Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Ούγο Σάντσες: «Δεν υπάρχουν πια «εννιάρια» σαν κι εμένα»



Συνέντευξη του σούπερ-σταρ των 80’ς, Ούγο Σάντσες, στην Ελ Παΐς, με αφορμή το ντέρμπυ της Μαδρίτης, Ρεάλ-Ατλέτικο. Μιλάει για το σύγχρονο ποδόσφαιρο και τους επιθετικούς του, τη σχέση του με το γκολ, τον νέο του ρόλο ως προπονητής, την εθνική ομάδα της χώρας του και το επερχόμενο Κόπα Αμέρικα.

sportige.com
 
Ο Ούγο Σάντσες νιώθει ότι σε αυτόν οφείλεται η παρουσία ενός μεξικανού ποδοσφαιριστή σε κάθε μία από τις ομάδες της Μαδρίτης που αγωνίστηκε[1]: Τσιτσαρίτο στη Ρεάλ, Ραούλ Χιμένες στην Ατλέτικο και Ακίνο στη Ράγιο Βαγεκάνο. «Αυτό αποδεικνύει και το σημάδι που άφησα», υποστηρίζει. Σήμερα του λείπει το ισπανικό ποδόσφαιρο, ενώ αναμένει πρόταση για να καθίσει σε κάποιον πάγκο. Η νοσταλγία του για το γκολ: «Ήταν η τροφή μου».

Πώς βλέπεις τη Ρεάλ και την Ατλέτικο;
Απάντηση: Η Ρεάλ είναι πολύ συμπαγής, πολύ ισορροπημένη. Το παιχνίδι της είναι πολύ αποτελεσματικό. Από το κέντρο και μπροστά είναι πολύ γρήγορη και σε αυτές τις γραμμές υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των παικτών. Η Ατλέτικο είναι πολύ δουλεμένη τακτικά. Φαίνεται το χέρι του Σιμεόνε. Οι ομάδες αντανακλούν τον χαρακτήρα των προπονητών τους.

Μοιάζουν με τις ομάδες που εσύ γνώρισες;
Απάντηση: Αυτή που έχει αλλάξει περισσότερο κι έχει μεγαλύτερη δυναμική είναι η Ατλέτικο. Η Ρεάλ είχε πάντα τους καλύτερους στον κόσμο, και τώρα ακόμη περισσότερο, με την ελεύθερη διακίνηση των ποδοσφαιριστών και τους ισπανοποιημένους. Το ποδόσφαιρο έχει παγκοσμιοποιηθεί. Πρώτα ήμασταν μόνο τρεις ξένοι σε κάθε ομάδα και είχαμε μεγαλύτερη πίεση. Υπήρχε απαίτηση να αποδείξουμε το γιατί παίρναμε τη θέση ενός ισπανού.

Εσύ μπορούσες να αποκτήσεις ισπανική υπηκοότητα;
Απάντηση: Ποτέ δεν μου το ζήτησαν. Με εκθείαζαν οι ομοσπονδιακοί προπονητές που έλεγαν: «Τι κρίμα που ο Ούγο έχει παίξει με την Εθνική της χώρας του». Η γυναίκα μου είναι από τη Μαδρίτη, οι κόρες μου έχουν και τις δύο εθνικότητες και για συναισθηματικούς λόγους δεν αποκλείω το ενδεχόμενο της υπηκοότητας, αλλά δεν έχω κινήσει τις διαδικασίες.

Πόσο έχει αλλάξει το ποδόσφαιρο για έναν ποδοσφαιριστή;
Απάντηση: Αρκετά. Τα αυθεντικά σέντερ-φορ περιοχής, όλο και λιγοστεύουν. Σήμερα οι επιθετικοί είναι πιο κινητικοί. Λίγοι ποδοσφαιριστές έχουν τα στοιχεία για να είναι εννιάρια. Σήμερα τα εννιάρια έχουν εκλείψει γιατί οι επιθετικοί βγαίνουν από πίσω ή από τα πλάγια. Λίγοι είναι αυτοί που μένουν στατικοί μέσα στη μεγάλη περιοχή, στη γραμμή πυρός. Γι αυτό και αντιμετωπίζουν προβλήματα προσαρμογής σε αυτή την αλλαγή του παιχνιδιού ο Σουάρες στη Μπαρτσελόνα, όπως συνέβη και με τον Ιμπραΐμοβιτς, και ο Ντιέγο Κόστα στην Ισπανία. Υπέφεραν τόσο που έπρεπε να διαφοροποιήσουν το παιχνίδι τους κι έπειτα να αλλάξουν και ομάδα. Ούτε η Ισπανία ούτε η Γερμανία, οι τελευταίοι πρωταθλητές κόσμου, δεν είχαν καθαρό εννιάρι. Υπήρξε μια αλλαγή, λόγω της έλλειψης παικτών περιοχής. Δεν υπάρχουν πια εννιάρια σαν κι εμένα. Υπάρχει ακόμα ο Ντρογκμπά. Είναι από τους λίγους που διατηρεί τα στοιχεία του κλασικού σέντερ-φορ.

