Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Άνα Μαρία Ματούτε: Κρίμα εξ αμελείας (Pecado de omisión)



Η ισπανίδα συγγραφέας Άνα Μαρία Ματούτε (1925-2014) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φωνές μεταπολεμικά της ιβηρικής χώρας. Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανίας, έγινε η τρίτη μόλις γυναίκα που βραβεύτηκε με το Βραβείο Θερβάντες το 2010.



Κρίμα εξ αμελείας
Στα δεκατρία του χρόνια τού πέθανε κι η μάνα, που ’ταν και το τελευταίο που του ’χε απομείνει. Όταν έμεινε ορφανός είχε ήδη τρία χρόνια που δεν πήγαινε σχολείο, αφού έπρεπε να ψάχνει για μεροκάματο από ’δω κι από κει. Ο μοναδικός συγγενής του ήταν ένας ξάδελφος της μάνας του, με τ’ όνομα Εμετέριο Ρουίθ Ερεδία.

Ο Εμετέριο ήταν ο δήμαρχος κι είχε ένα σπίτι διώροφο που δέσποζε στην πλατεία του χωριού, στρόγγυλο και ροδοκόκκινο κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο ήλιο. Ο Εμετέριο είχε ένα κοπάδι από διακόσια κεφαλιά να βοσκάνε στις πλαγιές του Σαγράδο, και μια παρακόρη, κοντά στα είκοσι, μελαχρινή, εύσωμη, γελαστή και κάπως αφελή. 


Η γυναίκα του, ξερακιανή και τραχιά όπως η λεύκα, ήταν μια γλωσσού που ’χε μάθει να προστάζει. Ο Εμετέριο Ρουίθ δεν τα πήγαινε καλά μ’ εκείνον τον μακρινό του ξάδελφο και, από υποχρέωση, βοήθησε τη χήρα του, βρίσκοντάς της δουλειές αλλόκοτες. Έπειτα, τον μικρό, παρότι τον μάζεψε ορφανό, δίχως επάγγελμα ή περιουσία, δεν τον έβλεπε και με καλό μάτι, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι μέσα στο σπίτι.   


Την πρώτη νύχτα που ο Λόπε έμεινε στο σπίτι του Εμετέριο, κοιμήθηκε στον αχυρώνα. Του προσέφεραν φαγητό και μια κούπα κρασί. Την άλλη μέρα, καθώς ο Εμετέριο έβαζε ακόμα το πουκάμισο μέσα απ’ το παντελόνι, με τον ήλιο να ’χει μόλις ξεμυτίσει μέσα στο λάλημα των πετεινών, του φώναξε από τη σκάλα, τρομάζοντας τις κότες που κοιμόντουσαν ανάμεσα στα  κουφώματα:

-Λόπε!

Ο Λόπε κατέβηκε ξυπόλητος, με τα μάτια κολλημένα απ’ τη τσίμπλα. Ήταν μικροκαμωμένος για τα δεκατρία του χρόνια κι είχε ένα μεγάλο, ξυρισμένο κεφάλι.

- Θα πας βοσκός στο Σαγράδο.

Ο Λόπε έψαξε τις μπότες του και τις φόρεσε. Στην κουζίνα, η Φρανθίσκα, η κόρη, είχε ζεστάνει πατάτες πιπεράτες. Ο Λόπε τις καταβρόχθισε γρήγορα, μετρώντας με το κουτάλι την κάθε τους μπουκιά που έβαζε στο στόμα.

-Την ξέρεις τη δουλειά, νομίζω είχες πάει μιαν άνοιξη στις κορφές της Σάντα Άουρεα, με τις κατσίκες του Αουρέλιο Μπερνάλ. 

-Μάλιστα, κύριε.

-Δεν θα πας μόνος σου. Κάπου εκεί τριγυρνά κι ο Ρόκε ο Μεσαίος. Μαζί θα πηγαίνετε.

-Μάλιστα, κύριε.

Η Φρανθίσκα του ’βαλε ένα καρβέλι στο ταγάρι, κι ένα μικρό αλουμινένιο δοχείο, κατσικίσιο λίπος και κρέας παστό.

-Μπρος, είπε ο Εμετέριο Ρουίθ Ερεδία.

Ο Λόπε τον κοίταξε. Ο Λόπε είχε μάτια στρογγυλά και μαύρα, γυαλίζανε.

-Τι κοιτάς; Τράβα!

Ο Λόπε βγήκε, το ταγάρι στον ώμο του. Προηγουμένως, μάζεψε τη γκλίτσα, χοντροκομμένη και γυαλιστερή από τη χρήση, που ήταν σ’ επιφυλακή, σαν το σκυλί, ακουμπισμένη  στον τοίχο.

Αφού πια σκαρφάλωνε σιγά-σιγά προς την κορφή του Σαγράδο, τον είδε ο δον Λορένθο, ο δάσκαλος. Το βραδάκι, στην ταβέρνα, ο δον Λορένθο κάπνισε ένα τσιγάρο στο πλάι του Εμετέριο που πήγε να κοπανήσει ένα ποτηράκι.

-Είδα τον Λόπε, είπε. Ανέβαινε για το Σαγράδο. Κρίμα για το παιδί. 

-Ναι, είπε ο Εμετέριο, σκουπίζοντας τα χείλια με τη ράχη του χεριού. Πάει για βοσκός. Να το ξέρει: πρέπει να βγάζεις το ψωμί σου. Η ζωή είναι σκληρή. Ο «καομοίρης» ο Αρουραίος δεν του άφησε μήτε ένα αποκούμπι, να στηριχτεί και να πάρει τα πάνω του.

-Το άσχημο, είπε ο δον Λορένθο, ξύνοντας το αυτί με το μακρύ και κιτρινωπό του νύχι, είναι ότι ο μικρός αξίζει. Θα μπορούσα να τον εκμεταλλευτώ, αν είχα τη δυνατότητα. Είναι ξύπνιος. Πολύ ξύπνιος. Στο σχολείο

Ο Εμετέριο τον έκοψε, φέρνοντας το χέρι μπροστά στα μάτια:
-Καλά, καλά! Εγώ δεν λέω όχι. Όμως πρέπει να βγάζεις το ψωμί σου. Η ζωή όσο πάει και γίνεται χειρότερη.

Παρήγγειλε κι άλλο ποτηράκι. Ο δάσκαλος έγνεψε ναι, με το κεφάλι. Ο Λόπε έφτασε στο Σαγράδο, και φωνάζοντας βρήκε τον Ρόκε τον Μεσαίο. Ο Ρόκε ήταν κάπως σαν καθυστερημένος κι εδώ και δεκαπέντε χρόνια βοσκούσε τα ζωντανά του Εμετέριο. Θα ’ταν γύρω στα πενήντα και δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ. Κοιμήθηκαν μέσα στο ίδιο πλινθόκτιστο καλυβάκι, κάτω απ’ τις βελανιδιές, απολαμβάνοντας την αγκάλη που έφτιαναν οι ρίζες. Στο καλυβάκι χωράγανε μονάχα ξαπλωμένοι κι έπρεπε να μπαίνουν μπουσουλώντας, σχεδόν σερνόντουσαν. Ωστόσο, είχε δροσιά το καλοκαίρι και μπόλικη ζεστασιά τον χειμώνα.  

Το καλοκαίρι πέρασε. Έπειτα το φθινόπωρο κι ο χειμώνας. Οι βοσκοί δεν κατέβαιναν στο χωριό, παρά μονάχα για το πανηγύρι. Κάθε δεκαπέντε, ένας τσοπανάκος τούς ανέβαζε το «κολάρο»: ψωμί, κατσικίσιο λίπος, παστό κρέας, σκόρδα. Μερικές φορές, κρασί μες στο ασκί. Οι κορφές του Σαγράδο ήταν απόλαυση, μ’ ένα βαθύ μπλε, τρομακτικό, εκτυφλωτικό. Ο ήλιος, αψηλός και στρόγγυλος, σαν μία κόρη ματιού απτόητη, εκεί να βασιλεύει. Στην απαλή θολούρα της αυγής, όταν ακόμη δεν ακουγόταν μύγα να πετά μήτε και θρόισμα κανένα, ο Λόπε συνήθιζε να ξυπνά, με την πλίθινη οροφή πάνω από τα μάτια. Έμενε ακίνητος για λίγο, νιώθοντας το κορμί του Ρόκε στο πλευρό, ένας σωρός που ανέπνεε. Έπειτα, σερνόταν προς τα έξω, να κινήσει για τον στάβλο. Στον ουρανό, διασταυρούμενα,  σαν άστρα φευγαλέα, τα ουρλιαχτά χανόντουσαν, ανώφελα, μεγάλα. Ένας Θεός ήξερε το κατά πού θα πέφταν. Όπως οι πέτρες. Όπως τα χρόνια. Ένας χρόνος, δύο, πέντε.

Πέντε χρόνια αργότερα, μια φορά, ο Εμετέριο του μήνυσε με τον τσοπανάκο να κατεβεί. Έβαλε τον γιατρό να εξετάσει τον Λόπε κι είδε πως ήταν γερός και δυνατός, ψήλος σαν κυπαρίσσι.

-Λεβέντης! Είπε ο γιατρός. Ο Λόπε κοκκίνισε και δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει.

Η Φρανθίσκα είχε παντρευτεί κι είχε τρία παιδιά που παίζανε στην είσοδο της πλατείας. Ένας σκύλος τον πλησίασε, με τη γλώσσα έξω. Ίσως και να τον θυμόταν. Τότε είδε τον Μανουέλ Ενρίκεθ, τον συμμαθητή του που στο σχολείο έμενε πάντα στη σκιά του Λόπε. Ο Μανουέλ φορούσε γκρι κοστούμι και γραβάτα. Πέρασε δίπλα τους και τους χαιρέτησε μ’ ένα του νεύμα.   

Η Φρανθίσκα σχολίασε:

-Πήγε μπροστά αυτός. Ο πατέρας του τον έστειλε να σπουδάσει, και πάει για δικηγόρος.

Φτάνοντας στο σιντριβάνι, τον συνάντησε και πάλι. Του ’ρθε να του φωνάξει, έτσι ξαφνικά. Αλλά η φωνή δεν του βγήκε, κόλλησε σαν κόμπος, στον λαιμό.

-Ε! είπε μονάχα. Ή κάτι παρόμοιο.

Ο Μανουέλ γύρισε να τον κοιτάξει, και τον γνώρισε. Έμοιαζε ψέμα: τον γνώρισε. Χαμογελούσε.

-Λόπε! Βρε, ο Λόπε…!

Ποιος μπορούσε να καταλάβει αυτά που έλεγε; Πόσο περίεργη προφορά έχουν οι άνθρωποι, τι παράξενες κουβέντες βγαίνουν από αυτή τη σκοτεινή τρυπούλα του στόματός τους! Ένιωθε το αίμα στις φλέβες του να βράζει, όσο άκουγε τον Μανουέλ Ενρίκεθ.

Ο Μανουέλ άνοιξε μια κασετίνα πλακέ, χρώματος ασημί, με τα πιο λευκά, τα πιο τέλεια τσιγάρα που ’χε δει στη ζωή του. Ο Μανουέλ την έτεινε προς το μέρος του, χαμογελώντας.

Ο Λόπε άπλωσε το χέρι. Τότε συνειδητοποίησε πως ήταν άγριο, χοντροκομμένο. Όπως ένα κομμάτι παστό κρέας. Τα δάχτυλα ήταν άκαμπτα, παράταιρα. Τι περίεργο χέρι, εκείνο του αλλουνού: ένα χέρι εκλεπτυσμένο, με κάτι δάχτυλα μακριά σαν σκουλήκια, ευκίνητα, λευκά, εύκαμπτα. Τι χέρι και τούτο, στο χρώμα του κεριού, με κάτι νύχια που ’λαμπαν, πεντακάθαρα. Τι χέρι παράξενο: ούτε γυναίκες δεν είχαν όμοιό του.

Το χέρι του Λόπε ψαχούλεψε, αδέξιο. Στο τέλος, έπιασε το τσιγάρο, εύθραυστο και λευκό, αφύσικο, μες στα ατσούμπαλα δάχτυλά του: άχρηστο, αταίριαστο, μέσα στα δάχτυλά του. Ο Λόπε ένιωσε να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. 

Ένας σβώλος αίματος είχε μαζευτεί και κατακάτσει στα βλέφαρα ανάμεσα, εκεί, να ωριμάζει. Διέλυσε το τσιγάρο με τα δάχτυλα κι έκανε μεταβολή. Δεν μπορούσε να σταματήσει, μπροστά στην έκπληξη του Μανουέλ που συνέχιζε να του φωνάζει:

-Λόπε! Λόπε!

Ο Εμετέριο ήτανε καθισμένος στο περιστύλιο, με το πουκάμισο, χαζεύοντας τα εγγόνια. Χαμογελούσε βλέποντας τον μεγάλο του εγγονό, ξαποσταίνοντας απ’ τη δουλειά, και το ασκί με το κρασί πιο δίπλα απ’ το χέρι.

Ο Λόπε πήγε κατευθείαν στον Εμετέριο κι είδε τ’ απορημένα και γκρίζα μάτια του.
  -Άντε, παλικάρι, πίσω στο Σαγράδο, ώρα είναι πια…

Στην πλατεία υπήρχε μια τετράγωνη, κοκκινωπή κοτρώνα. Μία από εκείνες τις κοτρώνες, μεγάλες σαν πεπόνια, που τα παιδιά κουβαλάνε από καμιά μάντρα γκρεμισμένη. Αργά-αργά, ο Λόπε την έπιασε στα χέρια του. Ο Εμετέριο τον κοιτούσε, αμέριμνος, με μιαν ελαφρά περιέργεια. Είχε το δεξί του χέρι χωμένο ανάμεσα στη ζώνη και το στομάχι. Δεν του άφησε χρόνο ούτε καν να το βγάλει: ο υπόκωφος γδούπος, οι πιτσιλιές πάνω στο στήθος απ’ το ίδιο του το αίμα, ο θάνατος κι ο αιφνιδιασμός, σαν δυο αδέλφια, ανεβήκαν έτσι κατά πάνω του, χωρίς δεύτερη σκέψη.

Όταν τον πήραν με τις χειροπέδες, ο Λόπε έκλαιγε. Κι όταν οι κυράδες, στριγκλίζοντας σαν λύκαινες, να τον χτυπήσουν ήθελαν, πηγαίναν στο κατόπι του, με τις μαντίλες υψωμένες πάνω από τα κεφαλιά, σημάδι αγανάκτησης, «Θεέ μου, αυτόν, που τον είχε μαζέψει. Θεέ μου, αυτόν, που τον έκανε άνθρωπο. Θεέ μου, που θα ’χε πεθάνει της πείνας αν δεν ήταν αυτός…», ο Λόπε μονάχα έκλαιγε κι έλεγε:

-Ναι, ναι, ναι

Μετάφραση: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου



Άνα Μαρία Ματούτε: Κρίμα εξ αμελείας (Pecado de omisión)



Η ισπανίδα συγγραφέας Άνα Μαρία Ματούτε (1925-2014) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φωνές μεταπολεμικά της ιβηρικής χώρας. Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανίας, έγινε η τρίτη μόλις γυναίκα που βραβεύτηκε με το Βραβείο Θερβάντες το 2010.



Κρίμα εξ αμελείας
Στα δεκατρία του χρόνια τού πέθανε κι η μάνα, που ’ταν και το τελευταίο που του ’χε απομείνει. Όταν έμεινε ορφανός είχε ήδη τρία χρόνια που δεν πήγαινε σχολείο, αφού έπρεπε να ψάχνει για μεροκάματο από ’δω κι από κει. Ο μοναδικός συγγενής του ήταν ένας ξάδελφος της μάνας του, με τ’ όνομα Εμετέριο Ρουίθ Ερεδία.

Ο Εμετέριο ήταν ο δήμαρχος κι είχε ένα σπίτι διώροφο που δέσποζε στην πλατεία του χωριού, στρόγγυλο και ροδοκόκκινο κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο ήλιο. Ο Εμετέριο είχε ένα κοπάδι από διακόσια κεφαλιά να βοσκάνε στις πλαγιές του Σαγράδο, και μια παρακόρη, κοντά στα είκοσι, μελαχρινή, εύσωμη, γελαστή και κάπως αφελή. 


Η γυναίκα του, ξερακιανή και τραχιά όπως η λεύκα, ήταν μια γλωσσού που ’χε μάθει να προστάζει. Ο Εμετέριο Ρουίθ δεν τα πήγαινε καλά μ’ εκείνον τον μακρινό του ξάδελφο και, από υποχρέωση, βοήθησε τη χήρα του, βρίσκοντάς της δουλειές αλλόκοτες. Έπειτα, τον μικρό, παρότι τον μάζεψε ορφανό, δίχως επάγγελμα ή περιουσία, δεν τον έβλεπε και με καλό μάτι, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι μέσα στο σπίτι.   


Την πρώτη νύχτα που ο Λόπε έμεινε στο σπίτι του Εμετέριο, κοιμήθηκε στον αχυρώνα. Του προσέφεραν φαγητό και μια κούπα κρασί. Την άλλη μέρα, καθώς ο Εμετέριο έβαζε ακόμα το πουκάμισο μέσα απ’ το παντελόνι, με τον ήλιο να ’χει μόλις ξεμυτίσει μέσα στο λάλημα των πετεινών, του φώναξε από τη σκάλα, τρομάζοντας τις κότες που κοιμόντουσαν ανάμεσα στα  κουφώματα:

-Λόπε!

Ο Λόπε κατέβηκε ξυπόλητος, με τα μάτια κολλημένα απ’ τη τσίμπλα. Ήταν μικροκαμωμένος για τα δεκατρία του χρόνια κι είχε ένα μεγάλο, ξυρισμένο κεφάλι.

- Θα πας βοσκός στο Σαγράδο.

Ο Λόπε έψαξε τις μπότες του και τις φόρεσε. Στην κουζίνα, η Φρανθίσκα, η κόρη, είχε ζεστάνει πατάτες πιπεράτες. Ο Λόπε τις καταβρόχθισε γρήγορα, μετρώντας με το κουτάλι την κάθε τους μπουκιά που έβαζε στο στόμα.

-Την ξέρεις τη δουλειά, νομίζω είχες πάει μιαν άνοιξη στις κορφές της Σάντα Άουρεα, με τις κατσίκες του Αουρέλιο Μπερνάλ. 

-Μάλιστα, κύριε.

-Δεν θα πας μόνος σου. Κάπου εκεί τριγυρνά κι ο Ρόκε ο Μεσαίος. Μαζί θα πηγαίνετε.

-Μάλιστα, κύριε.

Η Φρανθίσκα του ’βαλε ένα καρβέλι στο ταγάρι, κι ένα μικρό αλουμινένιο δοχείο, κατσικίσιο λίπος και κρέας παστό.

-Μπρος, είπε ο Εμετέριο Ρουίθ Ερεδία.

Ο Λόπε τον κοίταξε. Ο Λόπε είχε μάτια στρογγυλά και μαύρα, γυαλίζανε.

-Τι κοιτάς; Τράβα!

Ο Λόπε βγήκε, το ταγάρι στον ώμο του. Προηγουμένως, μάζεψε τη γκλίτσα, χοντροκομμένη και γυαλιστερή από τη χρήση, που ήταν σ’ επιφυλακή, σαν το σκυλί, ακουμπισμένη  στον τοίχο.

Αφού πια σκαρφάλωνε σιγά-σιγά προς την κορφή του Σαγράδο, τον είδε ο δον Λορένθο, ο δάσκαλος. Το βραδάκι, στην ταβέρνα, ο δον Λορένθο κάπνισε ένα τσιγάρο στο πλάι του Εμετέριο που πήγε να κοπανήσει ένα ποτηράκι.

-Είδα τον Λόπε, είπε. Ανέβαινε για το Σαγράδο. Κρίμα για το παιδί. 

-Ναι, είπε ο Εμετέριο, σκουπίζοντας τα χείλια με τη ράχη του χεριού. Πάει για βοσκός. Να το ξέρει: πρέπει να βγάζεις το ψωμί σου. Η ζωή είναι σκληρή. Ο «καομοίρης» ο Αρουραίος δεν του άφησε μήτε ένα αποκούμπι, να στηριχτεί και να πάρει τα πάνω του.

-Το άσχημο, είπε ο δον Λορένθο, ξύνοντας το αυτί με το μακρύ και κιτρινωπό του νύχι, είναι ότι ο μικρός αξίζει. Θα μπορούσα να τον εκμεταλλευτώ, αν είχα τη δυνατότητα. Είναι ξύπνιος. Πολύ ξύπνιος. Στο σχολείο

Ο Εμετέριο τον έκοψε, φέρνοντας το χέρι μπροστά στα μάτια:
-Καλά, καλά! Εγώ δεν λέω όχι. Όμως πρέπει να βγάζεις το ψωμί σου. Η ζωή όσο πάει και γίνεται χειρότερη.

Παρήγγειλε κι άλλο ποτηράκι. Ο δάσκαλος έγνεψε ναι, με το κεφάλι. Ο Λόπε έφτασε στο Σαγράδο, και φωνάζοντας βρήκε τον Ρόκε τον Μεσαίο. Ο Ρόκε ήταν κάπως σαν καθυστερημένος κι εδώ και δεκαπέντε χρόνια βοσκούσε τα ζωντανά του Εμετέριο. Θα ’ταν γύρω στα πενήντα και δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ. Κοιμήθηκαν μέσα στο ίδιο πλινθόκτιστο καλυβάκι, κάτω απ’ τις βελανιδιές, απολαμβάνοντας την αγκάλη που έφτιαναν οι ρίζες. Στο καλυβάκι χωράγανε μονάχα ξαπλωμένοι κι έπρεπε να μπαίνουν μπουσουλώντας, σχεδόν σερνόντουσαν. Ωστόσο, είχε δροσιά το καλοκαίρι και μπόλικη ζεστασιά τον χειμώνα.  

Το καλοκαίρι πέρασε. Έπειτα το φθινόπωρο κι ο χειμώνας. Οι βοσκοί δεν κατέβαιναν στο χωριό, παρά μονάχα για το πανηγύρι. Κάθε δεκαπέντε, ένας τσοπανάκος τούς ανέβαζε το «κολάρο»: ψωμί, κατσικίσιο λίπος, παστό κρέας, σκόρδα. Μερικές φορές, κρασί μες στο ασκί. Οι κορφές του Σαγράδο ήταν απόλαυση, μ’ ένα βαθύ μπλε, τρομακτικό, εκτυφλωτικό. Ο ήλιος, αψηλός και στρόγγυλος, σαν μία κόρη ματιού απτόητη, εκεί να βασιλεύει. Στην απαλή θολούρα της αυγής, όταν ακόμη δεν ακουγόταν μύγα να πετά μήτε και θρόισμα κανένα, ο Λόπε συνήθιζε να ξυπνά, με την πλίθινη οροφή πάνω από τα μάτια. Έμενε ακίνητος για λίγο, νιώθοντας το κορμί του Ρόκε στο πλευρό, ένας σωρός που ανέπνεε. Έπειτα, σερνόταν προς τα έξω, να κινήσει για τον στάβλο. Στον ουρανό, διασταυρούμενα,  σαν άστρα φευγαλέα, τα ουρλιαχτά χανόντουσαν, ανώφελα, μεγάλα. Ένας Θεός ήξερε το κατά πού θα πέφταν. Όπως οι πέτρες. Όπως τα χρόνια. Ένας χρόνος, δύο, πέντε.

Πέντε χρόνια αργότερα, μια φορά, ο Εμετέριο του μήνυσε με τον τσοπανάκο να κατεβεί. Έβαλε τον γιατρό να εξετάσει τον Λόπε κι είδε πως ήταν γερός και δυνατός, ψήλος σαν κυπαρίσσι.

-Λεβέντης! Είπε ο γιατρός. Ο Λόπε κοκκίνισε και δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει.

Η Φρανθίσκα είχε παντρευτεί κι είχε τρία παιδιά που παίζανε στην είσοδο της πλατείας. Ένας σκύλος τον πλησίασε, με τη γλώσσα έξω. Ίσως και να τον θυμόταν. Τότε είδε τον Μανουέλ Ενρίκεθ, τον συμμαθητή του που στο σχολείο έμενε πάντα στη σκιά του Λόπε. Ο Μανουέλ φορούσε γκρι κοστούμι και γραβάτα. Πέρασε δίπλα τους και τους χαιρέτησε μ’ ένα του νεύμα.   

Η Φρανθίσκα σχολίασε:

-Πήγε μπροστά αυτός. Ο πατέρας του τον έστειλε να σπουδάσει, και πάει για δικηγόρος.

Φτάνοντας στο σιντριβάνι, τον συνάντησε και πάλι. Του ’ρθε να του φωνάξει, έτσι ξαφνικά. Αλλά η φωνή δεν του βγήκε, κόλλησε σαν κόμπος, στον λαιμό.

-Ε! είπε μονάχα. Ή κάτι παρόμοιο.

Ο Μανουέλ γύρισε να τον κοιτάξει, και τον γνώρισε. Έμοιαζε ψέμα: τον γνώρισε. Χαμογελούσε.

-Λόπε! Βρε, ο Λόπε…!

Ποιος μπορούσε να καταλάβει αυτά που έλεγε; Πόσο περίεργη προφορά έχουν οι άνθρωποι, τι παράξενες κουβέντες βγαίνουν από αυτή τη σκοτεινή τρυπούλα του στόματός τους! Ένιωθε το αίμα στις φλέβες του να βράζει, όσο άκουγε τον Μανουέλ Ενρίκεθ.

Ο Μανουέλ άνοιξε μια κασετίνα πλακέ, χρώματος ασημί, με τα πιο λευκά, τα πιο τέλεια τσιγάρα που ’χε δει στη ζωή του. Ο Μανουέλ την έτεινε προς το μέρος του, χαμογελώντας.

Ο Λόπε άπλωσε το χέρι. Τότε συνειδητοποίησε πως ήταν άγριο, χοντροκομμένο. Όπως ένα κομμάτι παστό κρέας. Τα δάχτυλα ήταν άκαμπτα, παράταιρα. Τι περίεργο χέρι, εκείνο του αλλουνού: ένα χέρι εκλεπτυσμένο, με κάτι δάχτυλα μακριά σαν σκουλήκια, ευκίνητα, λευκά, εύκαμπτα. Τι χέρι και τούτο, στο χρώμα του κεριού, με κάτι νύχια που ’λαμπαν, πεντακάθαρα. Τι χέρι παράξενο: ούτε γυναίκες δεν είχαν όμοιό του.

Το χέρι του Λόπε ψαχούλεψε, αδέξιο. Στο τέλος, έπιασε το τσιγάρο, εύθραυστο και λευκό, αφύσικο, μες στα ατσούμπαλα δάχτυλά του: άχρηστο, αταίριαστο, μέσα στα δάχτυλά του. Ο Λόπε ένιωσε να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. 

Ένας σβώλος αίματος είχε μαζευτεί και κατακάτσει στα βλέφαρα ανάμεσα, εκεί, να ωριμάζει. Διέλυσε το τσιγάρο με τα δάχτυλα κι έκανε μεταβολή. Δεν μπορούσε να σταματήσει, μπροστά στην έκπληξη του Μανουέλ που συνέχιζε να του φωνάζει:

-Λόπε! Λόπε!

Ο Εμετέριο ήτανε καθισμένος στο περιστύλιο, με το πουκάμισο, χαζεύοντας τα εγγόνια. Χαμογελούσε βλέποντας τον μεγάλο του εγγονό, ξαποσταίνοντας απ’ τη δουλειά, και το ασκί με το κρασί πιο δίπλα απ’ το χέρι.

Ο Λόπε πήγε κατευθείαν στον Εμετέριο κι είδε τ’ απορημένα και γκρίζα μάτια του.
  -Άντε, παλικάρι, πίσω στο Σαγράδο, ώρα είναι πια…

Στην πλατεία υπήρχε μια τετράγωνη, κοκκινωπή κοτρώνα. Μία από εκείνες τις κοτρώνες, μεγάλες σαν πεπόνια, που τα παιδιά κουβαλάνε από καμιά μάντρα γκρεμισμένη. Αργά-αργά, ο Λόπε την έπιασε στα χέρια του. Ο Εμετέριο τον κοιτούσε, αμέριμνος, με μιαν ελαφρά περιέργεια. Είχε το δεξί του χέρι χωμένο ανάμεσα στη ζώνη και το στομάχι. Δεν του άφησε χρόνο ούτε καν να το βγάλει: ο υπόκωφος γδούπος, οι πιτσιλιές πάνω στο στήθος απ’ το ίδιο του το αίμα, ο θάνατος κι ο αιφνιδιασμός, σαν δυο αδέλφια, ανεβήκαν έτσι κατά πάνω του, χωρίς δεύτερη σκέψη.

Όταν τον πήραν με τις χειροπέδες, ο Λόπε έκλαιγε. Κι όταν οι κυράδες, στριγκλίζοντας σαν λύκαινες, να τον χτυπήσουν ήθελαν, πηγαίναν στο κατόπι του, με τις μαντίλες υψωμένες πάνω από τα κεφαλιά, σημάδι αγανάκτησης, «Θεέ μου, αυτόν, που τον είχε μαζέψει. Θεέ μου, αυτόν, που τον έκανε άνθρωπο. Θεέ μου, που θα ’χε πεθάνει της πείνας αν δεν ήταν αυτός…», ο Λόπε μονάχα έκλαιγε κι έλεγε:

-Ναι, ναι, ναι

Μετάφραση: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου