Απόσπασμα (που δημοσιεύθηκε στην
εφημερίδα Ελ Παΐς) από τον λόγο που εκφώνησε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες στο 4ο
Διεθνές Συνέδριο της Ισπανικής Γλώσσας, το 2007, όταν το μυθιστόρημά του 100 χρόνια μοναξιά συμπεριελήφθη στη
λίστα με τα 100 πιο σημαντικά έργα που έχουν γραφτεί στην ισπανική γλώσσα, με
την επανέκδοση ενός εκατομμυρίου αντιτύπων. Ευχαριστώ την Ειρήνη Χατζηκουμή για
την πολύτιμη βοήθειά της.
"Gabriel Garcia Marquez 2". Licensed under CC BY-SA 3.0 nl via Wikimedia Commons - http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Gabriel_Garcia_Marquez_2.jpg#/media/File:Gabriel_Garcia_Marquez_2.jpg |
Ούτε στα πιο
τρελά μου όνειρα τις ημέρες που έγραφα τα 100
χρόνια μοναξιά δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα παραβρισκόμουν σε μια
εκδήλωση με σκοπό την έκδοση ενός εκατομμυρίου αντιτύπων του. Και μόνο η σκέψη
πως ένα εκατομμύριο άνθρωποι θα μπορούσαν να διαβάσουν κάτι που γράφτηκε στη
μοναξιά του δωματίου μου με μοναδικά εφόδια τα δυο μου δάχτυλα και τα 28
γράμματα του αλφαβήτου, θα φάνταζε τρέλα. Σήμερα οι ακαδημίες της γλώσσας
αποδεικνύουν την αναγνώρισή τους με μια χειρονομία τους για ένα μυθιστόρημα που
πέρασε μπροστά από τα μάτια 50 εκατομμυρίων αναγνωστών κι από έναν άγρυπνο
χειροτέχνη όπως εγώ, που δεν παύει να εκπλήσσεται από όλα αυτά που του έχουν συμβεί.
Όμως εδώ δεν πρόκειται για την αναγνώριση ενός συγγραφέα.
Αυτό το
θαύμα είναι η ατράνταχτη απόδειξη του ότι υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός
ανθρώπων διατεθειμένων να διαβάσουν ιστορίες στα ισπανικά και, γι’ αυτόν τον
λόγο, το ένα εκατομμύριο αντίτυπα δεν ισοδυναμεί με ένα εκατομμύριο αφιερώματα
σε έναν συγγραφέα που σήμερα παραλαμβάνει, κοκκινίζοντας, το πρώτο αντίτυπο
αυτού του τεράστιου τιράζ. Είναι η απόδειξη πως η ισπανική γλώσσα έχει
πεινασμένους αναγνώστες που ψάχνουν για τροφή. Δεν γνωρίζω πότε έγινε όλο αυτό.
Ξέρω μονάχα πως από τα 17 μου μέχρι και σήμερα το πρωί δεν κάνω άλλο πράγμα από
το να σηκώνομαι κάθε μέρα νωρίς και να κάθομαι μπροστά από ένα πληκτρολόγιο για
να γεμίσω μια λευκή σελίδα ή μια οθόνη υπολογιστή, με μοναδικό σκοπό το να
γράψω μια ιστορία που ακόμη δεν την έχει πει κανείς και που θα κάνει πιο
ευτυχισμένη τη ζωή ενός αναγνώστη που ακόμη δεν υπάρχει. Τίποτα δεν έχει
αλλάξει από τότε στη ρουτίνα συγγραφής μου. [...]
Οι
αναγνώστες του 100 χρόνια μοναξιά
αποτελούν σήμερα μια κοινότητα που αν συγκεντρωνόταν σε κοινό έδαφος θα
αποτελούσε μια από τις 20 πολυπληθέστερες χώρες του κόσμου. Και δεν πρόκειται
για έναν υπεροπτικό ισχυρισμό. Θέλω έτσι απλώς να δείξω ότι υπάρχει ένας
γιγάντιος αριθμός ανθρώπων που με τις αναγνωστικές του συνήθειες έχει αποδείξει
ότι η ψυχή του είναι ανοιχτή για να γεμίσει από μηνύματα στην ισπανική γλώσσα. Εναπόκειται
σε μας τους συγγραφείς, ποιητές, αφηγητές το να ικανοποιήσουμε αυτή τους τη
δίψα και να αυγατίσουμε ακόμη περισσότερο αυτό το πλήθος που αποτελεί τον
πραγματικό μας λόγο ύπαρξης.
