Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Κάρλος Φουέντες: Τσακ Μοόλ



Ένα από τα σημαντικότερα διηγήματα του μεξικανού συγγραφέα και στοχαστή, από τη συλλογή Los días enmascarados (1954), στο οποίο αποτυπώνονται με τρόπο έκδηλο οι σημαντικότερες αγωνίες του Κάρλος Φουέντες: το προ-ισπανικό παρελθόν της χώρας του, η Μεξικανική Επανάσταση, η καινοτομία στον τρόπο γραφής, η θρησκεία, η πραγματικότητα. (ΣτΜ)
 
Maya_Chac_Mool_by_Luis_Alberto_Melograna

Τσακ Μοόλ[1]

Πριν από λίγο καιρό ο Φιλιμπέρτο πέθανε από πνιγμό στο Ακαπούλκο. Συνέβη μες στη Μεγάλη Εβδομάδα. Παρότι απολυμένος από την Υπηρεσία, ο Φιλιμπέρτο δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον καθιερωμένο πειρασμό τού να επισκεφτεί, όπως όλα τα χρόνια, την γερμανική πανσιόν, να φάει το σάουρκραουτ[2] πασπαλισμένο απ’ τους χυμούς της τροπικής κουζίνας, να χορέψει στην Κεμπράδα το Μεγάλο Σαββάτο και να νιώσει «αναγνωρίσιμος» στη σκοτεινή ανωνυμία του δειλινού στην Πλάγια ντε Όρνος. Ξέραμε φυσικά ότι στα νιάτα του είχε υπάρξει καλός κολυμβητής, όμως τώρα, στα σαράντα του, και την παρακμή αποτυπωμένη στην όψη του, να θέλει να διασχίσει το μακρύ στενό μεταξύ της Καλέτα και της νήσου Ροκέτα! Η Φράου Μίλερ δεν επέτρεψε να τον ξαγρυπνήσουν –έναν τόσο παλαιό πελάτη- στην πανσιόν. Αντ’ αυτού, οργάνωσε την ίδια εκείνη τη βραδιά έναν χορό στην αποπνικτική βεραντούλα, την ώρα που ο Φιλιμπέρτο περίμενε, χλωμός μέσα στην κάσα του, την αναχώρηση του πρωινού λεωφορείου από την αφετηρία, περνώντας παρέα με κούτες και κασόνια την πρώτη νύχτα της νέας του ζωής. Όταν έφτασα, νωρίς, να επιβλέψω την φόρτωση του φέρετρου, ο Φιλιμπέρτο βρισκόταν κάτω από μια ταφόπλακα με κοκοφοίνικες, μιας και ο οδηγός μάς είπε να τον τακτοποιήσουμε στο σκέπαστρο, σκεπάζοντάς τον με μουσαμάδες, για να μην αναστατωθούν οι επιβάτες –κι ούτε που να τον είχαμε ματιάσει.  

Φύγαμε απ’ το Ακαπούλκο με την πρωινή αύρα. Μέχρι την Τιέρα Κολοράδα ο ήλιος και η ζέστη είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Τρώγοντας πρωινό αυγά με λουκάνικα, άνοιξα τον χαρτοφύλακα του Φιλιμπέρτο, που είχα μαζέψει την προηγούμενη από την πανσιόν των Μίλερ, μαζί με τα υπόλοιπα προσωπικά του είδη: διακόσια πέσος, μια εφημερίδα απαγορευμένη στο Μεξικό, αποκόμματα λαχείων, το εισιτήριο μονής διαδρομής –γιατί μονής;-. Και το φτηνό τετράδιο, με τα τετραγωνισμένα φύλλα και το διαφανές κάλυμμα στο εξώφυλλο.

Τόλμησα να το διαβάσω, παρά τις στροφές, την δυσοσμία του εμετού κι ένα κάποιο αίσθημα σεβασμού προς τα προσωπικά του μακαρίτη φίλου μου. Θα μου θύμιζε -ναι ξεκινούσε με αυτό- τις καθημερινές μας δουλειές στο γραφείο· θα μάθαινα, πιθανώς, γιατί έφτασε να ξεπέσει, παραμελώντας τις υποχρεώσεις του, γιατί υπαγόρευε ανακοινώσεις δίχως νόημα, δίχως αριθμό, δίχως τη σήμανση «Αποτελεσματική Ψήφος»[3]. Γιατί, τελικά, έφυγε τσαλακωμένος, αποχαιρετώντας τη σύνταξη, αψηφώντας την ιεραρχία.

«Σήμερα πήγα να κανονίσω τα της συντάξεως μου. Ο συνήγορος, συμπαθέστατος. Έφυγα τόσο χαρούμενος που αποφάσισα να ξοδέψω πέντε πέσος σ’ ένα καφέ. Είναι στο ίδιο που πηγαίναμε νεαροί και στο οποίο πια δεν πατάω, γιατί μου θυμίζει ότι στα είκοσί μου είχα ευχέρεια για περισσότερες πολυτέλειες απ’ ό,τι στα σαράντα. Τότε όλοι βρισκόμασταν στο ίδιο μήκος κύματος, θα απορρίπταμε σθεναρά την όποια μειωτική άποψη για συνάδελφο. Στην πραγματικότητα, δίναμε την μάχη για εκείνους των οποίων  η ταπεινή καταγωγή ή η έλλειψη αισθητικής συζητιόταν κατ’ ιδίαν. Εγώ ήξερα ότι πολλοί εξ αυτών (ίσως οι πιο ταπεινοί) θα έφταναν πολύ ψηλά, κι εδώ, στη Σχολή, επρόκειτο να σφυρηλατηθούν οι πιο μακροχρόνιες φιλίες που θα μας συνόδευαν σε κάθε τρικυμία. Όχι, δεν έγινε έτσι. Δεν υπήρξαν κανόνες. Πολλοί από τους ταπεινόφρονες έμειναν εκεί, πολλοί έφτασαν υψηλότερα απ’ όσο προβλέπαμε σ’ εκείνες τις φλογερές κι ευχάριστες συναθροίσεις. Άλλοι, που εμφανιζόμασταν ως πολλά υποσχόμενοι, μείναμε στα μισά του δρόμου, καταρρακωμένοι από μια εξωσχολική δοκιμασία, αποκλεισμένοι από μιαν αόρατη γραμμή που ξεχωρίζει αυτούς που θριάμβευσαν από αυτούς που δεν κατάφεραν τίποτα. Σήμερα τελικά ξανακάθισα στα μοντέρνα καθίσματα –ακόμη υπάρχει μια μικρή μπάρα, ως άλλο οδόφραγμα σε πιθανή εισβολή- προσπαθώντας να διαβάσω υπηρεσιακά έγγραφα. Είδα πολλούς, αλλαγμένους, αμνησιακούς, ρετουσαρισμένους απ’ τον φωτισμό νέον, ευκατάστατους. Μ’ ένα καφέ που σχεδόν δεν αναγνώριζα, με την πόλη ίδια, με το πέρασμα του χρόνου να τους έχει σμιλέψει με διαφορετικό ρυθμό απ’ ό,τι εμένα. Όχι, δεν με αναγνώριζαν πια, ή δεν ήθελαν να με αναγνωρίσουν. Ένας δυο το πολύ, με ένα χτύπημα στον ώμο, βιαστικό και άγαρμπο. Τι κάνεις γέρο, αντίο. Ανάμεσα μας μεσολαβούσαν οι δεκαοκτώ τρύπες του Γκολφ Κλαμπ. Χώθηκα μες στα έγγραφα, να μεταμφιεστώ. Παρέλασαν τα χρόνια των μεγάλων προσδοκιών, των ευοίωνων προβλέψεων, όπως και καθετί που εμπόδισε την πραγματοποίηση τους. Ένιωσα αγωνία απ’ την αδυναμία να χώσω τα δάκτυλα στο παρελθόν και να ταιριάξω τα κομμάτια ενός παρατημένου παζλ. Όμως, το μπαούλο με τα παιχνίδια σιγά-σιγά ξεχνιέται και στο κάτω-κάτω, ποιος να ξέρει πού να πήγαν τα μολυβένια στρατιωτάκια, τα κράνη, τα ξύλινα σπαθιά; Οι αγαπημένες μεταμφιέσεις δεν ήταν τίποτε περισσότερο. Κι όμως υπήρχε συνέπεια, πειθαρχία, αφοσίωση στο καθήκον. Δεν ήταν αρκετό ή περίσσευε; Ώρες-ώρες με κυρίευε η ανάμνηση του Ρίλκε. Η σημαντικότερη ανταμοιβή της νεανικής περιπέτειας πρέπει να είναι ο θάνατος, πρέπει να φεύγουμε νέοι με όλα τα μυστικά μας. Σήμερα, δεν θα χρειαζόταν να στρέψουμε το βλέμμα στις πόλεις από αλάτι. Πέντε πέσος; Και δύο πουρμπουάρ.»  

«Ο Πέπε, πέρα από το πάθος του για το Εμπορικό Δίκαιο, αρέσκεται να θεωρητικολογεί. Με είδε να βγαίνω από το Κατεδράλ και περπατήσαμε προς το Παλάσιο. Είναι άπιστος και σαν να μην έφτανε αυτό, στα μισά του τετραγώνου βάλθηκε να σκαρφιστεί και μια θεωρία. Πως αν εγώ δεν ήμουν Μεξικάνος, δεν θα λάτρευα τον Χριστό και… Όχι, κοίτα, είναι φανερό. Έρχονται οι Ισπανοί και σου προτείνουν λάτρεψε έναν Θεό, νεκρό, μια μάζα αίματος, με τα πλευρά πληγωμένα, καρφωμένο σ’ έναν σταυρό. Θυσιάστηκε. Προσφέρθηκε. Τι πιο φυσικό και πιο κοντινό συναίσθημα στο δικό σου τελετουργικό, στην ίδια σου τη ζωή; Φαντάσου, αντιθέτως, να είχαν κατακτήσει το Μεξικό βουδιστές ή μωαμεθανοί. Κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί τους ιθαγενείς μας να προσκυνούν ένα άτομο που πέθανε από δυσπεψία. Όμως έναν Θεό που δεν αρκείται στο να θυσιάζεσαι για αυτόν, αλλά να θέλει να σου ξεριζώσουν και την καρδιά… ρε, δεν θα ’μαστε καλά, και πάπαλα ο Ουιτζιλοπότλι[4]! Ο χριστιανισμός, στην πιο ένθερμη κι αιμοβόρα εκδοχή του, αυτήν που αφορά την θυσία και το λειτουργικό του, φαντάζει ως η φυσική προέκταση της θρησκείας των ιθαγενών. Έννοιες όπως φιλανθρωπία, αγάπη και το άλλο μάγουλο, αντιθέτως, απορρίπτονται. Και τα πάντα στο Μεξικό συνηγορούν στο εξής: πρέπει να σκοτώσεις τους ανθρώπους για να μπορέσεις να πιστέψεις σε αυτούς.»

«Ο Πέπε γνώριζε το πάθος μου, από μικρός, για κάποιες μορφές της αρχαίας μεξικανικής τέχνης. Συλλέγω αγαλματίδια, είδωλα, μπιχλιμπίδια. Τα Σαββατοκύριακά μου τα περνώ στην Τλαξκάλα ή στην Τεοτιουακάν[5]. Μάλλον γι αυτό και του αρέσει να συσχετίζει όλες τις θεωρίες που φτιάχνει για χάρη μου με τέτοια θέματα. Σαφώς και ψάχνω για μιαν αξιοπρεπή ρεπλίκα του Τσακ Μοόλ εδώ και καιρό, και σήμερα ο Πέπε μ’ ενημερώνει για ένα μέρος στη Λαγκουνίγια, όπου πουλιέται μια πέτρινη κι ακούγεται και οικονομική. Θα πάω την Κυριακή.

»Ένας φαρσέρ έβαψε κόκκινο το νερό της κανάτας στο γραφείο, με την επακόλουθη διατάραξη των εργασιών. Έπρεπε να το αναφέρω στον διευθυντή, ο οποίος αρκέστηκε να ξεκαρδιστεί. Ο ένοχος επωφελήθηκε της ευκαιρίας να γελά πίσω απ’ την πλάτη μου όλη μέρα, με αστεία διαρκώς γύρω απ’ το νερό. Τσ…!» 

«Σήμερα, Κυριακή, ευκαίρησα να πάω στη Λαγκουνίγια. Βρήκα τον Τσακ Μόολ στο μαγαζάκι που μου υπέδειξε ο Πέπε. Πρόκειται για ένα υπέροχο κομμάτι, σε φυσικό μέγεθος, και παρόλο που ο έμπορος εγγυάται  την αυθεντικότητά του, αμφιβάλλω. Η πέτρα  είναι συνηθισμένη, όμως αυτό δεν μειώνει ούτε την καλαισθησία της πόζας ούτε το αρραγές της κατασκευής. Ο κατεργάρης ο πωλητής φρόντισε να του πασαλείψει με σάλτσα ντομάτας την κοιλιά για να πειστούν οι τουρίστες περί της αιμοδιψούς αυθεντικότητας του γλυπτού. 

»Η μεταφορά στο σπίτι μού κόστισε περισσότερο απ’ ό,τι η αγορά. Όμως είναι πια εδώ, μέχρι στιγμής στο υπόγειο και για όσο ξανατακτοποιώ το δωμάτιό μου με τα τρόπαια για να του κάνω χώρο. Τέτοιες φιγούρες χρειάζονται ήλιο, κατακόρυφο και φλογερό: ήταν στοιχείο και συνθήκη τους. Χάνει πολύ στη σκοτεινιά του υπογείου, έτσι σαν ένα μπούγιο που ασφυκτιά, και η γκριμάτσα του δείχνει να μας μαλώνει που του στερούμε το φως. Ο έμπορος το είχε ακριβώς κάτω από έναν προβολέα, να του αμβλύνει όλες τις γωνίες, δίνοντας στον Τσακ Μοόλ μου μια έκφραση πιο συμπαθητική. Θα ’πρεπε ν’ ακολουθήσω το παράδειγμά του.»  

»Ξημέρωσε με τα υδραυλικά ξεχαρβαλωμένα. Από απροσεξία, άφησα το νερό ανοιχτό στην κουζίνα, ξεχείλισε, έτρεξε στο πάτωμα κι έφτασε μέχρι το υπόγειο. Ο Τσακ Μοόλ αντέχει την υγρασία, αλλά οι βαλίτσες μου υπέφεραν, κι όλα δαύτα ημέρα εργάσιμη, αναγκάστηκα να καθυστερήσω στο γραφείο.»

»Ήρθαν, επιτέλους, να φτιάξουν τα υδραυλικά. Οι βαλίτσες, κυρτωμένες. Κι ο Τσακ Μοόλ έχει πιάσει γλίτσα στη βάση.»  

»Ξύπνησα στη μία: άκουσα ένα φοβερό βογγητό. Κλέφτες, σκέφτηκα. Καθαρή φαντασία.»

»Οι νυχτερινοί στεναγμοί συνεχίζονται. Δεν ξέρω πού να τους αποδώσω, αλλά μ’ έχει πιάσει νευρικότητα. Σα να μην έφτανε αυτό, τα υδραυλικά ξαναχάλασαν, και οι βροχές πέρασαν μέσα, πλημυρίζοντας το υπόγειο.»

»Ο υδραυλικός δεν έρχεται, έχω απελπιστεί. Για την υπηρεσία της Νομαρχίας, καλυτέρα να μην μιλήσω. Είναι η πρώτη φορά που το νερό της βροχής δεν διοχετεύεται στα φρεάτια κι έρχεται να χωθεί στο δικό μου υπόγειο. Τα βογγητά σταμάτησαν: το ’να φτιάχνει, τ’ άλλο χαλάει.»

Στράγγιξαν το υπόγειο, κι ο Τσακ Μοόλ είναι γεμάτος γλίτσα. Του δίνει μια όψη καρικατούρας, μιας κι όλη η επιφάνεια του γλυπτού μοιάζει να υποφέρει από ένα πράσινο ανεμοπύρωμα, εκτός απ’ τα μάτια που παραμένουν πέτρινα. Θα εκμεταλλευτώ την Κυριακή για να τρίψω τα μούσκλια. Ο Πέπε μου συνέστησε ν’ αλλάξω διαμέρισμα, στον τελευταίο όροφο μάλιστα, για ν’ αποφύγω υδάτινες τραγωδίες σαν και τούτη. Όμως δεν μπορώ ν’ αφήσω αυτή τη σπιταρόνα, οπωσδήποτε πολύ μεγάλη για κάποιον μόνο σαν κι εμένα, κάπως πένθιμο με την πορφυριανή[6] του αρχιτεκτονική, που είναι όμως και η μοναδική κληρονομιά κι ανάμνηση απ’ τους γονείς μου. Δεν ξέρω τι θα μου προκαλούσε το να βλέπω ένα μπαρ με τζουκ-μποξ στο υπόγειο κι έναν οίκο διακόσμησης από πάνω.»

»Πήγα να τρίψω τη γλίτσα του Τσακ Μοόλ με σπάτουλα. Τα μούσκλια έμοιαζαν πια ν’ αποτελούν μέρος της πέτρας. Ήταν δουλειά περισσότερη της μιας ώρας, και δεν μπόρεσα να την τελειώσω πριν από τις έξι το απόγευμα. Δεν ήταν δυνατό να διακρίνω μες στο ημίφως, και να τελειώσω μια και καλή, ακολουθούσα με το χέρι το περίγραμμα της πέτρας. Κάθε φορά που επαναλάμβανα ένα πέρασμα, το κομμάτι έμοιαζε να μαλακώνει. Δεν ήθελα να το πιστέψω: είχε γίνει σχεδόν πολτός. Ο έμπορος της Λαγκουνίγια με εξαπάτησε. Η τάχα μου προ-κολομβιανή γλυπτική του είναι σκέτος ασβέστης, και η υγρασία στο τέλος θα την διαλύσει. Τον τύλιξα με κάτι κουρέλια, κι αύριο θα τον ανεβάσω στο πάνω δωμάτιο, προτού υποστεί ολική καταστροφή».   

»Τα κουρέλια είναι στο πάτωμα. Απίστευτο. Αναψηλάφησα τον Τσακ Μοόλ. Έχει σκληρύνει μεν, αλλά δεν έχει γίνει δα και πέτρα. Δεν θέλω ούτε να το γράψω: έχει στη ράχη κάτι από υφή σάρκας, το πατάω σαν λάστιχο, νοιώθω πως κάτι τρέχει μ’ αυτή την ξαπλωμένη φιγούρα… Κατέβηκα τη νύχτα και πάλι. Δεν χωράει αμφιβολία: ο Τσακ Μοόλ έχει χνούδι στα χέρια».

»Αυτό δεν μου είχε ξανασυμβεί. Υπέπεσα σε ολίσθημα στο γραφείο. Εκτέλεσα διαταγή πληρωμής αθεώρητη, κι ο διευθυντής αναγκάστηκε να μου εφιστήσει την προσοχή. Πιθανόν να έφτασα και στα όρια της αγένειας με τους συναδέλφους. Πρέπει να με δει γιατρός, να μάθω αν πρόκειται για φαντασιώσεις, ή παραλήρημα, ή ό,τι άλλο, και ν’ απαλλαχτώ κι απ’ αυτόν τον διαολεμένο τον Τσακ Μοόλ».  

Μέχρι εδώ, η γραφή του Φιλιμπέρτο ήταν η γνωστή από παλιά, αυτή που τόσες φορές είχα δει σε υπομνήματα και καταστάσεις, πλατιά και στρόγγυλη. Η καταχώρηση της 25ης Αύγουστου, έμοιαζε γραμμένη από κάποιον άλλον. Κάποιες φορές σαν παιδιού, πασχίζοντας να χωρίσει τα γράμματα. Άλλες πάλι, νευρική, ν’ αποσυντίθεται στα όρια του ακατάληπτου. Υπάρχουν τρεις μέρες κενές, και η αφήγηση συνεχίζεται. 

»Τα πάντα είναι τόσο φυσικά, που άντε μετά να πιστέψεις τι είναι πραγματικό… όμως αυτό είναι, πιο πολύ κι απ’ όσο μπορώ εγώ να πιστέψω. Αν είναι πραγματική μια κανάτα, ή περισσότερες, διότι αντιλαμβανόμαστε καλυτέρα την ύπαρξή της, ή την παρουσία, σαν βάψει κόκκινο το νερό ένας χωρατατζής… Πραγματικό το εφήμερο σύννεφο καπνού από τσιγάρο, πραγματική τερατόμορφη εικόνα στο παιχνίδι με τους καθρέφτες του λούνα-παρκ, όλα πραγματικά, σάμπως δεν είναι κι όλοι οι νεκροί, παρόντες και ξεχασμένοι;… Αν κάποιος στον ύπνο του διέσχιζε τον Παράδεισο, και του ’διναν ένα λουλούδι ως απόδειξη του ότι ήταν εκεί, κι όταν ξυπνούσε το ’βρισκε στο χέρι του… Τότε, τι;… Πραγματικότητα: κάποια μέρα πες πως το έκαναν χίλια κομμάτια, τα πέταλα εκεί, ο μίσχος εδώ, κι εμείς που δεν γνωρίσαμε κάτι περισσότερο από ένα τμήμα απ’ το τεμαχισμένο του κορμί. Ένας ωκεανός ελεύθερος κι  επίπλαστος, πραγματικός μονάχα σαν φυλακιστεί μέσα σ’ ένα κοχύλι. Μέχρι πριν από τρεις μέρες, η πραγματικότητά μου έφτανε μέχρι του βαθμού που σήμερα έχω αφήσει πίσω: ήταν αντανακλαστική κίνηση, συνήθεια, ανάμνηση, χαρτόνι. Κι ύστερα, όπως η γη που μια μέρα τρέμει για να μας θυμίσει τη δύναμή της, ή τον θάνατο που θα ’ρθει, επικρίνοντάς με για λησμονιά σ’ όλη μου τη ζωή, παρουσιάζεται μια άλλη πραγματικότητα που ξέραμε πως είναι ’κει, αυτόβουλη, και πως πρέπει να μας ταρακουνήσει για να γίνει ζωντανή και παρούσα. Πίστευα, και πάλι, πως ήταν η φαντασία: ο Τσακ Μοόλ, μαλακός και κομψός, είχε αλλάξει χρώμα μέσα σε μια νύχτα. Κίτρινος, σχεδόν χρυσαφένιος, έμοιαζε να μου δείχνει πως είναι ένας θεός, για την ώρα πλαδαρός, με τα γόνατα τώρα πιο χαλαρά, με το πιο καλοκάγαθο χαμόγελο. Και χθες, επιτέλους, ένα απότομο ξύπνημα, με την τρομακτική σιγουριά πως υπάρχουν δυο αναπνοές μες στη νυχτιά, πως στο σκοτάδι χτυπούν περισσότεροι παλμοί απ’ τους δικούς μου. Ναι, ακούγονταν βήματα στη σκάλα. Εφιάλτης. Ας ξανακοιμηθώ… δεν ξέρω πόση ώρα προσπάθησα να κοιμηθώ. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια, ακόμη δεν είχε ξημερώσει. Το δωμάτιο μύριζε τρόμο, λιβάνι κι αίμα. Με μαύρα τα μάτια, διέσχισα την κάμαρα, μέχρι που σταμάτησα σε δυο κοιλότητες φωτός που τρεμοέπαιζαν, σε δυο χαρταετούς ζοχαδιασμένους και κίτρινους. 

Χωρίς ανάσα σχεδόν άναψα το φως.

»Εκεί βρισκόταν ο Τσακ Μοόλ, ανασηκωμένος, χαμογελαστός, ωχρός, με τη ροδαλή του στομάχα. Με καθήλωναν τα δυο ματάκια, σχεδόν αλλήθωρα, προσκολλημένα στην τριγωνική του μύτη. Τα κάτω δόντια, να δαγκώνουν το άνω χείλος, ακίνητα. Μονάχα η λάμψη της τετράγωνης κάσκας πάνω στο δυσανάλογα ογκώδες κεφάλι εξέπεμπε ζωή. Ο Τσακ Μοόλ προχώρησε προς το κρεβάτι, και τότε ξεκίνησε να βρέχει».  

Θυμάμαι πως τέλη Αυγούστου, ο Φιλιμπέρτο απολύθηκε από τη Γραμματεία, με δημόσια επίπληξη απ’ τον Διευθυντή, και φήμες περί παράνοιας, ακόμη κι υπεξαίρεσης. Αυτό δεν το πίστεψα. Σίγουρα είδα κάποιες παράλογες ενασχολήσεις, με ερωτήσεις στον Προϊστάμενο αν γίνεται να μυρίζει το νερό, και με τις υπηρεσίες του στη διάθεση του Γραμματέα Υδατίνων Πόρων για να κάνει να βρέξει στην έρημο. Δεν ήξερα τι εξήγηση να δώσω. Σκέφτηκα μήπως οι ιδιαιτέρως ισχυρές βροχοπτώσεις, του καλοκαιριού εκείνου, τον είχαν τσαντίσει. Ή την οποία ηθική κατάπτωση μπορούσε να προκαλέσει η ζωή σ’ εκείνη την παμπάλαια σπιταρόνα, με τα μισά δωμάτια αμπαρωμένα και σκονισμένα, δίχως παιδιά και οικογενειακή ζωή. Οι ακόλουθες σημειώσεις είναι από τα τέλη Σεπτέμβρη:

»Ο Τσακ Μοόλ μπορεί να γίνει συμπαθής όταν θέλει, … ένα νερό γάργαρο, γεμάτο σαγήνη… Ξέρει φανταστικές ιστορίες για τους μουσώνες, τις βροχές του ισημερινού, τις ταλαιπωρίες στην έρημο. Κάθε φυτό σέρνει και τη δική του μυθική πατρότητα: ιτιά, η παραστρατημένη του κόρη· λωτοί: οι χαϊδεμένοι του· πεθερά του: ο κάκτος. Αυτό που δεν μπορώ ν’ αντέξω είναι η μυρωδιά, υπερβαίνει τ’ ανθρώπινα όρια, που απορρέει από μια σάρκα που δεν είναι τέτοια, απ’ τα σανδάλια που βρίθουν αρχαιότητας. Με χαμόγελο φανταχτερό, ο Τσακ Μοόλ αποκαλύπτει το πώς ανακαλύφθηκε από τον Λε Πλονζόν[7], και ήρθε σε φυσική επαφή με ανθρώπους από διαφορετικούς συμβολισμούς. Το πνεύμα του επέζησε στο πιθάρι και την τρικυμία, φυσικά. Η πέτρα του είν’ άλλο πράγμα, και τ’ ότι την έσυρα μες στα σκοτάδια είναι επίπονο και πέρα από τη φύση του. Νομίζω πως δεν θα το συγχωρέσει ποτέ ο Τσακ Μοόλ. Γνωρίζει καλά το επικείμενο του αισθητικού γεγονότος.  
 
»Χρειάστηκε να του προσφέρω σαπούνι για να πλύνει το στομάχι που ο έμπορος τού πασάλειψε με κέτσαπ, νομίζοντας πως είναι Αζτέκος: Δεν φάνηκε να του καλαρέσει η ερώτηση μου σχετικά με τη συγγένεια του με τον Τλάλοκ[8], κι όταν θυμώνει, τα δόντια του, εκ προοιμίου αποκρουστικά, γίνονται αιχμηρά κι αστράφτουν. Τις πρώτες μέρες κατέβαινε να κοιμηθεί στο υπόγειο, από τα χθες, στο κρεβάτι μου»  

» Έχει ξεκινήσει η εποχή της ξηρασίας. Χθες, από το σαλόνι όπου τώρα κοιμάμαι, άρχισα να ακούω τους ιδίους κακόφωνους αναστεναγμούς όπως και στις αρχές, συνοδευόμενους από φοβερούς θορύβους. Ανέβηκα και μισάνοιξα την πόρτα της κάμαρης: ο Τσακ Μοόλ έσπαγε τα φωτιστικά, τα έπιπλα. Έδωσε ένα σάλτο προς την πόρτα με τα χέρια γδαρμένα, και μόλις που πρόλαβα να κλείσω και να πάω να κρυφτώ στο μπάνιο… Αργότερα κατέβηκε λαχανιασμένος και ζήτησε νερό. Όλη τη μέρα αφήνει ανοιχτές τις βρύσες, δεν έχει μείνει σπιθαμή στεγνή στο σπίτι. Αναγκάζομαι να κοιμάμαι κουκουλωμένος για τα καλά, και του ζήτησα να μην μουσκέψει άλλο το σαλόνι». 

»Ο Τσακ Μοόλ πλημμύρισε σήμερα το σαλόνι. Εξοργισμένος, είπε πως είχα πρόθεση να τον επιστρέψω στη Λαγκουνίγια. Τόσο φοβερό όσο το γελάκι του –τρομακτικά διαφορετικό απ’ οποιοδήποτε γέλιο ανθρώπου ή ζώου- ήταν και η σφαλιάρα που μου ‘δωσε, μ’ εκείνο το φορτωμένο από βαριά μπρασελέ χέρι. Οφείλω να το αναγνωρίσω: είμαι φυλακισμένος του. Η αρχική μου ιδέα ήταν διαφορετική: εγώ θα εξουσίαζα τον Τσακ Μοόλ, όπως εξουσιάζεις ένα παιχνίδι. Ήταν, ίσως, η προέκταση της παιδικής μου ανασφάλειας. Αλλά η παιδική νιότη –ποιος να το ‘πε;- είναι ένα φρούτο που το τρων τα χρόνια, κι εγώ ούτε που πήρα είδηση… Έχει πάρει τα ρούχα μου και βάζει τη ρόμπα κάθε που αρχίζει και του φυτρώνει πράσινη γλίτσα. Ο Τσακ Μοόλ έχει συνηθίσει να τον υπάκουνε, ανέκαθεν. Εγώ που δεν χρειάστηκε ποτέ να δώσω διαταγές, μπορώ μονάχα να κάνω πίσω. Όσο δεν βρέχει –κι οι μαγικές του ικανότητες;- θα ζει μες στο θυμό και θα του φταίνε όλα.   

Σήμερα ανακάλυψα ότι ο Τσακ Μοόλ τις νύχτες ξεπορτίζει. Πάντοτε, με το που νυχτώνει, τραγουδά ένα τραγούδι μαστιγωτικό και παμπάλαιο, πιο παλιό κι από τον στίχο τον ίδιο. Μετά παύει. Χτύπησα αρκετές φορές την πόρτα του, κι όταν δεν μου απάντησε, τόλμησα να εισέρθω. Η κάμαρα, που δεν είχα ξαναδεί από τη μέρα που προσπάθησε να μου επιτεθεί το άγαλμα, έχει γίνει πια ερείπια, κι εκεί συγκεντρώνεται η οσμή από λιβάνι και αίμα, που έχει ποτίσει το σπίτι. Όμως πίσω από την πόρτα, υπάρχουν οστά: οστά από σκύλους, ποντίκια και γάτες. Αυτό είναι που αρπάζει τις νύχτες ο Τσακ Μοόλ για να επιβιώσει. Αυτό εξηγεί και τα σπαρακτικά γρυλίσματα κάθε που χαράζει».   

«Φλεβάρης, στεγνός. Ο Τσακ Μοόλ παρακολουθεί στενά το κάθε μου βήμα. Μ’ έβαλε να τηλεφωνήσω σε μαγαζί για να μου φέρνουν καθημερινώς ρύζι με κοτόπουλο. Όμως αυτά που αποκόμισα απ’ το γραφείο ήδη αρχίζουν και στερεύουν. Συνέβη το αναπόφευκτο: από την πρώτη μέρα, μου έκοψαν το νερό και το ρεύμα λόγω μη πληρωμής. Όμως ο Τσακ έχει ανακαλύψει μια δημόσια βρύση δυο τετράγωνα από ’δώ. Κάθε μέρα κάνω δέκα με δώδεκα διαδρομές για νερό, κι αυτός να με παρακολουθεί απ’ τη βεράντα. Λέει πως έτσι και προσπαθήσω να το σκάσω, θα με κάνει κάρβουνο –είναι Θεός και του Κεραυνού. Αυτό που δεν ξέρει είναι πως έχω πάρει χαμπάρι τις νυχτερινές του τσάρκες… Αφού δεν έχει φως, αναγκάζομαι να πλαγιάζω απ’ τις οκτώ. Θα έπρεπε ήδη να έχω συνηθίσει τον Τσακ Μοόλ, όμως πριν από λίγο, έπεσα πάνω του στη σκάλα, ένιωσα τα παγωμένα του χέρια, τα λέπια στην ανανεωμένη του επιδερμίδα, και μου ’ρθε να βάλω τις φωνές.

»Εάν δεν βρέξει σύντομα, ο Τσακ Μοόλ θα ξαναγίνει πέτρα. Παρατήρησα την πρόσφατη δυσχέρεια στη μετακίνησή του. Κάποιες φορές πλαγιάζει για ώρες, παράλυτος, και μοιάζει να είναι, εκ νέου, είδωλο. Όμως αυτές οι ξάπλες απλώς του δίνουν δύναμη για να με βασανίσει, να με γδάρει λες και θα μπορούσε να βγάλει κάτι το υγρό από τη σάρκα μου. Αποτελούν ήδη παρελθόν εκείνα τα ευχαρίστα διαλείμματα που μου διηγούταν ιστορίες παλιές, νιώθω έκδηλη μια συσσωρευμένη δυσαρέσκεια. Υπήρξαν κι άλλες ενδείξεις που μ’ έβαλαν σε σκέψεις: η κάβα μου στερεύει, χαϊδεύει το μετάξι της ρόμπας, θέλει να φέρω παραδουλεύτρα στο σπίτι, μ’ έβαλε να του μάθω να χρησιμοποιεί σαπούνι και λοσιόν. Πιστεύω πως ο Τσακ Μοόλ αρχίζει να υποκύπτει σε πειρασμούς ανθρώπινους, μέχρι και κάτι το γερασμένο υπάρχει πλέον στο πρόσωπο του που πρώτα έμοιαζε παντοτινό. Εδώ μπορεί να βρίσκεται η σωτηρία μου: αν ο Τσακ εξανθρωπίζεται, είναι πιθανόν όλοι οι αιώνες της ζωής του να συσσωρευτούν με μιας και να πέσει κάτω σμπαραλιασμένος. Αλλά, εδώ, μπορεί να κρύβεται κι ο θάνατος μου: ο Τσακ δεν θα θελήσει να ’μαι παρών στη συντριβή του, και πιθανόν να θελήσει να με σκοτώσει. 

Σήμερα θα εκμεταλλευτώ τη νυχτερινή εξόρμηση του Τσακ για να το σκάσω. Θα πάω στο Ακαπούλκο. Θα δούμε τι μπορεί να γίνει για να πιάσω δουλειά, και να περιμένω τον θάνατο του Τσακ Μοόλ –ναι, πλησιάζει· είναι πρησμένος, με άσπρες τρίχες. Χρειάζομαι ήλιο, να κολυμπήσω, ν’ ανακτήσω δυνάμεις. Μου ’χουν μείνει τετρακόσια πέσος. Θα πάω στην Πανσιόν Μίλερ, που είναι φτηνή και άνετη. Ας τα πάρει όλα δικά του ο Τσακ Μοόλ, να δούμε πόσο θα κρατήσει δίχως τους τόσους κουβάδες νερό.»

Εδώ τελειώνει το ημερολόγιο του Φιλιμπέρτο. Δεν θέλησα να ξαναφέρω στο νου το αφήγημά του, κοιμήθηκα μέχρι την Κουερναβάκα. Από ’κει ως το Μεξικό αποπειράθηκα να δώσω συνέχεια στο γραπτό, να το συσχετίσω με τον φόρτο εργασίας, με κάποιο ψυχολογικό κίνητρο. Όταν στις εννιά το βράδυ φτάσαμε στον σταθμό, ακόμη δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τη λόξα του φίλου μου. Νοίκιασα μια νεκροφόρα να πάει το φέρετρο στο σπίτι του Φιλιμπέρτο, κι από εκεί να κανονίσω τα της κηδείας. 

Πριν να μπορέσω να βάλω  το κλειδί στην πόρτα, αυτή άνοιξε. Εμφανίστηκε ένας ιθαγενής κιτρινιάρης, με ρόμπα σπιτιού και φουλάρι. Η όψη του δεν μπορούσε να ’ναι πιο αποκρουστική· απέπνεε μια μυρωδιά φτηνής λοσιόν· το πρόσωπο του, πουδραρισμένο, ήθελε να καλύψει τις ρυτίδες· είχε το στόμα πασαλειμμένο από κραγιόν κακοβαλμένο, και το μαλλί του έδινε την εντύπωση πως είναι βαμμένο.

-Με συγχωρείτε… δεν ήξερα πως ο Φιλιμπέρτο θα…
-Δεν πειράζει, τα ξέρω όλα. Πέστε στους ανθρώπους να φέρουν τον νεκρό στο υπόγειο. 

Μετάφραση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου
    
    


[1] Είδος προ-κολομβιανών γλυπτών της Κεντρικής Αμερικής.
[2] Πιάτο παραδοσιακό της Αλσατίας με λουκάνικα και άλλα είδη κρεάτων.
[3] Sufragio Efectivo No Reelección: σύνθημα της Μεξικανικής Επανάστασης, με στόχο την αποτελεσματικότητα της ψήφου όλων, αλλά και την μη διαιώνιση των ίδιων προσώπων στην εξουσία.
[4] Θεότητα των Αζτέκων, προς τιμήν του οποίου πραγματοποιούνταν ανθρωποθυσίες με αφαίμαξη κι εξαγωγή της καρδιάς του θύματος.
[5] Μητροπόλεις των Αζτέκων.
[6] Αρχιτεκτονικός μεξικανικός ρυθμός του ύστερου 19ου αιώνα που συνδυάζει τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα της εποχής με στοιχεία της προ-ισπανικής αρχιτεκτονικής. Η ονομασία της οφείλεται στον δικτάτορα του Μεξικού, Πορφύριο Ντίας.
[7] Αύγουστος λε Πλονζόν: αμερικανο-βρετανός φωτογράφος κι αρχαιολόγος που μελέτησε τους προ-κολομβιανούς πολιτισμούς της Αμερικής.
[8] Θεότητα των Αζτέκων, ο ανώτατος άρχοντας των βροχών.