Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Καταλανικός εθνικισμός: Μύθοι και Πραγματικότητα



es.wikipedia.org

Στις 11 του Σεπτέμβρη, μεγάλο πλήθος καταλανών κατέκλυσε τους κεντρικούς δρόμους της Βαρκελώνης προκειμένου να γιορτάσει την Diada, την εθνική γιορτή της Καταλονίας. Με το βλέμμα στραμμένο στο επικείμενο(;) δημοψήφισμα της ενάτης του προσεχούς Νοέμβρη για την ανεξαρτησία της περιφέρειας, οι εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου σχημάτισαν ένα τεράστιο V, συνολικού μήκους 11 χιλιομέτρων, θέλοντας να στείλουν το δικό τους μήνυμα στην κυβέρνηση της Μαδρίτης. Σε αυτό το κιτρινοκόκκινο πάρτι, του οποίου οι αφίσες ανέγραφαν χαρακτηριστικά «9 Νοέμβρη ψηφίζουμε, κερδίζουμε», συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των πολιτικών παρατάξεων της Καταλονίας, ανεξαρτήτως ιδεολογικής απόχρωσης. Η πρόεδρος του Εθνικού Καταλανικού Συμβουλίου (ANC), Κάρμε Φορκαδέζ, κάλεσε στο μήνυμα της από το βήμα τον πρόεδρο της καταλανικής κυβέρνησης (Generalidad), Αρτούρ Μας, «να βάλει τις κάλπες».

es.wikipedia.org
Η αντίδραση της κυβέρνησης της Μαδρίτης απέναντι στην μεγαλειώδη συγκέντρωση χαρακτηρίστηκε μάλλον από αμηχανία. Ο πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι απεύθυνε ένα μήνυμα περί «αλληλεγγύης» κι «ενότητας» της Ισπανίας, ενώ η αντιπρόεδρος του κυβερνητικού συμβουλίου Σοράγια Σάενθ ντε Σανταμαρία, από το μουσείο της Βιέννης οπού βρισκόταν, αναφέρθηκε στον σπουδαίο ζωγράφο Χοάν Μιρό, λέγοντας συμβολικά πως «είναι ισπανός, είναι καταλανός, είναι κληρονομιά για όλους μας, ανήκει σε όλους μας». Αξίζει να σημειωθεί ότι η πάγια θέση της κυβέρνησης της Μαδρίτης, σχετικά με το δημοψήφισμα της ενάτης του Νοέμβρη, είναι πως αυτό δεν μπορεί να γίνει, όντας αντισυνταγματικό, καθώς το Σύνταγμα του 1978 στο 2ο άρθρο του ορίζει σαφώς ότι η ενότητα του ισπανικού έθνους είναι μη διαπραγματεύσιμη. Από την άλλη, μπορείς να εμποδίσεις έναν λαό να ψηφίσει όταν θέλει να το κάνει; Σχετικά με αυτό, διαδηλωτές δήλωναν πως «όσο η Μαδρίτη μας λέει Όχι, το Ναι θα γιγαντώνεται». Παράλληλα, σχολίαζαν πως «χρησιμοποιούν την οικονομία για να μας φοβίσουν», απαντώντας έτσι στην καταστροφολογία της κυβέρνησης Ραχόι όσον αφορά την βιωσιμότητα μιας Καταλονίας ανεξάρτητης: «Θα χαθούν οι συντάξεις!»… Σας θυμίζει τίποτα;;; 

es.wikipedia.org
Ο όρος Αυτονομίες έχει μακρά παράδοση στην Ιβηρική, καθώς μέχρι τον 18ο αιώνα και την άνοδο της οικογένειας των Βουρβόνων στον ισπανικό θρόνο μετά την επικράτηση τους στον Πόλεμο της Διαδοχής, οπότε και πρωτοεμφανίζεται ο όρος Ισπανία, οι σημερινές Περιφέρειες (Καταλονία, Βασκονία, Ανδαλουσία κ.α.), τότε βασίλεια ή δουκάτα, διατηρούσαν μια σειρά προνομίων (fueros) αυτοδιαχείρισης έναντι της κεντρικής εξουσίας της Μαδρίτης. Η 11η Σεπτέμβρη, Diada ή Μέρα της Καταλονίας, παραπέμπει στην αντίστοιχη μέρα του 1714 με την παράδοση της Βαρκελώνης στα βουρβωνικά στρατεύματα, μιας παράδοσης που σήμανε και την κατάλυση των εν λόγω προνομίων της Καταλονίας για περίπου δύο αιώνες. Κατά την διάρκεια της Β’ Ισπανικής Δημοκρατίας (1931-39) η Καταλονία αποκτά αυτόνομη κυβέρνηση (Generalidad de Cataluña), της οποίας ο πρόεδρος Λιουίς Κομπάνις μιλάει για Καταλανικό Κράτος εντός μιας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Ισπανίας. Η επικράτηση του Φράνκο στον Ισπανικό Εμφύλιο καταλύει εκ νέου την αυτονομία της Καταλονίας, η οποία θα αποκατασταθεί το 1977 και 1979, με την παλινόρθωση της Generalidad και την επαναφορά του Καθεστώτος Αυτονομίας αντίστοιχα. Σήμερα, η Καταλονία, όπως και όλες οι ισπανικές Περιφέρειες/Αυτονομίες, απολαμβάνει μεγάλο βαθμό αυτοδιαχείρισης και αυτονομίας, με δική της κυβέρνηση και κοινοβούλιο, πάντοτε εντός ενός ισπανικού κράτους που είναι ομοσπονδιακό χωρίς όμως να το δηλώνει… Αξίζει να σημειωθεί ότι τα καταλανικά (catalán) είναι η γλώσσα όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης της Καταλονίας, με τα ισπανικά (castellano) να διδάσκονται στην δευτεροβάθμια ως δεύτερη γλώσσα.

www.cancioneros.com
To γλωσσικό ήταν το πρωταρχικό έρεισμα της ανάδυσης του καταλανικού εθνικισμού κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, σε πλήρη συνάρτηση βέβαια με τις αρχές του Ρομαντισμού περί ταύτισης των εννοιών έθνους και κράτους. Πιο συγκεκριμένα, κατά την περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν πολιτιστικές πρωτοβουλίες με στόχο την αποκατάσταση της καταλανικής γλώσσας, μιας γλώσσας πλούσιας σε λογοτεχνική παράδοση σε αντίθεση με άλλες της Ισπανίας (π.χ. της βάσκικης) και η οποία κινδύνευε τότε να μετατραπεί σε διάλεκτο. Κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, η ισχυροποίηση της καταλανικής αστικής τάξης προσέδωσε σε αυτόν τον -μέχρι τότε- πολιτισμικό εθνικισμό οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις. Οι καταλανοί αστοί που βάσιζαν την άνοδο και ισχυροποίηση τους σε μεγάλο βαθμό στην κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία αντιλήφθηκαν πως για γίνουν αποδεκτές οι απαιτήσεις τους για κρατικό προστατευτισμό της παραγωγής τους, απαιτήσεις που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με αυτές των υπολοίπων ισπανών μεγαλοαστών που εξασκούσαν κυρίως εμπορικές δραστηριότητες και ως εκ τούτου απαιτούσαν περισσότερη ελεύθερη αγορά, έπρεπε να αποκτήσουν οι ίδιοι πολιτική εξουσία. Επιπλέον, τα εμπόδια της κυβέρνησης της Μαδρίτης, ως προς την είσοδο καταλανών στα ισπανικά πολιτικά δρώμενα, τους έκανε να καταλάβουν ότι πρωτίστως έπρεπε να γίνουν κυρίαρχοι της πολιτικής ζωής της περιφέρειας τους. Έτσι, σύμφωνα με τον ιστορικό Πιερ Βιλάρ «από το 1855 ως το 1917, μια συγκεκριμένη τάξη φιλοδοξούσε να αποκτήσει ένα Κράτος και βλέποντας να απορρίπτονται οι φιλοδοξίες της να διευθύνει το ισπανικό Κράτος, αναδιπλώθηκε… απαιτώντας έναν ντόπιο οργανισμό πολιτικά αυτόνομο». Στην προσπάθεια τους βρήκαν αρωγό την καταλανική Εκκλησία, έναν παραδοσιακά ισχυρό παίκτη στα πολιτικά δρώμενα της χώρας, με απαιτήσεις αντίστοιχες με τις δικές τους, που έβλεπε την πλειοψηφία των αρχιεπισκόπων της Καταλονίας, που ορίζονταν από το αρχιερατείο του Τολέδο, να μην είναι καν καταλανοί. Κάπως έτσι, από το «Η Ισπανία είναι το έθνος, η Καταλονία είναι η πατρίδα» των αρχών του 19ου αιώνα φτάσαμε στο «η Καταλονία είναι το έθνος, η Ισπανία το κράτος» των αρχών του 20ου.

en.wikipedia.org
Μια συζήτηση περί του πραγματικού ή όχι ενός εθνικισμού εν έτει 2014, βασιζόμενη σε ιστορικές αποδείξεις (εντός ή εκτός εισαγωγικών αυτές), μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε παράδοξη έως και γραφική… Το πρόσφατο παράδειγμα του δημοψηφίσματος στην Σκωτία είναι ενδεικτικό: οι ψηφοφόροι άνω των 65 ετών επέλεξαν την διατήρηση της χώρας εντός του Ηνωμένου Βασιλείου και οι νεότεροι επέλεξαν να ψηφίσουν υπέρ της ανεξαρτησίας. Ποιοι γνωρίζουν καλύτερα την ιστορία και παράδοση του τόπου τους; Γιατί αν κάποιος αντιτείνει σε αυτό ότι οι γηραιότεροι νιώθουν μεγαλύτερη ανασφάλεια απέναντι σε αλλαγές και οι νέοι το ακριβώς αντίθετο, τότε πάλι τα εθνικά ή/και εθνικιστικά κριτήρια της ψήφου έχουν πάει περίπατο… Θα αποφύγω σκόπιμα να χαθώ στην ατέρμονη αυτή κουβέντα και θα προτιμήσω να παραθέσω τις θέσεις δυο αρθρογράφων της εφημερίδας El País, του Χοσέπ Ραμονέδα και του Χοσέ Άλβαρο Χούνκο. Ο πρώτος υποστηρίζει στο άρθρο του El sentido de la historia (Το νόημα της ιστορίας) ότι «ο ισπανικός εθνικισμός και ο καταλανικός εθνικισμός είναι διαφορετικοί γιατί ανταποκρίνονται με διαφορετικούς ιδρυτικούς μύθους, πολιτισμικές παραδόσεις και τρόπους αντίληψης στην κοινή ζωή τους. Όμως η πραγματικά ουσιώδης διαφορά είναι ότι ο ένας έχει Κράτος και ο άλλος όχι. Ο καταλανικός εθνικισμός κατηγορείται ότι γαλουχεί τους πολίτες με μύθους και αξίες της παράδοσης του και, αντίθετα, δεν είναι καθόλου εθνικιστής ο υπουργός Γουέρτ [σ.σ. υπουργός Παιδείας, Πολιτισμού και Αθλητισμού της κυβέρνησης Ραχόι] όταν προκηρύσσει ότι θα ισπανοποιήσει τους καταλανούς […] Πείτε το χωρίς περιστροφές: η κουβέντα περί εθνικής κυριαρχίας είναι καλή όταν εξυπηρετεί την διατήρηση του status quo και απορριπτέα όταν προσπαθεί να το αλλάξει». Ενώ ο Χοσέ Άλβαρο Χούνκο, ιστορικός και συγγραφέας του Οι ιστορίες της Ισπανίας, στο άρθρο του Nacionalismo y dinero (Εθνικισμός και χρήμα) επιχειρεί μια έμμεση σύγκριση των ερεθισμάτων του νυν καταλανικού εθνικισμού με αυτόν του 19ου και 20ου αιώνα: «ο [τωρινός καταλανικός] επιχειρηματικός κόσμος δεν αισθάνεται κανέναν ενθουσιασμό, αλλά εγρήγορση, έναντι αυτού του κλίματος ανεξαρτητοποίησης που θα μπορούσε να τους απομονώσει από την αγορά με την οποία συναλλάσσονται. Στις  πολιτικές και πολιτισμικές ελίτ [της Καταλονίας], αντίθετα, ο διαμελισμός της αγοράς τους αποφέρει άμεσα οφέλη. Έχουν συμφέροντα σε αυτό το εθνικό σχέδιο, αν όχι οικονομικά, σίγουρα πολιτικά. Αυτό που επιδιώκουν είναι να ιδιοποιηθούν ένα κομμάτι εξουσίας, να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, να ανέλθουν στην κορυφή της ιεραρχίας, ακόμη και αν αυτή κυριαρχεί σε έναν χώρο περιορισμένο». Κάτι αντίστοιχο με το δικό μας «καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά τελευταίος στην πόλη» δηλαδή…
    



Βιβλιογραφία:
Pérez Joseph. Historia de España. Barcelona: CRITICA, 2006.
Ηλεκτρονικές Πηγές:
http://ccaa.elpais.com/ccaa/2014/09/22/catalunya/1411412470_886296.html
http://elpais.com/elpais/2014/08/28/opinion/1409238952_878803.html
http://ccaa.elpais.com/ccaa/2014/09/11/catalunya/1410448185_312936.html
http://www.libertaddigital.com/opinion/jesus-lainz/el-fraude-de-la-nacion-72968/
http://es.wikipedia.org/wiki/D%C3%ADa_de_Catalu%C3%B1a
http://es.wikipedia.org/wiki/Parlamento_de_Catalu%C3%B1a

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Cuento, Ima Dana/Hay días, του Αλεξ. Μιχαηλίδη



Ima Dana (Hay días),
του Αλεξανδρου Μιχαηλίδη
(alexalfarer@hotmail.com)

“Matilde no tengo argumentos suficientes y por eso no puedo convencerte...” le gritó con voz desentonada  por su agudeza. En su cara gótica el tiempo le dibujaba una nueva oportunidad. 

“Lo siento, pero hemos retrocedido...” le reprochó ella, casi mordiéndose la lengua,  intimidada ante una premura desconocida.

es.wikipedia.org
Algo le faltaba a Aristóxenos para que los hechos consumados le ayudaran a disminuir esa pesadumbre que uno siente dolido porque se le priva de una información muy importante. La constante de su vida fue ante todo un compañerismo a ciegas. Ya desde un buen rato se consideraba  un soldado peregrino. Hijo de familia griega agrícola, proveniente de Veria[1], abandonó a sus estudios de Teología, a su familia y amistades concienzudamente- vistiéndose del traje del ejército serbio como voluntario en la primera línea de los acontecimientos de la Guerra civil yugoslava ¡Cuántos hijos  iban dejándose por el camino! Pero, eso no era su propio caso. 

Aristóxenos quería consumarse a toda costa, pues sí tenía un inclaudicable respeto al enemigo, sin embargo, les mataba a decenas con su metralleta. Se oponía a lo efímero y lo material hasta los sentimientos que le provocaban  gratitud  igual que  ingratitud. Dado que su tez morena, su pelo canoso y largo le daba una apariencia muy extraña, parecida al Dios de la guerra, Aris, de la mitología helénica. Sus ojos tenían un relieve de esqueletos negros siendo uno de los pocos, entre sus compañeros del batallón, que la muerte se le dió las espaldas. Toda esa actitud suya le duró hasta la batalla en Borovo Selo[2] con la desaparición misteriosa de sus cuatro compañeros en una emboscada enemiga donde su batallón quedó apartado por culpa de los morteros.   Aristóxenos y el resto de su batallón buscaron  por todas partes  hallar los cuerpos de sus cuatro compañeros, o algún signo en que ellos estuvieran vivos, o quizás capturados. Pero, ¡todo quedó en agua de borrajas! 

www.elgrancapitan.org

Desde aquel día se había transformado en animal salvaje, decididamente militante en una persona mucho menos conflictiva  que no quería comer más que las arrebañaduras de los perros amputados por las minas. En su cráneo no se volatilizó aquel espacio de su memoria íntima, llena de corazones que palpitaban con hastío rencor.

Pero el futuro le vino como anillo al dedo, con sus rodillas menos tensas que antes. El aire en  la biblioteca de Slatovo donde estaba Aristóxenos y su amiga Matilde aquella tarde olía a humo. La lectura sí que puede ofrecer momentos brillantes pero a ambos se les había pasado por la cabeza echar una ojeada a algunos periódicos, buscando los nombres de la patrulla desaparecida en unos anuncios necrológicos de entonces. Ambos,  sin duda,  sintieron la angustia de no poder meter  los dedos en aquel caso. “Échate un vistazo a estos diarios, son croatas pero por ahí ponen un montón de nombres de fallecidos o prisioneros. Los tuyos no tenían  nombres raros, a ver, Mirko Bólevac, Dejan Sestic, Zelimir Peric, Misko Pétrovic, mmmm....”. Aristóxenos sintió amasado, y de improviso el sudor le ganó la cara. Una promiscuidad de imágenes y gritos asaltaron su cabeza como aquellos que lanzan los heridos en llanto en su  operación.

“Para qué diablos ésta vida, pues, con el tiempo quizás.....” murmuró apoyándose  la cabeza en la mesa de nogal. Estaba abatido por el cansancio y no podía distinguir nada claro, ya que las lámparas de la biblioteca no iluminaban como se debía.

“¿Cuándo empezaste a sentir atraído por la guerra en general? ¿Puede saberse?”, le soltó de improviso Matilde con una voz seria y grave, mirando en torno suyo.  “¡Uff...... Leí a Dante en la universidad helénica justo cuando no tenía razones para valorar con un rigor filosófico algunas coordenadas de difícil medida. Y no me quedaba otra, el tiempo no me valía a mí como un resultado de teorías, sino prácticas ¡Mi  guerra, me encantó y  sabes la verdad, me he ayudado a ser más útil como persona!.....”. Matilde se quedó casi asustada. Sus cincuenta años y pico, parecían haberse duplicado sobre su cara. Aristóxenos se sentía mal como si le hubieran rasgado las arterias de su corazón. Un frío terrible electrizaba sus sentidos  dentro y fuera.

Se repuso la americana en su espalda, cerró todos los diarios, se alzó prometiendo a su amiga que volvería la mañana siguiente. Ya faltaban cinco minutos para las ocho. Se saludaron los dos ante la puerta mal pintada de la salida de la biblioteca. No se besaron ni siquiera se miraron demasiado. Matilde estuvo a punto de soltarle un detallito más pero casi de instinto cambió de opinión. Era muy bien vestida de negro, pero él siguió sus pasos firmes contando  con su añoranza original que sólo esa le seducía. Matilde sentía compasión por él, pero era una compasión muy disciplinada, mientras tanto empezaron a caminar aquellos fantasmas entre cajas y libros, álbumes de fotos, diarios decolorados,  en la parte de arriba, esperando a que alguien los limpiara del polvo seco y las telarañas .El  reloj de la torre tocó las ocho. Fueron ocho toques lentos, que resonaron en el oído de Aristóxenos como si hubieran sido dados por sus mismísimos compañeros poniéndolos todos en alarma por una posible emboscada. Se sintió por primera vez algo confuso porque sí que sus conocimientos ignoraban cada filiación de su vida actual con la de su pasado remoto.

“Juré que no volvería nunca más a un hospital de amputados de guerra…” pensó con incertidumbre en la búsqueda de su retahíla, ya olvidada para la mayoría. Una escondida rabia le cegaba. Con pasos sigilosos cogió su andadura hacia el centro del pueblo empedrado.

“Tengo ganas de tomar algo caliente...” pensó. Miró a un lado con una mirada firme y persistente,  buscando una señal de vida. En el suelo bajo sus pies, crujían trozos de vidrio. Bastaría con haber encontrado una hoguera  como entonces, cuando se reunía toda la patrulla a festejar un rato después de una victoria. “Todavía, sí que quiero abrir las manos para apretarlos” pensó algo perplejo y dolido. Entró en un local justo enfrente a una iglesia en obras de reestructuración. Unas pocas siluetas vociferaban como trogloditas sus arrebatos con atenta fijeza. Un anciano le sirvió una copa  de aguardiente con un plato de queso local y avellanas. “¿Cómo te llamas, macho?” le preguntó  frunciéndose el ceño y pareciéndose a unos distinguidos personajes de Goya. “Aristóxenos...” le contestó.  Después de unos segundos silenciosos, se oyó  la misma voz intrusa como una bala en plena guerra. “Aquí, amigo, nadie se acuerda de los muertos. Tiempo nuevo, vida nueva”.  Su corazón estaba como lleno de agujas. “Sólo los cínicos sostienen que la vida pudiera convertirse víctima del olvido. No me lo puedo creer!” pensó, y una vez más le atrapó aquella extraña sensación de irrealismo . Una cosa se sigue a otra. Le pedí que le llevara una copa  más  del mismo líquido. Se la llevó y se la bebió  a palo seco.

Aristóxenos se fue muy lejos con la memoria y luego se le cayeron las lágrimas  quizás por primera vez en su vida. Lloraba sentado en la penumbra del local. En sus ojos vidriosos se reflejaban los vaivenes de las cuatro estaciones una u otra vez. Unos años allí, otros aquí .  Se quedó clavado en su sitio  unas dos horas hasta que se viese encendido como cuando penetra un rayo del sol en  la nube de una tormenta, ya acabada. “Nunca, me ha pasado una cosa así... ¡Hostia!” mientras con su mano se tapaba la boca. Ya le faltaba la saliva. Aquella persona anciana tenía una fuerza increíble que venía quizás de la tranquilidad de la conciencia, y que él mismísimo  no pudo experimentarla. Estaba arrepentido y triste saliendo del local, dirigiéndose a su refugio hotelero y durmió como un  bendito.

El día siguiente llegó tarde a la biblioteca. Matilde estaba allí, ya que no pudo ausentarse, llevaba el pelo recogido, una camisa negra de algodón, los pómulos tensos y la sonrisa de una estudiante recién matriculada. 

“Buenos días, ¿qué tal con tu panoplia?” le reprochó inexplicablemente suscitada. 

“Ni lo sueñes, ya se acabó. Pues hasta ahí hemos podido llegar. No voy a continuar la búsqueda. Sabes, eso es mi veredicto final.”

“Entonces Aristóxenos debe de creerse que no tiene otra deuda pendiente en persona”. Otro silencio y luego, una sonrisa, modesta pero toda suya. “¡Para qué diablos ésta vida....Ya no hay para más!” se dijo Aristóxenos  con una cara completamente nueva y fosforescente.

“Pues sí, estoy completamente  en ello” pensó mirando con su rostro hacia arriba hacia aquel cielo de otoño donde los pájaros migratorios tras unos indescriptibles códigos de vuelo empezaban su enésima travesía hacia el sur.

“La destreza  en carne y hueso! ¿Νo lo crees Matilde?„.




[1] Ciudad capital de la Comunidad helénica de Hemathía.
[2] Borovo Selo fue el propio escenario de las primeras escaramuzas militares en octubre de 1991 entre ambos lados.