Στα 38 μου και
με τέσσερα βιβλία ήδη δημοσιευμένα από την ηλικία των 20, κάθισα στη
γραφομηχανή και ξεκίνησα: «Πολλά χρόνια αργότερα, με το εκτελεστικό απόσπασμα
απέναντι, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουεντία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό
βράδυ που ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο». Δεν είχα την παραμικρή
ιδέα του τι σήμαινε ή από πού προερχόταν εκείνη η πρόταση ούτε το πού θα με οδηγούσε.
Αυτό που ξέρω σήμερα είναι πως από τότε δεν σταμάτησα να γράφω για 18 μήνες,
ώσπου να τελειώσω το βιβλίο. [...] Η Εσπεράνσα Αράισα, η αξέχαστη Πέρα, ήταν
μια δακτυλογράφος ποιητών και κινηματογραφιστών που είχε καθαρογράψει μεγάλα
έργα μεξικάνων συγγραφέων [...]. Όταν της πρότεινα να μου καθαρογράψει το έργο
μου, το μυθιστόρημα αποτελούσε ένα πρόχειρο κατατρυπημένο από μπαλώματα [...].
Λίγα χρόνια αργότερα η Πέρα μου εξομολογήθηκε πως, όταν πήγαινε στο σπίτι της
την βερσιόν που μόλις είχα διορθώσει, σκόνταψε κατεβαίνοντας από το λεωφορείο,
μέσα σε καταρρακτώδη βροχή, και οι σελίδες σκόρπισαν κι επέπλεαν στη λίμνη που
είχε σχηματιστεί στο δρόμο. Τις μάζεψε όλες έτσι όπως ήταν μουσκεμένες -και
σχεδόν μη αναγνώσιμες- με τη βοήθεια των άλλων επιβατών, και τις στέγνωσε στο
σπίτι της φύλλο-φύλλο με το σίδερο για τα ρούχα.
Ένα άλλο
βιβλίο ακόμη καλύτερο θα ήταν το πώς επιβιώσαμε η Μερσέδες κι εγώ, με τα δυο
μας παιδιά, εκείνο τον καιρό που εγώ δεν έβγαλα ούτε φράγκο. Ούτε καν ξέρω πώς
τα βόλεψε η Μερσέδες εκείνους τους μήνες για να μην λείψει ούτε μια μέρα φαγητό
από το σπίτι.
Έπειτα από
κάποιες σποραδικές ανάσες που πήραμε από κάτι ευτελούς αξίας αντικείμενα, δεν
μας έμενε άλλο από το να καταφύγουμε στα κοσμήματα που είχαν δωρίσει στη
Μερσέδες οι συγγενείς της όλα αυτά τα χρόνια. Ο ειδικός που τα εξέτασε με
σχολαστικότητα χειρουργού πέρασε και ξαναπέρασε με τα μαγικά του μάτια τα
σμαράγδια του κολιέ, τα ρουμπίνια των δαχτυλιδιών [...]. Και στο τέλος γύρισε
με μια επιδέξια κίνηση ταυρομάχου που κρατά την κάπα του: «Όλα αυτά είναι
καθαρό γυαλί» [...].
Τελικά, στις
αρχές Αυγούστου του 1966, η Μερσέδες κι εγώ πήγαμε στο ταχυδρομείο του Μεξικού
για να στείλουμε στο Μπουένος Άιρες το τελειωτικό κείμενο του 100 χρόνια μοναξιά, ένα πακέτο 590
δακτυλογραφημένων σελίδων με διπλό διάκενο και σε απλό χαρτί, στη διεύθυνση του
λογοτεχνικού διευθυντή του εκδοτικού Σουραμερικάνα, Φρανσίσκο Πορούα. Ο
υπάλληλος του ταχυδρομείου έβαλε το πακέτο στη ζυγαριά, έκανε τους υπολογισμούς
του και απεφάνθη: «Είναι 82 πέσος». Η Μερσέδες μέτρησε τα χαρτονομίσματα και τα
σκόρπια κέρματα που είχε στο πορτοφόλι, και ήρθε αντιμέτωπη με την
πραγματικότητα: «Έχουμε μόνο 53». Ανοίξαμε το πακέτο, το μοιράσαμε σε δύο ίσα
μέρη και στείλαμε το ένα στο Μπουένος Άιρες, δίχως καν να αναρωτηθούμε πώς θα
καταφέρναμε να στείλουμε το υπόλοιπο μισό. Μονάχα αργότερα υπέπεσε στην
αντίληψή μας ότι δεν είχαμε στείλει το πρώτο μέρος, αλλά το τελευταίο. Όμως
πριν καν εξασφαλίσουμε τα χρήματα για να το στείλουμε στον άνθρωπό μας στον εκδοτικό,
αυτός μας είχε ήδη στείλει προκαταβολή για να το κάνουμε, από τη λαχτάρα του να
διαβάσει το πρώτο μέρος. Έτσι επιστρέψαμε στη ζωή που είμαστε σήμερα.
Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος
Χατζητριανταφύλλου