Γιατί δεν υπάρχουν τέτοιοι παίκτες;
Απάντηση: Ανέκαθεν οι πιο καλοπληρωμένοι ήταν οι γκολτζήδες, τα εννιάρια, οι σπεσιαλίστες. Ήταν οι πιο ακριβοί. Σήμερα έχουν βγει γκολτζήδες, χωρίς όμως τέτοια χαρακτηριστικά. Το παράδειγμα είναι ο Μέσι κι ο Ρονάλντο. Ξεκινούν πάντα από πίσω ή από τα πλάγια. Ο Φερνάντο Τόρες είναι ένα εννιάρι μοντέρνο, με κίνηση στον χώρο, δεν είναι καθαρός παίκτης περιοχής.

Ρονάλντο ή Μέσι;
Απάντηση: Μου αρέσει η φιλοδοξία τους, ο επαγγελματισμός τους, η αφοσίωσή τους. Ήμουν κι εγώ σαν κι αυτούς. Είχα κι εγώ τη δίψα τους. Σαν προπονητής, θα υπέγραφα τον γιο τους.

Πώς εξηγείται η εμμονή ενός επιθετικού για το γκολ;
Απάντηση: Για μένα το γκολ ήταν η τροφή μου. Χρειαζόμουν να τρώω, να βάζω γκολ, για να ικανοποιήσω την ανάγκη μου. Ήταν θέμα επιβίωσης. Χρειαζόμουν το γκολ για να είμαι προσωπικά εντάξει, να είμαι ευχαριστημένος. Εάν σκόραρα και κερδίζαμε ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Όταν δεν σκόραρα ή έχανα, ήμουν διαφορετικός. Η ψυχική μου κατάσταση άλλαζε. Δεν ήμουν ικανοποιημένος. Ήταν σαν να τρώω και να μην χορταίνω.

Υπάρχει κάποιος ικανός να σημειώσει 38 γκολ με μία επαφή, όπως έκανες εσύ;
Απάντηση: Αυτό σίγουρα το βλέπω δύσκολο. Είναι ένα ρεκόρ δύσκολο να καταρριφθεί. Εγώ ήμουν γεννημένος σέντερ-φορ. Σκόραρα με όλα τα μέρη του σώματος. Ήμουν καθαρά παίκτης περιοχής που δεν έβγαινε από τον χώρο ασφαλείας του.

Ονειρεύεσαι ότι βάζεις γκολ;
Απάντηση: Ονειρεύομαι πολλές φορές ότι παίζω. Και όταν ξυπνάω, με πιάνει απογοήτευση. Όταν η Ρεάλ έκανε το παιχνίδι προς τιμήν μου κόντρα στην Παρί Σεν Ζερμέν, ήταν καλύτερα κι από ταινία. Όταν την επόμενη μέρα ξύπνησα, είδα τη σύζυγό μου και της είπα: «Πόσο θα μου άρεσε να μην είχα ξυπνήσει από αυτό το υπέροχο όνειρο».

Πώς αισθάνεσαι σαν προπονητής στον πάγκο;
Απάντηση: Όταν απολαμβάνεις όσο δεν πάει την αδρεναλίνη, την ατμόσφαιρα, είναι σαν να παίζεις. Ως προπονητής έχεις πιο πολλή ευθύνη παρά απόλαυση. Ως παίκτης, τα παιχνίδια που μου άρεσαν περισσότερο ήταν αυτά με τη μεγαλύτερη ένταση. Ως προπονητής, έχω συνηθίσει στην πίεση, στις δύσκολές αποφάσεις. Μου αρέσει αυτό.

Ποιον προπονητή της καριέρας σου εκτιμάς περισσότερο;
Απάντηση: Αυτός που με επηρέασε περισσότερο ήταν ο Λουίς Αραγονές, με τον χαρακτήρα του, τη νοοτροπία του, το στυλ του. Οι Τζον Τόσακ και Μπόρα Μιλουτίνοβιτς, επίσης. Προτού ξεκινήσω την καριέρα μου ως προπονητής, ταξίδεψα ανά τον κόσμο για να γνωρίσω τις συνταγές μεγάλων προπονητών. Το έκανα με τον Αραγονές, τον Τόσακ, τον Κλεμέντε, τον Καμάτσο, τον Καπέλο· μέχρι ο Γιόχαν Κρόιφ με έβαλε στο σπίτι του. Είναι ευχάριστο σαν στρατηγός να μαθαίνεις από όλους.

Πώς βλέπεις την εθνική ομάδα του Μεξικό;
Απάντηση: Δεν είναι στο καλύτερο επίπεδο. Χρόνια τώρα υπάρχουν άστοχοι διοικητικοί χειρισμοί και αποφάσεις, κι αυτό έχει βλάψει την εθνική ομάδα. Στο Μεξικό συνεχίζει να υπάρχει το καθεστώς πολυϊδιοκτησίας ομάδων, το ίδιο αφεντικό έχει δύο ή τρεις ομάδες, κι αυτό επηρεάζει την αξιοπιστία. Η Ομοσπονδία, η διαιτησία, η Λίγκα, όλα τα κουμαντάρουν οι ιδιοκτήτες των ομάδων, που οι ίδιοι επηρεάζονται από τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα, την Τελεβίσα και την Τελεβισιόν Αζτέκα. Είναι μονοπώλιο. Οι ποδοσφαιριστές δεν είναι ανεξάρτητοι, δεν υπάρχει το όργανο που θα τους υπερασπιστεί. Ούτε οι διαιτητές είναι ανεξάρτητοι. Το επίπεδο της εθνικής επηρεάζεται από αυτό. Κοντέψαμε να μείνουμε έξω από το Μουντιάλ της Βραζιλίας.

Τι πιστεύεις για τον Τσιτσαρίτο;
Απάντηση: Με προβληματίζει που δεν έχει διάρκεια. Ήταν χρήσιμος στη Ρεάλ, επανενεργοποίησε τον Μπενζεμά. Είχε αράξει κάπως στη θέση του και η άφιξη του Τσιτσαρίτο τον πίεσε να αναλάβει τις ευθύνες του στο να σημειώνει και να δημιουργεί γκολ. Έχει λειτουργήσει αυτή η πίεση.

Καταλαβαίνεις την άρνηση ενός παίκτη, όπως ο Κάρλος Βέλα, να παίξει με την εθνική του ομάδα;
Απάντηση: Είναι προσωπικό θέμα. Ούτε εγώ δεν θέλησα να παίξω στην εθνική ομάδα κάποια στιγμή, λόγω κακής συμπεριφοράς ενός Προέδρου της Ομοσπονδίας. Είχα την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα να αντιμετωπίσω αυτή την κατάσταση. Ο Κάρλος κάτι είχε για να πάρει αυτή την απόφαση, που κανείς δεν το ξέρει, μόνο αυτός. Τώρα επέστρεψε κι έχει αποδείξει το ταλέντο του.

Ένα προγνωστικό για το Κόπα Αμέρικα;
Απάντηση: Με εμένα στον πάγκο, το 2007, ήμασταν τρίτοι. Είναι η θέση που μας αρμόζει, κάτω από τη Βραζιλία και την Αργεντινή. Τώρα η Ουρουγουάη, η Χιλή και η Κολομβία κάνουν δύσκολο το να είσαι σε αυτή τη θέση.   

Μετάφραση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου   


[1] Στην Ατλέτικο Μαδρίτης αγωνίστηκε από το 1981 έως το 1985, στη Ρεάλ Μαδρίτης από το 1985 έως το 1990 και στη Ράγιο Βαγεκάνο την περίοδο 1993-94. Με τη Ρεάλ κατέκτησε 5 συνεχόμενες φορές τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στο ισπανικό πρωτάθλημα (βραβείο Πιτσίτσι), ενώ κατέχει και το ακατάρριπτο, έως σήμερα, ρεκόρ (1989-90)  των 38 γκολ με μία επαφή.

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Το λεξικό των Ελληνικών



Άρθρο του Χουάν Κρουθ στην Ελ Παΐς, σχετικό με τη χρησιμότητα των Ελληνικών (όχι ελληνικών, αλλά με κεφαλαίο...), (και) μετά από τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Ευχαριστώ την Ειρήνη Χατζηκουμή για την πολύτιμη συμβολή της.
 
www.expansion.com

Η Ελλάδα είναι μια λέξη που θα πρέπει να μεταφράζεται στην Ευρώπη με μεγαλύτερη προσοχή από ό,τι μέχρι σήμερα


Ήταν το πιο μυστηριώδες βιβλίο του Λυκείου. Μια γκουμούτσα που μας συνόδευε  πάντα στα μαθήματα, ξεχωρίζοντας ανάμεσα στα υπόλοιπα βιβλία, σαν τον μεγάλο τους αδελφό, μουρμουρίζοντας στο άνοιγμά του. Ήταν σαν ένα θεόρατο φυλλάδιο οδηγιών χρήσεως που έχουν τα φάρμακα, στο οποίο ο καθηγητής μας έβαζε να ανατρέχουμε σε κάθε μάθημα: «Όποιος δεν ξέρει Ελληνικά, δεν ξέρει από ζωή». Λεγόταν Ευδόξιος, ήταν μικροκαμωμένος με ένα μουστάκι ντεμοντέ, σαν χωρικός που είχε ξεχάσει να ξυριστεί κάτω από τη μύτη, και κάθε μέρα μας ρωτούσε, το δίχως άλλο, τις είκοσι λέξεις που είχε αποφασίσει πως θα ήταν η διδακτέα μας ύλη.

Φτάσαμε να ξέρουμε περισσότερες λέξεις στα Ελληνικά από ό,τι στα ισπανικά, μέχρι που κάποιες φορές τολμούσαμε να μιλάμε μεταξύ μας στα Ελληνικά που μας δίδασκε ο δον Ευδόξιος, λέξη-λέξη, μάθημα με μάθημα. Για τον δον Ευδόξιο (όπως και για τον δον Εμίλιο Γεδό, τον μετέπειτα καθηγητή μας στη Φιλοσοφία) η Ελλάδα ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια γλώσσα· ήταν ένας πολιτισμός, ένας τρόπος ζωής, ο τόπος όπου η Δύση είχε βρει το φως, την τέχνη, τις ιδέες, και το να γνωρίζεις την αρχαία γλώσσα της σε έκανε να γεννιέσαι κάθε μέρα σε μια κοσμική πνευματικότητα.

Η Ελλάδα ήταν ο τόπος της πολιτικής και της σοφίας. Ο Χοσέ Μαρία Πεμάν, ένας ισπανός καλοκάγαθος φασίστας, πίστευε ότι εκεί, στην Ελλάδα, η δημοκρατία είχε λειτουργήσει, επειδή ο κόσμος κλεινόταν μέσα σε ένα στάδιο και μπορούσε να πει «ναι» ή «όχι», σηκώνοντας απλώς το χέρι. «Αλλά εδώ στην Ισπανία τούτο δεν είναι πια δυνατό: είμαστε πολλοί», συμπλήρωνε ο συγγραφέας του El divino impaciente[1] (Ο υπέροχος ανυπόμονος).

Την εποχή εκείνη, του δον Ευδόξιου και του δον Εμίλιο, δεν είχαμε δημοκρατία, ούτε μπορούσε κάποιος να διακρίνει το πότε θα είχαμε. Στην πραγματικότητα, εκείνα τα χρόνια, από το ’68 ως το ’73 του περασμένου αιώνα, ζούσαμε περισσότερο με το φωτάκι του Ελ Πάρδο[2], όπως ο Άριας Ναβάρο[3], από ό,τι με τα φώτα της Ελλάδας ή, για να έρθουμε χρονικά πιο κοντά, με τα φώτα του Μπρίντιζι, που είναι το πρώτο πράγμα που έβλεπαν οι αλβανοί (ή βορειοηπειρώτες) μετανάστες που πριν από μια δεκαετία είχαν τα κότσια να διασχίσουν τη Μεσόγειο για να δουν από κοντά την ευημερία της Ευρώπης.

Τα χρόνια εκείνα που ταξιδεύαμε, φοιτητές γαρ, με το λεξικό των Ελληνικών στην τσέπη, ήδη γνωρίζαμε (από τον δον Ευδόξιο και τον δον Εμίλιο) ότι η κοιτίδα της ειρήνης και της ποίησης δεν ήταν η Ισπανία αλλά η Ελλάδα, καθώς εκεί γεννήθηκε η γνώση ως η λύση που βρήκαν οι άνθρωποι για να ξεφύγουν από τη μεταφυσική αβεβαιότητα και να ζήσουν με την επίγεια αναζήτηση, ενθαρρύνοντας τον διάλογο, το θέατρο, την ποίηση και την περιπλάνηση.

Μια μέρα, έχοντας το λεξικό αυτό στην τσάντα, μπήκα στο αμάξι ενός Γερμανού, κάνοντας οτοστόπ, την ώρα που στην Ευρώπη (δηλαδή, μακριά από την Ισπανία) η νεολαία επιζητούσε θάλασσα κάτω από τα πεζοδρόμια[4]. Ο Γερμανός ήταν γιατρός, δεν γνώριζε τη γλώσσα μου, αλλά ήξερε απ’ έξω το μυστηριώδες βιβλίο που κουβαλούσα μαζί μου, σαν ιερογλυφικό, κάθε φορά που έπρεπε να πάω στο μάθημα του δον Ευδόξιου.   

Με αυτό το λεξικό συνεννοήθηκα με τον Γερμανό· από τότε, κάθε φορά που ο καθηγητής με έπαιρνε από τη στάση εκείνα τα σχολικά πρωινά, άνοιγα το λεξικό με τα ιερογλυφικά κι έπιανα να μιλάω λες και προσπαθούσα να αναβιώσω τον Πλάτωνα και τον Όμηρο, και όταν έφτανα στο σχολείο τα ελληνικά μου ήταν τόσο δροσερά όσο οι πρωινές κουβέντες της μάνας μου. 

Ύστερα έβγαλαν τα Ελληνικά από τις τάξεις, μετέτρεψαν το Λύκειο σε ένα αξιολύπητο ξεφάντωμα, αποσπώντας από τα παιδιά το πάθος που προκαλούσε η εμβρίθεια της καθαρής ποίησης που περιέκλειε εκείνο το μυστηριώδες βιβλίο. Τώρα που αναβιώνει η Ελλάδα, εμείς δεν ξέρουμε πια Ελληνικά, έτσι θα αργήσουμε πολύ να μάθουμε τι συμβαίνει εκεί, το τι συνέβη για να συμβαίνει αυτό που τώρα συμβαίνει. Ό,τι κι αν συμβεί, ακόμη κι αν δεν συμβαίνει αυτό που λένε ότι συμβαίνει, το σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα γίνεται μια λέξη που θα πρέπει να μεταφράζεται τώρα στην Ευρώπη με μεγαλύτερη προσοχή από ό,τι μέχρι τώρα. 

Τώρα πρέπει να ταξιδέψουμε εκ νέου με το λεξικό των Ελληνικών· για πάρα πολύ καιρό πιστεύαμε πως δεν μας χρειαζόταν για να συνεννοούμαστε. 

Μετάφραση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου



[1] Τρίπρακτο θεατρικό του Χοσέ Μαρία Πεμάν το οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1933. Γράφτηκε ως απάντηση στη νομική διάλυση της Αδελφότητας των Ιησουιτών και στην προσπάθεια εκκοσμίκευσης του κράτους, από τη Β’ Ισπανική Δημοκρατία. Στο απόγειο του ισπανικού εθνικοκαθολικισμού (δεκαετίες ‘50 και 60) έκανε κάποιες επανεμφανίσεις. Από τότε, θεωρείται στην πράξη ένα ξεχασμένο έργο.
[2]Σύμφωνα με τα μέσα προπαγάνδας του φρανκικού καθεστώτος, ο δικτάτορας Φράνκο εργαζόταν νυχθημερόν για χάρη του ισπανικού λαού, γι’ αυτό και η λάμπα στο δωμάτιό του δεν έσβηνε σχεδόν ποτέ.
[3]Από τα ανώτερα στελέχη του εν λόγω καθεστώτος, με χαρακτηριστική δήλωση επί του θέματος: «…πλησιάστε στο Παλάτι του Ελ Πάρδο […] όπου υπάρχει ένα φωτάκι που είναι πάντα αναμμένο».
[4]Αναφέρεται σε ένα από τα συνθήματα του Μάη του ’68: «Sous les pavés, la plage!».