Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Χόρχε Λουίς Μπόρχες: Ο Μπόρχες κι εγώ



Στο διήγημά του Ο Μπόρχες κι εγώ (1960) ο συγγραφέας επικοινωνεί το συναίσθημα μιας διχασμένης ταυτότητας, την αναμέτρηση του εσωτερικού, βιωματικού εγώ και του εγώ-συγγραφέας, διαμορφωμένο αυτό μέσα από το έργο του. (Raquel Chang-Rodríguez, Malva E. Filer, Voces de Hispanoamérica, 2004, σελ. 355)

 
doppelganger-borges.blogspot

Ο Μπόρχες κι εγώ,
του Χόρχε Λουίς Μπόρχες  

Στον άλλον, στον Μπόρχες, είναι στον οποίον συμβαίνουν τα πράγματα. Εγώ περπατώ στο Μπουένος Άιρες  και χασομερώ, σχεδόν μηχανικά πια, για να χαζέψω την καμάρα σε μιαν είσοδο μαζί με την καγκελόπορτα. Απ’ τον Μπόρχες λαμβάνω νέα απ’ το ταχυδρομείο και βλέπω τ’ όνομά του σε μια τριπλέτα καθηγητών ή σ’ ένα βιογραφικό λεξικό. Μου αρέσουν οι κλεψύδρες, οι χάρτες, η τυπογραφία του 18ου αιώνα, οι ετυμολογίες, η γεύση του καφέ και η πεζογραφία του Στήβενσον. Ο άλλος συμμερίζεται αυτές μου τις προτιμήσεις, αλλά με έναν τρόπο ματαιόδοξο που τις μετατρέπει σε γνωρίσματα ηθοποιού. Θα ήταν υπερβολή να δηλώσω πως η σχέση μας είναι εχθρική. Εγώ ζω, εγώ με αφήνω να ζω, ούτως ώστε να μπορέσει ο Μπόρχες να εξυφάνει τη λογοτεχνία του, κι αυτή του η λογοτεχνία με δικαιώνει. Δεν μου κοστίζει και τίποτα να ομολογήσω πως έχει φέρει εις πέρας και κάποιες σελίδες αξιόλογες, όμως αυτές οι σελίδες δεν μπορούν να με σώσουν, ίσως γιατί το καλό δεν είναι πια κανενός, ούτε καν αυτού του άλλου, παρά της γλώσσας και της παράδοσης. Κατά τα λοιπά, εγώ είμαι φτιαγμένος να χάνομαι, κατηγορηματικά, και μονάχα κάποιες στιγμές δικές μου θα μπορέσουν να επιβιώσουν στον άλλον. Σιγά-σιγά του παραχωρώ τα πάντα, παρότι έχω πλήρη αντίληψη του διεστραμμένου του συνήθειου να ψεύδεται και να υπερβάλλει. Ο Σπινόζα είχε αντιληφθεί πως τα πράγματα θέλουν να παραμείνουν μέσα στο ίδιο τους το είναι: η πέτρα θέλει να είναι πέτρα δια παντός και η τίγρη, τίγρη. Εγώ οφείλω να μείνω στον Μπόρχες, όχι σε μένα (εάν υποτεθεί πως είμαι κάποιος), όμως με αναγνωρίζω πιο λίγο στα γραπτά του απ’ ό,τι σε πολλά άλλα, ή απ’ ό,τι στο περίτεχνο γρατσούνισμα μιας κιθάρας.  Πριν από χρόνια προσπάθησα να ελευθερωθώ από αυτόν και πέρασα από τη μυθολογία των περιχώρων στα παιχνίδια με τον χρόνο και το άπειρο, όμως τώρα τα παιχνίδια αυτά είναι του Μπόρχες, και θα πρέπει να σκαρφιστώ άλλα πράγματα. Κι έτσι η ζωή μου είναι μια φυγή, κι όλα τα χάνω, κι όλα είναι της λησμονιάς ή αυτού του άλλου.

Δεν ξέρω ποιος απ’ τους δυο γράφει αυτή τη σελίδα.

Μετάφραση: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Χουάν Ρούλφο: Δεν ακούς τα σκυλιά που γαβγίζουνε (1953)



Το έργο του Χουάν Ρούλφο, το οποίο αναδύεται από μια εκ βαθέων ταυτοποίηση με τη γη και τη λαλιά του μεξικάνου αγρότη, είναι –ταυτόχρονα- η έκφραση ενός καινοτόμου συγγραφέα, με πλήρη αίσθηση του σκοπού του, ο οποίος έδωσε στη θεματολογία και το περιβάλλον της χώρας του μια πλατιά και οικουμενική μάτια. Τα στοιχεία του μαγικού ρεαλισμού που συνθέτουν τον κόσμο που δημιούργησε, και η υποκειμενικότητα και δυναμικότητα του έργου του τον τοποθετούν μεταξύ των πρωτοπόρων του νέου τρόπου γραφής του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα. (Raquel Chang-Rodríguez, Malva E. Filer, Voces de Hispanoamérica, 2004, σελ. 402)
 
tanea.gr

Δεν ακούς τα σκυλιά που γαβγίζουνε (1953)
του Χουάν Ρούλφο
 
-Συ που είσαι κει δα πάνω, Ιγνάσιο, πες μου μπας κι ακούς τίποτα ή βλέπεις κάνα φως από πουθενά.
-Δεν φαίνεται τίποτα.
-Πρέπει πια να κοντεύουμε.
-Ναι, αλλά δεν ακούγεται τίποτα.
-Κοίτα καλά.
-Δεν φαίνεται τίποτα.
-Καημένε Ιγνάσιο.  

Η στενόμακρη και μαυριδερή σκιά των ανδρών εξακολουθούσε να πηγαίνει πάνω-κάτω, να σκαρφαλώνει στις πέτρες, να μικραίνει και να μεγαλώνει καθώς προχωρούσε στην όχθη του ρέματος. Ήταν μία και μόνη σκιά,  ανερμάτιστη.

Και το φεγγάρι να βγαίνει απ’ το χώμα, σαν ολοστρόγγυλο αναψοκοκκίνισμα. 

-Πρέπει να φτάνουμε σε κείνο το χωριό, Ιγνάσιο. Συ που δεν είσαι και περήφανος στ’ αυτιά, κοιτά να δεις μπας κι ακούσεις τίποτα σκυλιά να γαβγίζουνε. Θυμήσου που μας είπανε πως η Τονάγια είν’ ακριβώς πίσω απ’ τον λόφο. Κι είναι ώρα που αφήσαμε πίσω μας τον λόφο εκείνο. Θυμήσου το, Ιγνάσιο.
-Ναι, αλλά δεν βλέπω σημάδι από πουθενά.
-Αρχίζω να κουράζομαι.
-Άσε με κάτω.

Ο γέρος έκανε πίσω σιγά-σιγά ώσπου να βρει στον τοίχο κι εκεί αφέθηκε, δίχως ν’ αφήσει το φορτίο απ’ τους ώμους του. Παρόλο που τα πόδια του λυγίζανε , δεν ήθελε να κάτσει, γιατί μετά δεν θα μπορούσε να πάρει πάνω του το σώμα του γιου του, και το οποίο εκεί πίσω, πριν από ώρες, τον είχαν βοηθήσει να ρίξει στην πλάτη του. Κι έτσι τον κουβαλούσε από τότε.

-Πώς νιώθεις;
-Άσχημα.
Μιλούσε λίγο. Ολοένα και λιγότερο. Κάτι στιγμές φαινότανε να κοιμάται. Κάτι στιγμές φαινότανε να κρυώνει. Έτρεμε. Ήξερε πότε έπιανε τρέμουλο τον γιο του από τα τινάγματα που του ’κανε, και γιατί τα πόδια του χωνόντουσαν στα πλευρά του σαν σουβλιές. Έπειτα, τα χέρια του γιου του, που κρέμονταν σταυρωμένα στον λαιμό του, του ταρακουνούσανε το κεφάλι λες κι ήτανε κουδουνίστρα. Έσφιγγε τα δόντια μη και δαγκώσει τη γλώσσα, κι όταν σταμάταγε εκείνο το άλλο τον ρώταγε:
-Πονάς πολύ;
-Κατιτίς, απάνταγε αυτός.

Προηγουμένως του είχε πει: «Παράτα με δω… Άσε με δω… Φύγε μόνος σου.  Θα σε φτάσω αύριο ή μόλις συνέλθω κάπως. Του το ’χε πει καμιά πενηνταριά φορές. Τώρα, ούτε αυτό δεν έλεγε. Να σου εκεί και το φεγγάρι. Απέναντι τους. Ένα φεγγάρι μεγάλο και χρωματιστό να τους γεμίζει τα μάτια φως, και ν’ απλώνει και να σκοτεινιάζει πιο πολύ τη σκιά τους απάνω στο χώμα.

-Δεν βλέπω πια πού πατάω, έλεγε αυτός.
Καμία απάντηση ωστόσο.

Ο άλλος να είναι κει πάνω, κατάφωτος απ’ το φεγγάρι, με το πρόσωπό του ξεθωριασμένο, δίχως αίμα, αναδίδοντας ένα φως χλωμό. Κι αυτός εδώ κάτω.

-Με άκουσες, Ιγνάσιο; Σου λέω πως δεν βλέπω.

Κι ο άλλος να μένει σιωπηλός.

Συνέχιζε να περπατά, σκοντάφτοντας. Μάζευε τα κομμάτια του και μετά ερχότανε στα ίσια του για να ξανασκοντάψει και πάλι.

-Τούτο δεν είναι μονοπάτι με τίποτα. Μας είπανε πως πίσω απ’ την κορφή βρισκότανε η Τονάγια. Και την κορφή την έχουμε περάσει. Κι ούτε Τονάγια φαίνεται, μήτε κι ακούγεται τίποτα που να λέει πως είμαστε κοντά. Γιατί δεν θες να μου πεις τι βλέπεις, συ που είσαι κει δα πάνω, Ιγνάσιο;
-Άσε με κάτω, πατέρα.
-Νιώθεις άσχημα;
-Ναι.
-Θα σε πάω στην Τονάγια όπως και να ’χει. Εκεί θα βρω κάποιον να σε φροντίσει. Λένε πως εκεί έχει έναν γιατρό. Θα σε πάω σ’ αυτόν. Σε κουβαλάω στις πλάτες μου εδώ και ώρες και δεν θα σ’ αφήσω δω χάμω να σε αποκάνει όποιος κι όποιος.
Τρίκλισε λιγουλάκι. Έκανε δυο τρία βήματα στο πλάι και ξανάρθε στα ίσια του. 

-Θα σε πάω στην Τονάγια.
-Άσε με κάτω.

Η φωνή του σιγόσβηνε. Ίσα που ψέλλισε:
-Θέλω να ξαπλώσω λίγο.
-Κοιμήσου κει πάνω. Έτσι κι αλλιώς σε βαστάω γερά.

Το φεγγάρι ν’ ανεβαίνει, γαλάζιο σχεδόν, απάνω σ’ έναν ξάστερο ουρανό. Το πρόσωπο του γέρου, μούσκεμα στον ιδρώτα, γέμισε φως. Έκρυψε τα μάτια να μην κοιτάει εμπρός, μιας και δεν μπορούσε να σκύψει το κεφάλι, εγκλωβισμένο ανάμεσα στα χέρια του γιου του.

-Όλα αυτά που κάνω, δεν τα κάνω για χάρη σου. Τα κάνω για τη συχωρεμένη τη μάνα σου. Γιατί ήσουν ο γιος της. Γι’ αυτό τα κάνω. Θα με κατσάδιαζε έτσι και σ’ είχα αφήσει κει χάμω, κει που σε βρήκα, και δεν σ’ είχα μαζέψει για να σε πάω να σε γιατρέψουνε, όπως το κάνω τώρα. Αυτή είναι που μου δίνει κουράγιο, όχι εσύ. Και για να ξέρεις, γιατί εσένα δεν σου χρωστάω τίποτα πέρα από δυσκολίες, πέρα από ζόρια, πέρα από ντροπή.  

Ίδρωνε που μιλούσε. Αλλά το νυχτερινό αεράκι τού στέγνωνε τον ιδρώτα. Κι απάνω στον στεγνό τον ιδρώτα, ίδρωνε και πάλι.

- Μπορεί και να σκεβρώσω, αλλά στην Τονάγια θα φτάσουμε μαζί, για να σου γιάνουνε τις πληγές που σου κάνανε. Κι είμαι σίγουρος πως, όταν νιώσεις καλυτέρα, θα επιστρέψεις στις κακοτοπιές. Αλλά αυτό πια δεν με νοιάζει. Φτάνει να φύγεις μακριά, κάπου που να μην ξανακούσω τίποτα για του λόγου σου. Μου φτάνει αυτό… Γιατί για μένα εσύ δεν είσαι πια γιος μου. Ανάθεμα στο αίμα μου που κουβαλάς! Ό,τι έχεις πάρει από μένα το ’χω καταραστεί. Το ’χω πει: «Να σου σάπιζε στα σπλάχνα το αίμα που σου έδωσα!» Το είπα από την πρώτη τη στιγμή που έπιασες τις βρομοδουλειές σου στους δρόμους, να ζεις απ’ την κλεψιά και να σκοτώνεις κόσμο… Και κόσμο καλό. Μην πεις όχι, μάρτυρας ο κουμπάρος μου ο Τρανκιλίνο. Αυτός που σε βάφτισε. Αυτός που σου ’δωσε το όνομά σου. Κι αυτουνού του ’λαχε η αναποδιά να βρεθεί στον δρόμο σου. Από τότε το ’πα: «Αυτός δεν μπορεί να ’ναι γιος μου.»   
  
-Κοίτα να δεις μήπως βλέπεις τίποτα τώρα. Ή αν ακούς κάτι. Συ που μπορείς να το κανείς από κει πάνω, γιατί εγώ σα να κουφάθηκα.
 -Δεν βλέπω τίποτα.
-Τόσο το χειρότερο για σένα, Ιγνάσιο.
-Διψάω.
- Κρατήσου! Πρέπει να κοντεύουμε. Το θέμα είναι πως έχει πια βραδιάσει για τα καλά και μάλλον έχουνε σβήσει τα φώτα στο χωριό. Όμως, θα έπρεπε τουλάχιστον να άκουγες αν γαβγίζουνε τα σκυλιά. Για κοίτα ν’ ακούσεις.
-Δώσ’ μου νερό.
-Εδώ δεν έχει νερό. Δεν έχει τίποτα παρά μόνο πέτρες. Κρατήσου. Ακόμη και να είχε, σιγά μην σε κατέβαζα να πιεις. Κανείς δεν θα με βοηθούσε να σε ξανανεβάσω, και μονάχος μου δεν μπορώ.
-Διψάω και νυστάζω πολύ.
-Θυμάμαι κι όταν γεννήθηκες. Έτσι ήσουν και τότε. Ξυπνούσες με πείνα κι έτρωγες για να ξανακοιμηθείς. Κι η μάνα σου σου ’δινε νερό γιατί το γάλα τής το ’χες τελειώσει. Σταματημό δεν είχες. Κι έκανες πάντα σαν λυσσασμένος. Ποτέ δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό πως εκείνη η λύσσα θα σου ανέβαινε στο κεφάλι… Κι όμως έτσι έγινε. Η μάνα σου, Θεός σχωρέστην, ήθελε να γίνεις μεγάλος και τρανός. Πίστευε πως όταν θα γινόσουνα, θα ’σουν το στήριγμά της. Δεν είχε άλλον από εσένα. Το άλλο το παιδί που ήτανε να κάνει την σκότωσε. Κι εσύ θα την είχες σκοτώσει και πάλι, αν ήτανε ζωντανή στις μέρες μας. 
    
Ένιωσε πως ο άντρας εκείνος που κουβαλούσε στους ώμους του σταμάτησε να σφίγγει τα γόνατα και αρχινούσε ν’ αφήνει τα πόδια λυτά, ταλαντεύοντάς τον από δω κι από κει. Και του φάνηκε πως το κεφάλι –κει ψηλά- ταρακουνιότανε, σάμπως να ’κλαιγε με λυγμούς. 

Στο κεφάλι του ένιωσε να πέφτουν χοντρές σταγόνες, σαν από δάκρυα. 

-Ιγνάσιο, κλαις; Σε κάνει να κλαις η θύμηση της μάνας σου, έτσι; Όμως δεν έκανες ποτέ σου τίποτα για κείνη. Ωραία ανταπόδοση, ρε συ. Θαρρείς πως αντί για αγάπη, σου είχαμε γιομίσει το σώμα με κακία. Τα βλέπεις τώρα; Σε λαβώσανε. Τι απόγιναν οι φίλοι σου; Τους φάγανε όλους τους. Αλλά εκείνοι δεν είχανε και κανέναν. Εκείνοι θα μπορούσαν και να πούνε: «Να δούμε σε ποιον θα πούμε τον πόνο μας». Αλλά εσύ, Ιγνάσιο;   

Να σου πια εκεί και το χωριό. Είδε τις στέγες να γυαλίζουνε υπό το φως του φεγγαριού. Είχε την αίσθηση ότι θα τον τσακίσει το βάρος του γιου του, σαν ένιωσε τα γόνατά του να λυγάνε στην ύστατη προσπάθεια. Σαν έφτασε στο πρώτο το καλύβι, έγειρε πάνω στο πεζούλι του πεζοδρομίου κι εκεί άπλωσε το κορμί του, εξουθενωμένο, λες και του το ’χανε παραμορφώσει.

Ξέμπλεξε με δυσκολία τα δάχτυλα με τα οποία ο γιος του κρατιότανε απ’ το λαιμό του, και σαν απελευθερώθηκε, άκουσε τα σκυλιά να γαβγίζουνε από παντού. 

-Συ δεν τ’ άκουγες, Ιγνάσιο; είπε. Ούτε καν σ’ αυτό να μην μου δώσεις ελπίδα.

Μετάφραση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου