Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

«Ιταντακιμάσου» δεν πάει να πει «καλή όρεξη»

Μεταφρασμένο απόσπασμα από το μυθιστόρημα 'El pan que como' της Παλόμα Ντίαθ Μας.

Photo: www.behance.net
 

 «Ιταντακιμάσου» δεν πάει να πει «καλή όρεξη»

 Θα φάω

 Στη γλώσσα μου η έκφραση αυτή έχει ένα νόημα άμεσο και κατηγορηματικό: έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, κι αυτό το κάτι είναι να φάω. Να τραφώ, διαδικασία που προκύπτει από τη θέληση μου και μόνο. Θα φάω αμέσως, δίχως πολλά-πολλά, γιατί αυτή είναι η πρόθεση μου κι η επιθυμία μου, γιατί έχω όρεξη και διαθέτω και τα απαραίτητα τρόφιμα. Δεν έχει όλος ο κόσμος την ίδια τύχη, μιας και υπάρχουν -ακόμη και στο στενό μου περιβάλλον, δεν χρειάζεται να ταξιδέψουμε πολύ μακρυά- άτομα τα οποία θα ήθελαν να φάνε αλλά δεν έχουν τι. Είναι τώρα και οι άλλοι, αυτοί που τους έχει κοπεί η όρεξη, οι ανορεκτικοί που θα επιθυμούσαν να έχουν την ίδια πείνα με τότε που ήταν υγιείς και που τώρα αναπολούν εκείνη τη δυσάρεστη αίσθηση (το κενό στο στομάχι, την αδυναμία που προκαλεί η έλλειψη γλυκόζης στη σάρκα που λαχταράει να  πάρει μπρος) σαν ένα αγαθό που είχαν και το έχουν χάσει.  

Στην περίπτωση μου τώρα, εγώ είμαι αυτή που αποφασίζει κι εγώ αυτή  που τρώει, και το κάνω ως κάποιος που ασκεί ένα θεμελιώδες δικαίωμά του, απ’ το οποίο εξαρτάται η ζωή, η δική μου ζωή. Κι αυτός ο τρόπος ομιλίας (που είναι επίσης και τρόπος σκέψης) με αφήνει μόνη μπρος στη διαδικασία του φαγητού, διαδικασία ιδιωτική και μοναχική. Ακόμη κι αν φάω με παρέα -σχεδόν πάντα επιδιώκουμε να τρώμε με παρέα γιατί το να το κάνουμε μόνοι συνήθως μας προκαλεί θλίψη- είμαι μόνη μου στο φαγητό μου: είμαι εγώ αυτή που τρώει, και έτσι είμαι εγώ αυτή που φέρνει την τροφή στο στόμα και την μασά, αυτή που την καταπίνει και την χωνεύει, αυτή που απολαμβάνει τα θρεπτικά της συστατικά και αποβάλλει ό,τι το σώμα μου (πάλι εγώ, πάλι εγώ μόνη) δεν κατάφερε να αφομοιώσει. Τρώμε, για να το πούμε έτσι, με έναν τρόπο ατομικό, λες και οι άλλοι δεν έχουν καμία σχέση με τη διαδικασία, πρωτόγονη κι εκλεπτυσμένη ταυτόχρονα, του φαγητού.  

Όμως πιθανόν να έβλεπα τη διαδικασία αυτή με άλλο μάτι αν η κουλτούρα μου ήταν διαφορετική. 

Στο μπλογκ ενός Ιάπωνα που κατοικεί στην Ισπανία, διαβάζω μια ανάρτηση που ξεκινά ως εξής:

Από τότε που ζω στη Ισπανία, άκουσα εκατοντάδες φορές μαθητές ιαπωνικών να αναφέρονται στη λέξη Ιταντακιμάσου ως «Καλή όρεξη» ή «Καλή απόλαυση». Σήμερα θα ήθελα να εξηγήσω ότι η ερμηνεία/μετάφραση αυτή δεν είναι σωστή. Πριν από καιρό εργαζόμουν σε μια εταιρία στη Βαρκελώνη, και ένας από τους Ισπανούς συναδέλφους μου, που μάθαινε ιαπωνικά, κάθε φορά που με έπιανε να τρώω στην τραπεζαρία μού πέταγε γεμάτος ικανοποίηση: Ιταντακιμάσου! Παρότι δεν είχα τότε την ευκαιρία, θα ήθελα να του πω ότι αυτό που μου έλεγε δεν ήταν σωστό. Στην πραγματικότητα στα ιαπωνικά δεν έχουμε κανέναν τρόπο να πούμε «Καλή όρεξη» ή «Καλή απόλαυση».

Οπότε, τι σημαίνει Ιταντακιμάσου;

Η προέλευση της λέξης Ιταντακιμάσου (Ιταντάκου) είναι ο ταπεινός τρόπος να πεις «τρώω» ή «λαμβάνω» (στα ιαπωνικά 食べる ταμπέρου, もらう μόραου).

Το να πεις Ιταντακιμάσου πριν ξεκινήσεις το φαγητό μπορεί να έχει δυο έννοιες.

Η πρώτη είναι ευγνωμοσύνη στους ανθρώπους που συμμετείχαν στην όλη διαδικασία παραγωγής της τροφής από το χωράφι, τη θάλασσα, το αγρόκτημα στο πιάτο σου. Αντιπροσωπεύει το αίσθημα ευγνωμοσύνης στον άνθρωπο που σου έχει μαγειρέψει, σε αυτόν που έχει στρώσει το τραπέζι, στους ανθρώπους που μάζεψαν τα λαχανικά, τους ανθρώπους που ψάρεψαν τα ψαριά, στην τελική όλους τους ανθρώπους που συνεργάστηκαν για την τροφή που πρόκειται να φας.

Η δεύτερη σημασία είναι η ευγνωμοσύνη στα υλικά, στην τροφή την ίδια. Θεωρούμε πως υπάρχει ζωή στο κρέας και το ψάρι, στα φρούτα και τα λαχανικά, και τα ευχαριστούμε όλα αυτά που μας αφήνουν να τα φάμε, με τη σκέψη « Άσε με να πάρω τη ζωή σου για μένα».

Ψάχνω στο ίντερνετ την προφορά της λέξης, που ποτέ μου δεν είχα ακούσει, και προκύπτει κάτι σαν ιτάντακιμας (με το ς παχύ όπως των αγγλικών, το ου στο τέλος δεν δείχνει να προφέρεται, ή τουλάχιστον δεν ακούγεται στις ηχογραφήσεις που κατάφερα να ακούσω, ή πιθανόν να είναι ένας τρόπος να απεικονιστεί γραφικά αυτή η ιδιαίτερη προφορά του ς το οποίο ακολουθεί). Έτσι λοιπόν, ιτάντακιμας είναι αυτή η μαγική λέξη που μας κάνει να μην τρώμε μόνοι: κάθομαι να φάω και το να φάω σημαίνει λαμβάνω κάτι από όλα αυτά τα όντα που προηγήθηκαν του φαγητού μου και το κατέστησαν δυνατό. Στο γεύμα μου είναι παρόντα, συνοδεύοντάς με, όλα αυτά που είχαν συμμετοχή στο να φτάσει το φαγητό στο τραπέζι μου.  

Κοιτάζω το απλοϊκό μου γεύμα, διαθέσιμο ήδη πάνω στο τραπέζι στο οποίο θα καθίσω, και το βλέπω ήδη με διαφορετικό μάτι. Με μια ματιά ευγνωμοσύνης προς όλη αυτή την προσπάθεια και τις θυσίες που απαιτήθηκαν ούτως ώστε να φτάσουν τα τρόφιμα αυτά ως εμένα.

Πόσοι άνθρωποι να έχουν λάβει μέρος στη διαδικασία της προετοιμασίας αυτών των φαγητών που σήμερα, έλλειψη χρόνου βλέπεις, δεν μαγείρεψα εγώ, αλλά αγόρασα από το μικρό μαγειρείο της γειτονιάς; Και πόσοι ξενύχτησαν και κοπιάσανε ούτως ώστε να φτάσουν τα υλικά τους στην αγορά, στα χέρια αυτά που επρόκειτο να τα μαγειρέψουν και, τελικά, σε μένα; Και πριν από αυτό, πόσοι άνθρωποι δουλέψαν για την παραγωγή, τη συγκομιδή και διανομή τους; Ο υπολογισμός αρχίζει να μου φέρνει ζαλάδα: για να έχω εγώ εδώ, επάνω στο τραπέζι, ένα πρώτο πιάτο, ένα δεύτερο και ένα επιδόρπιο, θα πρέπει να έχουν συμβάλει εκατοντάδες, μην πω και χιλιάδες άνθρωποι. Ο χρόνος τους, η εργασία τους (σχεδόν πάντα κακοπληρωμένη), ο κόπος τους, οι θυσίες τους, η γεμάτη αυταπάρνηση ζωή τους είναι εδώ, επάνω στο τραπέζι, μέσα στο πιάτο και ανάμεσα στα μαχαιροπήρουνα που θα χρησιμοποιήσω.

Το αντίτιμο που έχω πληρώσει για όλα τούτα αρχίζει να μου φαίνεται ευτελές: καθένας που συμμετείχε στη διαδικασία της προσφοράς τροφής σε μένα δεν θα έχει λάβει ούτε το ένα εκατοστό από αυτό που έχω πληρώσει για το σημερινό μου γεύμα. Εδώ θα πρέπει να έχει συμβεί ένα θαύμα βιβλικό σαν αυτό του πολλαπλασιασμού των ψωμιών και των ψαριών, εκείνα τα δυο ψωμιά και τα δυο ψαριά με τα οποία, σύμφωνα πάντα με τις Γραφές, ο Χριστός τάισε με τρόπο απολύτως φυσικό τη μεγάλη μάζα που είχε συγκεντρωθεί για να ακούσει το κήρυγμά του.  

Κι έπειτα υπάρχουν και τα υπόλοιπα, οι μικρές αυτές υπάρξεις που πεθάνανε για να φάω εγώ, για να ζήσω εγώ: γεννήθηκαν ή άνθισαν, μεγάλωσαν λιγουλάκι και οι σύντομες πορείες τους διακόπηκαν -πολύ συχνά υπερβολικά νωρίς, στη βρεφική ηλικία ακόμη, όταν τα ζωντανά ήταν ακόμη μωρά- για χάρη μου, ούτως ώστε εγώ όχι μονάχα να επιζήσω, αλλά και να απολαύσω μια γευστική και υγιεινή διατροφή.

Πόση προσπάθεια και πόσες θυσίες έχουν τοποθετηθεί επάνω σε αυτό το τραπέζι στο οποίο κάθομαι να φάω. Και τώρα, που το έχω σκεφτεί λιγάκι, πόσο σεβασμό μού εμπνέει που το κάνω.

 

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου