Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Ο θρύλος της Τατουάνα (Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας)


Ο Μιγκέλ Άνχελ Αστούριας (1899-1974) θεωρείται μια από τις κορυφαίες μορφές του λατινοαμερικάνικου μυθιστορήματος. Του έχει απονεμηθεί το Βραβείο Λένιν (1966) και το Νόμπελ (1967). Στους Θρύλους του, που αποτελούν πιστή απεικόνιση της μυθολογίας των Μάγια, τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού δεν υφίστανται.



Ο θρύλος της Τατουάνα
Γύρος από το Σπίτι-Θάνατος η Τατουάνα

Ο Πυγμαλίων Αμυγδαλής έχει γενειάδα ροζακιά, ήταν ένας από τους ιερείς που οι λευκοί αγγίζανε νομίζοντάς τους από χρυσό, τόσος ήταν ο πλούτος που φορούσαν, και γνωρίζει τα μυστικά των φυτών που όλα τα γιατρεύουν, το λεξικό του οψιδιανού -πέτρα που μιλά- και να διαβάζει τα ιερογλυφικά των αστερισμών.

Είναι το δέντρο που ξημερώθηκε μια μέρα στο δάσος που είναι φυτεμένο, δίχως κανείς να το 'χει σπείρει, λες και το είχαν φέρει τα φαντάσματα. Το δέντρο που περπατά… το δέντρο που μετρά τα χρόνια των τετρακοσίων ημερών με τα φεγγάρια που 'χει δει, κι έχει δει πολλά φεγγάρια, όπως όλα τα δέντρα, και που ήρθε γέρικο πια από τον Τόπο της Αφθονίας.  

Με την πανσέληνο της Κουκουβάγιας της Ψαρούς (όνομα ενός από τους είκοσι μήνες του χρόνου των τετρακοσίων ημερών), ο Πυγμαλίων Αμυγδαλής μοίρασε την ψυχή του στους δρόμους. Τέσσερις ήταν οι δρόμοι και τράβηξαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις προς τις τέσσερις άκρες  του ουρανού. Η μαύρη άκρη: Νύχτα μαγική. Η πράσινη άκρη: Ανοιξιάτικη καταιγίδα. Η κόκκινη άκρη: Παπαγάλος ή τροπική έκσταση. Η λευκή άκρη: Υπόσχεση νέων τόπων. Τέσσερις ήταν οι δρόμοι

-Δρομάκι! Δρομάκο!... -είπε στον Λευκό τον Δρόμο ένα λευκό περιστέρι, όμως ο Δρομάκος ο Λευκός δεν το άκουσε. Ήθελε να του δώσουν την ψυχή του Πυγμαλίωνα, που γιατρεύει από τα όνειρα. Τα περιστέρια και τα παιδιά υποφέρουν από τούτο το κακό. 

-Δρομάκι! Δρομάκο!... -είπε στον Κόκκινο τον Δρόμο μια κόκκινη καρδιά, όμως ο Κόκκινος ο Δρόμος δεν την άκουσε. Ήθελε να του αποσπάσει την προσοχή για να ξεχάσει την ψυχή του Πυγμαλίωνα. Οι καρδιές, σαν τους κλέφτες, δεν επιστρέφουν τα πράγματα που έχουν ξεχαστεί. 

-Δρομάκι! Δρομάκο!... -είπε στον Πράσινο τον Δρόμο μια πράσινη κληματαριά, όμως ο Πράσινος ο Δρόμος δεν την άκουσε. Ήθελε με την ψυχή του Πυγμαλίωνα να αποπληρώσει λίγο από το χρέος του σε φυλλωσιά και ίσκιο.

Πόσα φεγγάρια πέρασαν περπατώντας οι δρόμοι;


Πόσα φεγγάρια πέρασαν περπατώντας οι δρόμοι;

Ο πιο ταχύς, ο Δρόμος ο Μαύρος, ο δρόμος που δεν μίλησε σε κανέναν στον δρόμο, σταμάτησε στην πόλη, διέσχισε την πλατεία και στη γειτονιά των πραματευτάδων, με μια στάλα ξεκούρασης, έδωσε την ψυχή του Πυγμαλίωνα στον Πραματευτή Κοσμημάτων ανεκτίμητων. 

Ήταν η ώρα των λευκών γατιών. Πήγαιναν από τη μια άκρη στην άλλη. Τι ωραίες τριανταφυλλιές! Τα σύννεφα έμοιαζαν ρούχα απλωμένα στον ουρανό.

Με το που έμαθε ο Πυγμαλίων αυτό που είχε κάνει ο Δρόμος ο Μαύρος, πήρε ανθρώπινη μορφή και πάλι, ξεβγάζοντας το φύλλωμά του σ’ ένα ρυάκι που πήγαζε κάτω από το φεγγάρι, κοκκινωπό σαν τον ανθό της αμυγδαλιάς, και πήρε τον δρόμο για την πόλη.

Έφτασε στην κοιλάδα ύστερα από μιας μέρας ταξίδι, στο πρώτο σκίτσο του δειλινού, την ώρα που τα κοπάδια γυρίζανε, συνομιλώντας με τους βοσκούς, που απαντούσαν μονολεκτικά στις ερωτήσεις του, παραξενευμένοι, ωσάν εμπρός σε φανέρωση, λόγω του πράσινου χιτώνα  του και της ροζακιάς του γενειάδας. 

Μέσα στην πόλη τράβηξε δυτικά. Άνδρες και γυναίκες περιτριγύριζαν τις δημόσιες στέρνες. Ο ήχος του νερού θύμιζε φιλιά έτσι όπως γέμιζε τα κανάτια. Κι ακολουθώντας τις σκιές, στη γειτονιά των πραματευτάδων βρήκε το κομμάτι της ψυχής του πουλημένο από τον Δρόμο τον Μαύρο στον Πραματευτή Κοσμημάτων ανεκτίμητων. Το φύλαγε στο βάθος σ’ ένα κρυστάλλινο κουτί με κλειδωνιές από χρυσό. 

Δίχως να χάσει χρόνο πλησίασε τον Πραματευτή, που κάπνιζε σε μια γωνιά, να του προσφέρει χίλιες οκάδες μαργαριτάρια.

Ο Πραματευτής χαμογέλασε με την τρέλα του Πυγμαλίωνα. Χίλιες οκάδες μαργαριτάρια; Όχι, τα κοσμήματά του δεν είχαν τιμή!


Ο Πυγμαλίων ανέβασε την προσφορά. Για τους πραματευτάδες όλα έχουν την τιμή τους. Θα του ‘δινε σμαράγδια, μεγάλα σαν καλαμπόκι, κατοστάρα κατοστάρα οι ούγιες, μέχρι να φτιάξει μια λίμνη από σμαράγδια. 

Ο Πραματευτής χαμογέλασε με την τρέλα του Πυγμαλίωνα. Μια λίμνη σμαράγδια; Όχι, τα κοσμήματά του δεν είχαν τιμή!

Θα του ‘δινε φυλαχτά, μάτια ελαφιού να καλεί το νερό, φτερά για την καταιγίδα, μαριχουάνα για την πίπα του...

Ο Πραματευτής αρνήθηκε. 


Θα του ‘δινε πολύτιμους λίθους να χτίσει, καταμεσής της λίμνης από σμαράγδια, ένα παραμυθένιο παλάτι! 

Ο Πραματευτής αρνήθηκε. Τα κοσμήματά του δεν είχαν τιμή. Κι επιπλέον, προς τι η όλη κουβέντα; Αυτό το κομματάκι ψυχής το ήθελε ως αντάλλαγμα, σε ένα σκλαβοπάζαρο, για την πιο όμορφη σκλάβα του κόσμου. 

Κι όλα πήγαν στον βρόντο, στον βρόντο ό,τι κι αν προσέφερε κι έλεγε ο Πυγμαλίων, τόσο όσο το ‘πε, με τη θέληση να αποκτήσει την ψυχή του ξανά. Οι πραματευτάδες δεν έχουν καρδιά.

Μια κλωστή καπνού χώριζε την πραγματικότητα από τ’ όνειρο, τα μαύρα γατιά από τα λευκά γατιά και τον Πραματευτή από τον παράξενο αγοραστή, που βγαίνοντας τίναξε τα σανδάλια του στην εξώπορτα. Η σκόνη έχει γκαντεμιά

Έπειτα από έναν χρόνο τετρακοσίων ημερών -συνεχίζει ο θρύλος- διέσχιζε τους δρόμους της οροσειράς ο Πραματευτής. Γυρνούσε από χώρες μακρινές, με τη συνοδεία της σκλάβας που είχε αγοράσει με την ψυχή του Πυγμαλίωνα, του πουλιού ανθού, του οποίου το ράμφος αντάλλασσε με υάκινθους τις σταγονίτσες μέλι, και μιας κουστωδίας από τριάντα έφιππους υπηρέτες.

-Δεν φαντάζεσαι -έλεγε ο Πραματευτής στη σκλάβα, περνώντας το χαλινάρι στ' άλογα- πώς θα ‘ναι η ζωή σου στην πόλη! Το σπίτι σου θα είναι ένα παλάτι και στις διαταγές σου θα είναι όλοι μου οι υπηρέτες, εγώ τελευταίος, έτσι και το προστάξεις!

-Εκεί πέρα -συνέχιζε με το πρόσωπο μισολουσμένο από τον ήλιο- όλα θα ‘ναι δικά σου. Είσαι ένα κόσμημα, κι εγώ ο Πραματευτής Κοσμημάτων ανεκτίμητων! Αξίζεις ένα κομματάκι ψυχής που δεν αντάλλαξα με μια λίμνη μαργαριτάρια!... Σε μιαν αιώρα θα βλέπουμε αγκαλιά το ηλιοβασίλεμα και το ξημέρωμα, μην κάνοντας τίποτα, ακούγοντας τα παραμύθια μια γριάς μάγισσας που γνωρίζει το ριζικό μου. Το ριζικό μου, λέει, είναι στα δάχτυλα ενός γιγάντιου χεριού, και θα γίνει και δικό σου, έτσι και το ζητήσεις.

Η σκλάβα γυρνούσε στο τοπίο από χρώματα που ξηλώνονταν στα γαλανά που η απόσταση ξήλωνε με τη σειρά της. Τα δέντρα έπλεκαν στις άκρες του δρόμου ένα σκαμπρόζικο ντεκόρ σαν σε πόντσο. Τα πουλιά έδιναν την εντύπωση πως πετούν κοιμισμένα, χωρίς φτερά, και μέσα στη γρανιτένια σιωπή, το λαχάνιασμα των ζωών, ανάσκελα, αποκτούσε ανθρώπινο τόνο. 

Η σκλάβα πήγαινε γυμνή. Πάνω στα στήθια της, μέχρι τα πόδια, κυλούσαν τα μαύρα της μαλλιά τυλιγμένα σε μια μονάχα τούφα, σαν ένα φίδι. Ο Πραματευτής ήταν ντυμένος στα χρυσά, καλυμμένες οι πλάτες με μια κουβέρτα από μαλλί τράγου. Πυρωμένος κι ερωτευμένος, στο ρίγος της αρρώστιας του να σμίγει το τρέμουλο της καρδιάς του. Και οι τριάντα έφιπποι υπηρέτες να καθρεφτίζονται στο μάτι σαν τις φιγούρες ενός ονείρου. 

Στα ξαφνικά, χοντρές ψιχάλες πιτσίλισαν τον δρόμο διακρίνοντας πολύ μακρυά, πέρα στις χαράδρες, τις φωνές των βοσκών που μαζεύαν τα κοπάδια, σκιαγμένοι από την καταιγίδα. Τα υποζύγια άνοιξαν βήμα να βρουν καταφύγιο, αλλά δεν είχαν χρόνο: μετά τις ψιχάλες, ο άνεμος μαστίγωνε τα σύννεφα, ασελγώντας σε δάση μέχρι να φτάσει στην κοιλάδα, και στην πορεία ριχνόταν πάνω στις βρεμένες κουβέρτες της καταχνιάς, και οι πρώτες αστραπές φώτισαν το τοπίο, όπως τα φλας τρελού φωτογράφου που τραβάει ενσταντανέ της καταιγίδας.

Ανάμεσα στα άλογα που ‘τρέχαν σαν αλαφιασμένα, σπασμένα τα χαλινάρια, φτερά στα πόδια, αναμαλλιασμένες οι χαίτες στον αέρα και τα αυτιά γυρισμένα πίσω, ένα σκουντούφλημα του αλόγου έριξε τον Πραματευτή στη ρίζα ενός δένδρου που, εμβρόντητο από τον κεραυνό εκείνη τη στιγμή, τον έπιασε με τις ρίζες όπως το χέρι που μαζεύει μια πέτρα, και τον πέταξε στην άβυσσο. 

Στο μεταξύ, ο Πυγμαλίων Αμυγδαλής, που είχε απομείνει στην πόλη χαμένος, τριγυρνούσε σαν τρελός στους δρόμους, τρομάζοντας τα παιδιά, μαζεύοντας σαβούρα κι απευθύνοντας τον λόγο στα γαϊδούρια, στα βόδια και στα αδέσποτα σκυλιά, που κατ’ αυτόν συνέθεταν μαζί με τον άνθρωπο τη συνομοταξία ζώων με θλιμμένο βλέμμα. 

-Πόσα φεγγάρια πέρασαν περπατώντας οι δρόμοι; -ρωτούσε από πόρτα σε πόρτα τους ανθρώπους, που έκλειναν χωρίς να απαντήσουν, παραξενευμένοι, ωσάν εμπρός σε φανέρωση, λόγω του πράσινου χιτώνα  του και της ροζακιάς του γενειάδας.

Κι αφού πέρασε καιρός πολύς, ρωτώντας τους πάντες, σταμάτησε στην πόρτα του Πραματευτή Κοσμημάτων ανεκτίμητων να ρωτήσει τη σκλάβα, μοναδική επιζώντα της καταιγίδας εκεινής: 

- Πόσα φεγγάρια πέρασαν περπατώντας οι δρόμοι;…


Ο ήλιος, που έβγαζε σιγά-σιγά το κεφάλι απ’ το λευκό πουκάμισο της μέρας, έσβηνε στη πόρτα, καρφωμένη με χρυσό κι ασήμι, η πλάτη του Πυγμαλίωνα και το μελαμψό πρόσωπο αυτηνής που ήταν ένα κομματάκι της ψυχής του, κόσμημα που δεν αγόρασε με μια λίμνη σμαράγδια. 

- Πόσα φεγγάρια πέρασαν περπατώντας οι δρόμοι;…

Ανάμεσα στα χείλη της σκλάβας η απάντηση κουλουριάστηκε και σκλήρυνε όπως τα δόντια της. Ο Πυγμαλίων σίγησε με επιμονή μυστηριώδους λίθου. Ερχόταν η πανσέληνος της Κουκουβάγιας της Ψαρούς. Σιωπηλοί έπλυναν το πρόσωπο με τα μάτια, ταυτόχρονα, σαν δυο εραστές που λείπανε και συναντιούνται ξαφνικά.  

Η σκηνή αναστατώθηκε από θορύβους ασυνήθιστους. Έρχονταν να τους πάρουν εις το όνομα του Θεού και του Βασιλέως, για μάγο εκείνον και για δαιμονισμένη εκείνην. Ανάμεσα σε σταυρούς και σπαθιά κατέβηκαν στη φυλακή, ο Πυγμαλίων με τη ροζακιά γενειάδα και τον πράσινο χιτώνα, κι η σκλάβα με το κορμί της να λάμπει και τόσο σφιχτό σαν να ‘ναι από χρυσάφι.

Επτά μήνες αργότερα, καταδικάσθηκαν σε θάνατο δια πυρός στην Μεγάλη Πλατεία. Την παραμονή της εκτέλεσης, ο Πυγμαλίων πλησίασε τη σκλάβα και με το νύχι τής χάραξε ένα βαρκάκι στο μπράτσο, λέγοντάς της:  

- Χάρις σε αυτό το τατουάζ, Τατουάνα, θα ξεφεύγεις πάντοτε που θα βρίσκεσαι σε κίνδυνο, όπως θα ξεφύγεις σήμερα. Θέλημά μου είναι να είσαι ελεύθερη όπως η σκέψη μου. Σχεδίασε αυτό το βαρκάκι στον τοίχο, στο πάτωμα, στον αέρα, όπου θες, κλείσε τα μάτια, μπες μέσα και φύγε… 

Φύγε, αφού η σκέψη μου είναι πιο δυνατή και από άγαλμα από λάσπη ανακατεμένη με σκορδόχορτο! 

Αφού η σκέψη μου είναι πιο γλυκιά κι απ' το μέλι της μέλισσας που πιπιλά τον ανθό του σουκινάι!

Αφού η σκέψη μου είναι που γίνεται αόρατη! 

Δίχως να χάσει δευτερόλεπτο η Τατουάνα έκανε ό,τι της είπε ο Πυγμαλίων: σχεδίασε το βαρκάκι, έκλεισε τα μάτια και μπαίνοντας σε αυτό, το βαρκάκι έβαλε μπρος, δραπέτευσε απ' τη φυλακή κι απ' τον θάνατο. 

Και την επόμενη μέρα, τη μέρα της εκτέλεσης, οι αρχές βρήκαν στη φυλακή ένα δέντρο ξεραμένο που είχε ανάμεσα στα κλαδιά δυο τρία λουλουδάκια αμυγδαλιάς, ροζακιά ακόμα. 


Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου