένιωσε δίψα, λες κι είχε τρέξει χιλιόμετρα, αλλά δεν ήθελαν να του δώσουν πολύ νερό, ίσα να βρέξει τα χείλια και μια γουλίτσα. Ο πυρετός τον κατέβαλλε με αργό ρυθμό και θα μπορούσε να ’χει κοιμηθεί ξανά, όμως γευόταν την ηδονή τού να μένει ξύπνιος, τα μάτια μισόκλειστα, ακούγοντας τις κουβέντες μεταξύ των άλλων αρρώστων, απαντώντας πού και πού σε καμιά ερώτηση. Είδε να φτάνει ένα λευκό καρότσι που το ’βαλαν στο πλάι του κρεβατιού του, μια νοσοκόμα ξανθιά του ’νιψε με οινόπνευμα το μπροστινό μέρος του μηρού και του ’μπηξε μια χοντρή βελόνα που ήταν συνδεδεμένη με σωληνάκι που ανέβαινε ως μια φιάλη με διάφανο υγρό. Κάποιος γιατρός νεαρός ήρθε μ’ ένα αντικείμενο από μέταλλο και δέρμα, που του το ’σφιξε στο καλό του χέρι για να ελέγξει κάτι. Η νύχτα έπεφτε, κι ο πυρετός τον έσερνε απαλά σε μια κατάσταση όπου τα πράγματα γίνονταν ανάγλυφα σαν από κιάλια θεάτρου, ήταν αληθινά και γλυκά και ταυτόχρονα ελαφρώς απωθητικά. Σαν να βλέπεις μια βαρετή ταινία και να σκέφτεσαι πως απ’ την άλλη έξω θα ’ναι χειροτέρα, και να μένεις. 

Ήρθε ένα μπολ με ένα υπέροχο χρυσαφένιο ζουμί που μύριζε πράσο, σέλινο, μαϊντανό. Λίγο ψωμάκι, πολυτιμότερο κι από ολάκερο συμπόσιο, που ’γινε κομματάκια λίγο-λίγο. Το χέρι δεν τον πονούσε καθόλου, κι η μοναδική παραφωνία ήταν πού και πού μια καυτή και κοφτή σουβλιά στο φρύδι που του είχαν κάνει τα ράμματα. Όταν τα παράθυρα απέναντι το γύρισαν σε μιαν απόχρωση σκούρου μπλε, σκέφτηκε πως δεν θα δυσκολευόταν να τον πάρει ο ύπνος. Ήταν κάπως άβολα, έτσι με την πλάτη, όμως με το που πέρασε τη γλώσσα απ’ τα ζεστά και ξεραμένα χείλη, ένιωσε τη γεύση του ζωμού, κι αναστέναξε ευτυχισμένος, εγκαταλείποντας.

Στην αρχή ήταν μια σύγχυση, να έλκονται προς το μέρος του όλες του οι αισθήσεις, προς στιγμήν αποκαμωμένες και συγκεχυμένες. Αντιλαμβανόταν πως έτρεχε μέσα σε βαθύ σκοτάδι, αν και ψηλά ο ουρανός που σκίζανε οι κορφές των δέντρων ήταν λιγότερο μαύρος απ’ τον υπόλοιπο. «Το μονοπάτι», σκέφτηκε. «Βγήκα απ’ το μονοπάτι». Τα πόδια του βουλιάζανε μέσα σε μαξιλάρι από φύλλα και λάσπη, και δεν μπορούσε πια να κάνει ούτε ένα βήμα δίχως να του λαβώσουν το κορμί τα κλαδιά απ’ τα χαμόδεντρα. Λαχανιασμένος, γνωρίζοντας πως ήταν παγιδευμένος παρά το σκότος και τη σιωπή, έσκυψε για ν’ ακούσει. Το μονοπάτι μπορεί και να ’ταν κοντά, με το πρώτο φως της μέρας θα το ’βλεπε και πάλι. Τίποτα δεν μπορούσε τώρα να τον βοηθήσει να το βρει. Το χέρι που δίχως ο ίδιος να το ξέρει χούφτωνε σφιχτά τη λαβή του στιλέτου, σκαρφάλωσε σαν τον σκορπιό του βάλτου στον λαιμό του, όπου κρεμόταν το φυλακτό του. Κουνώντας μια ιδέα τα χείλη σιγοψιθύρισε την προσευχή του καλαμποκιού που φέρνει τα καλότυχα φεγγάρια, και τη δέηση στην Υψηλοτάτη, σ’ αυτήν που δίνει απλόχερα τ’ αγαθά στους Μοτέκας. Όμως την ίδια στιγμή ένιωθε τους αστραγάλους του να βυθίζονται στη λάσπη αργά, και η αναμονή στη σκοτεινιά του θαμνότοπου του γινόταν ανυπόφορη. Ο πόλεμος των ανθέων είχε ξεκινήσει με το φεγγαρόφωτο και κρατούσε ήδη τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Εάν κατάφερνε να διαφύγει μέσα στα βάθη της ζούγκλας, εγκαταλείποντας το μονοπάτι πιο πέρα κι απ’ την περιοχή των βαλτότοπων, μπορεί και να μην ακολουθούσαν τα ίχνη του οι πολεμιστές. Η σκέψη του πήγε στους πρώτους αιχμάλωτους που θα ’χαν ήδη πιάσει. Όμως δεν μετρούσε η ποσότητα, αλλά ο ιερός ο χρόνος. Το κυνήγι θα συνεχιζόταν έως ότου έδιναν το σήμα της επιστροφής οι ιερείς. Όλα είχαν τον αριθμό και το τέλος τους, κι αυτός ήταν μέσα στον ιερό χρόνο, στην άλλη πλευρά από τους κυνηγούς.
Άκουσε τις φωνές κι ανασηκώθηκε μ’ έναν πήδο, το στιλέτο στο χέρι. Ο ουρανός λες κι είχε πιάσει φωτιά στον ορίζοντα, είδε πυρσούς να κινούνται ανάμεσα στα κλαδιά, πολύ κοντά. Η οσμή του πόλεμου ήταν ανυπόφορη, κι όταν ο πρώτος εχθρός του χίμηξε στο λαιμό, ένιωσε σχεδόν ηδονή που του ’μπηξε το πέτρινο λεπίδι πέρα για πέρα στο στήθος. Τον περικυκλώνανε πια οι λάμψεις, οι αλαλαγμοί. Κατάφερε κάνα δυο  χτυπήματα στον αέρα, και τότε ένα χοντρό σχοινί τον μάγκωσε από πίσω.

-Ο πυρετός φταίει –είπε ο διπλανός του -. Κι έμενα το ίδιο μου συνέβαινε όταν έκανα εγχείριση δωδεκαδάκτυλου. Πιες νερό και θα δεις πόσο καλά θα κοιμηθείς. 

Στο πλάι της νύχτας απ’ όπου επέστρεφε, το χλιαρό ημίφως του θαλάμου τού φάνηκε υπέροχο. Μια λάμπα μενεξεδένια ξαγρυπνούσε ψηλά στον τοίχο στο βάθος, ως άλλο μάτι φύλακας. Ακούγονταν βηξίματα, βαθιές αναπνοές, κάπου-κάπου μια συζήτηση χαμηλόφωνη. Όλα ήταν ευχάριστα κι ασφαλή, δίχως εκείνον τον κατατρεγμό, δίχως… Όμως δεν ήθελε να συνεχίσει να σκέφτεται τον εφιάλτη. Υπήρχαν τόσα πράγματα ν’ ασχοληθεί. Έπιασε να κοιτάζει τον γύψο στο χέρι, τις τροχαλίες που με τόση ευκολία του το συγκρατούσαν στον αέρα. Του είχαν βάλει ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό στο κομοδίνο. Ήπιε από το στόμιο, με βουλιμία. Τώρα διέκρινε τις μορφές στον θάλαμο, τα τριάντα κρεβάτια, τα ντουλάπια με το τζάμι. Δεν πρέπει να είχε τόσο πυρετό πια, αισθανόταν δροσερό το πρόσωπο. Το φρύδι ίσα που τον πόναγε, σαν ανάμνηση. Ξανάδε τον εαυτό του να βγαίνει απ’ το ξενοδοχείο, να βγάζει τη μηχανή. Ποιος θα φανταζόταν ότι το πράγμα θα κατέληγε έτσι; Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στη στιγμή του ατυχήματος, και τον γέμισε οργή που συνειδητοποίησε πως υπήρχε κάτι σαν κενό, μια τρύπα που δεν κατάφερνε να γεμίσει. Ανάμεσα στη σύγκρουση και τη στιγμή που τον σηκώσανε απ’ το έδαφος, μια λιποθυμία ή ό,τι κι αν ήταν αυτό δεν τον άφηνε να δει τίποτα. Και ταυτόχρονα είχε την αίσθηση ότι εκείνο το κενό, εκείνο το τίποτα, είχε διαρκέσει μια αιωνιότητα. Όχι, ούτε καν χρόνος, πιο πολύ σαν μέσα σ’ εκείνο το κενό να είχε περάσει μέσα από κάτι ή να είχε διατρέξει τεράστιες αποστάσεις. Η σύγκρουση, το βίαιο χτύπημα πάνω στο πεζοδρόμιο. Όπως και να ’χει, με το που βγήκε μέσα απ’ το μαύρο πηγάδι, είχε αισθανθεί σχεδόν ανακούφιση με τους ανθρώπους που τον σηκώνανε απ’ το έδαφος. Με τον πόνο στο σπασμένο χέρι, το αίμα απ’ το σκισμένο φρύδι, την κάκωση στο γόνατο. Με όλα δαύτα, μια ανακούφιση στην επιστροφή των αισθήσεων και το αίσθημα στήριξης και βοηθείας. Κι ήταν παράξενο. Θα ρωτούσε κάποια στιγμή τον γιατρό στο γραφείο. Τώρα θα τον ξανάπαιρνε ο ύπνος, να τον τραβήξει αργά προς τα κάτω. Το μαξιλάρι ήταν τόσο μαλακό, και στο λαρύγγι του πύρωνε η δροσιά του μεταλλικού νερού. Ίσως και να μπορούσε να ξεκουραστεί αληθινά, δίχως τους διαολεμένους εφιάλτες. Ψηλά, το μενεξεδί φως της λάμπας σιγά-σιγά έσβηνε.

Έτσι όπως κοιμόταν σε ύπτια θέση, δεν τον ξάφνιασε η θέση στην οποία αναγνώρισε εκ νέου τον εαυτό του, όμως αντίθετα η μυρωδιά της υγρασίας, της πέτρας που ’χει πια ποτίσει, του ’κλεισε τον λαιμό και τον υποχρέωσε να καταλάβει. Ανώφελο ν’ ανοίξει τα μάτια και να κοιτάξει προς πάσα κατεύθυνση -απόλυτο σκοτάδι τον τύλιγε. Θέλησε ν’ ανασηκωθεί κι ένιωσε τα σχοινιά στους καρπούς και τους αστράγαλους. Ήταν δεμένος ξάπλα στο έδαφος, σ’ ένα πλακόστρωτο υγρό και παγωμένο. Το κρύο κοκάλωνε τη γυμνή του πλάτη, τα πόδια. Έψαξε άγαρμπα με το πηγούνι επαφή με το φυλακτό του, και κατάλαβε ότι του το ’χαν αρπάξει. Τώρα ήταν χαμένος, καμιά προσευχή δεν μπορούσε να τον σώσει απ’ το τέλος. Μακρόθεν, λες και γλιστρούσαν ανάμεσα στις πέτρες του μπαλαούρου, άκουσε τα γιορτινά κλαπατσίμπαλα. Τον είχαν φέρει στον ναό, βρισκόταν στα μπουντρούμια του, περιμένοντας τη σειρά του.    
        
Άκουσε να φωνάζουν, μια φωνή υπόκωφη ν’ αναπηδά στους τοίχους. Άλλη φωνή, να καταλήγει σε στεναγμό. Ήταν αυτός που φώναζε μες στο σκοτάδι, φώναζε γιατί ήταν ζωντανός, ολόκληρο το σώμα του αντιστεκόταν με τη φωνή αυτού του επερχόμενου, του τέλους του αναπόφευκτου. Η σκέψη του πήγε στους συντρόφους του που θα γέμιζαν τ’ άλλα μπουντρούμια, και σ’ αυτούς που ανέβαιναν ήδη τα σκαλοπάτια της θυσίας. Φώναξε ξανά κι η φωνή καταπνιγμένη, δεν μπορούσε σχεδόν ν’ ανοίξει το στόμα, τα σαγόνια του μαγκωμένα και ταυτόχρονα λες από λάστιχο, ν’ ανοίγουν αργά, με μια προσπάθεια αέναη. Το τρίξιμο του σύρτη τον συντάραξε σαν μαστίγιο. Διπλώνοντας το σώμα και κλονισμένος, πάλεψε να ξεφύγει απ’ τα σχοινιά που χώνονταν στις σάρκες του. Το δεξί του χέρι, το πιο δυνατό, τεντωνόταν μέχρι που ο πόνος γίνηκε ανυπόφορος κι έπρεπε να παραδοθεί. Είδε τη διπλή πόρτα ν’ ανοίγει, κι η οσμή των πυρσών έφτασε σ’ αυτόν πριν απ’ το φως. Οι ακόλουθοι των ιερέων, σχεδόν γυμνοί με το περίζωμα τελετής φορεμένο, τον πλησίασαν κοιτώντας τον με περιφρόνηση. Οι λάμψεις αντανακλούσαν στα ιδρωμένα κορμιά, σ’ αυτά τα μαύρα τα μαλλιά γεμάτα με φτερά. Λύσανε τα σχοινιά, στη θέση τους καυτές παλάμες που τον σφίξανε δυνατά,  γερές σαν τον χαλκό. Ένιωσε να τον έχουν σηκώσει, ανάσκελα πάντα να τον τραβούν οι τέσσερις ακόλουθοι που τον μετέφεραν στον διάδρομο. Αυτοί με τις δάδες προπορεύονταν, φέγγοντας χλιαρά τη διαδρομή με τους τοίχους τους υγρούς και το ταβάνι τόσο χαμηλά που οι ακόλουθοι έπρεπε να σκύβουν το κεφάλι. Τώρα τον πηγαίνανε, τον πηγαίνανε, ήταν το τέλος. Έτσι στ’ ανάσκελα, στο ένα μέτρο απ’ το γερό πέτρινο ταβάνι που ενίοτε φωτιζόταν από την αντανάκλαση κάποιου πυρσού. Όταν αντί για το ταβάνι εμφανιζόντουσαν τ’ αστέρια κι εμπρός του ορθωνόταν, πυρακτωμένη από χορούς και φωνές, η σκάλα, θα ’ταν το τέρμα. Ο διάδρομος ποτέ δεν τελείωνε, αλλά θα τέλειωνε, ξάφνου θα μύριζε τον ανοιχτό αέρα, γεμάτο άστρα, όμως ακόμα όχι, βάδιζαν κουβαλώντας τον ακατάπαυστα μέσα στο κόκκινο ημίφως, τραβώντας τον βίαια, κι αυτός δεν ήθελε, αλλά και πώς να το αποτρέψει αποστερημένος του φυλακτού που ήταν η ίδια του η καρδιά, το κέντρο της ζωής του. 

Βγήκε μ’ ένα αναπηδητό στη νύχτα του νοσοκομείου, στον αψηλό κι ανέφελο ουρανό, στην απαλή σκιά που τον περιέβαλλε. Σκέφτηκε πως μάλλον είχε φωνάξει, αλλά οι υπόλοιποι κοιμούνταν ατάραχοι. Στο κομοδίνο, το μπουκάλι με το νερό είχε κάτι λίγες φυσαλίδες, σαν μια θαμπή εικόνα επάνω στη γαλαζωπή σκιά των παραθύρων. Λαχάνιασε, ψάχνοντας ν’ ανακουφίσει τα πνευμόνια, να ξεχάσει τις εικόνες εκείνες που διατηρούνταν κολλημένες στα βλέφαρα. Κάθε που ’κλεινε τα μάτια τις έβλεπε να σχηματίζονται στη στιγμή, κι ανασηκωνόταν τρομαγμένος, απολαμβάνοντας όμως ταυτόχρονα την επίγνωση του ότι ήταν ξύπνιος τώρα, ότι η ξαγρύπνια τον προστάτευε, ότι σύντομα θα ξημέρωνε, με τον βαθύ τον ύπνο που παίρνεις τέτοια ώρα, δίχως εικόνες, δίχως τίποτα… Αγκομαχούσε να κρατήσει τα μάτια ανοιχτά, η υπνηλία ήταν πιο δυνατή απ’ αυτόν. Έκανε μια τελευταία προσπάθεια, με το καλό του χέρι να διαγράφει μια κίνηση προς το μπουκάλι το νερό. Δεν έφτασε να το πιάσει, τα δάκτυλα του εγκλωβίστηκαν σ’ ένα κενό ξανά μαύρο, κι ο διάδρομος εκεί, ατέλειωτος, πέτρα την πέτρα, με στιγμιαίες κοκκινωπές αναλαμπές, κι αυτός ανάσκελα βόγκηξε σιγανά που το ταβάνι θα τελείωνε, ανέβαινε, ανοίγοντας σαν ένα στόμα περίσκιο, και τους ακόλουθους ν’ ανασηκώνονται κι από ψηλά ένα φεγγάρι στη χάση να του χύνεται στο πρόσωπο, με τα μάτια να μην θέλουν να το δουν κι απελπισμένα ν' ανοιγοκλείνουν, ψάχνοντας να περάσουν απέναντι, ν’ ανακαλύψουν εκ νέου τον ανέφελο ουρανό του θαλάμου. Και κάθε φορά που άνοιγαν ήταν η νύχτα και το φεγγάρι, την ώρα που τον ανέβαζαν στη σκάλα, με το κεφάλι τώρα να κρέμεται προς τα κάτω, κι εκεί ψηλά ήταν οι φλόγες, οι κόκκινες στήλες καπνού αρωματισμένου, και ξάφνου είδε την κόκκινη την πέτρα, αστραφτερή απ’ το αναβλύζον αίμα, και τους ελιγμούς των ποδιών των θυσιασμένων που έσερναν για να τους ρίξουν κουτρουβάλα από τις βορινές τις σκάλες. Με μια τελευταία προσπάθεια έσφιξε τα βλέφαρα, βογκώντας που ξυπνούσε. Για ένα δευτερόλεπτο πίστεψε πως θα το κατάφερνε, επειδή βρισκόταν και πάλι ακίνητος στο κρεβάτι, μ’ εξαίρεση το πέρα δώθε του κεφαλιού προς τα κάτω. Ωστόσο οσμιζόταν τον θάνατο, και σαν άνοιξε τα μάτια αντίκρισε τη ματωμένη φιγούρα του δήμιου που ερχόταν προς το μέρος του με το μαχαίρι από πέτρα στη χούφτα. Κατάφερε να ξανακλείσει τα βλέφαρα, αν και πλέον γνώριζε πως δεν θα ξύπναγε, πως ήταν ξύπνιος, πως το υπέροχο όνειρο ήταν το άλλο, συγκεχυμένο σαν όλα τα όνειρα. Ένα όνειρο στο οποίο είχε περιπλανηθεί μεσ’ από παράξενες λεωφόρους μιας εκπληκτικής πόλης, με κόκκινα και πράσινα φανάρια που άναβαν δίχως φλόγα ή καπνό, μ’ ένα τεράστιο μεταλλικό έντομο να βουίζει ανάμεσα στα πόδια του. Στο ατελείωτο παραμύθι αυτού του ονείρου επίσης τον είχαν σηκώσει απ’ το έδαφος, επίσης κάποιος τον είχε πλησιάσει με μαχαίρι στη χούφτα, σ’ αυτόν ξαπλωμένο τ’ ανάσκελα, σ’ αυτόν τ’ ανάσκελα με τα μάτια κλειστά ανάμεσα στις φλόγες.    

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου                 
                  
                                    


[1] Φυλή-δημιούργημα του Κορτάσαρ, συνδυασμός των λέξεων «μοτοσικλέτα» και «Αζτέκας».
[2] Ανθρωποκυνηγητό των Αζτέκων προκειμένου να αιχμαλωτίσουν άτομα που θα προσφέρονταν ως θυσία στον θεό Ουιτζιλοπότστλι.