Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Χουάν Χ. Μιγιάς: El orden alfabético

Μεταφρασμένο απόσπασμα από το μυθιστόρημα El orden alfabético (Suma de Letras, 2000, pp.283-285) του Juan José Millás, μιας από τις σημαντικότερες μορφές των σύγχρονων ισπανικών γραμματων.

Rincón_del_Vago


Σουλάτσαρε στο σπίτι μερικά λεπτά, στη φαντασίωση πως ήταν η φιγούρα ενός  σεμιναρίου καταναλωτικών συνηθειών που, αφού είχε μάθει για την απώλεια του γονέα του, όφειλε να επιδείξει στους συμμετέχοντες μιας παρόμοιας κατάστασης τον τύπο συγκινήσεων που η αγορά των συναισθημάτων έθετε στη διάθεσή τους. Ήταν μια πλατιά γκάμα  που εξαρτιόταν με τη σειρά της από τις καταναλωτικές συνήθειες πολιτιστικών αγαθών του ορφανού. Θύμισε, για παράδειγμα, διάφορες ταινίες εγνωσμένου κυρούς, των οποίων το σενάριο περιελάμβανε τον θάνατο του πατέρα, και στις οποίες ο πόνος των παιδιών ήταν ένας πόνος στεγνός, χωρίς δάκρυα, μια μορφή στενοχώριας περισσότερο που περιελάμβανε το αγαθό που ονομαζόταν ακεραιότητα χαρακτήρα: μια ψυχική συμπεριφορά ιδιαιτέρως εκτιμητέα στο εμπόριο της  τρυφερότητας. Αν κατανάλωνες ακεραιότητα, δεν μπορούσες να χαραμίσεις και δάκρυα, το ένα ήταν ασύμβατο με το άλλο, σαν να γυρεύεις ένα αυτοκίνητο που να 'ναι και σπορ και οικογενειακό ταυτόχρονα. Ωστόσο, ήταν εξίσου βέβαιο πως η αγορά συνιστούσε στους καταναλωτές και μια σειρά αριστοκρατικής ζημίας, που περιελάμβανε μια ελαφρά ύγρανση των οφθαλμικών βολβών, πολύ διαδεδομένη στις υψηλές τάξεις για τις κηδείες των πιο κοντινών τους πρόσωπων.     
   
Ο Χούλιο επέλεξε το τελευταίο αυτό μοντέλο γιατί του φάνηκε το πιο καθωσπρέπει, αν και το πιο ακριβό εξίσου, μιας και προϋπέθετε την απόρριψη συναισθηματικών αποφορτίσεων, μιας πρακτικής πιο κοντινής στη δική του οικονομία πνεύματος. Όμως η φιλοδοξία του ορθωνόταν πάνω κι από τις δυνατότητές του, και τη φορά ετούτη στάθηκε ικανός να συγκρατήσει τα δάκρυά του, δίνοντας, συνεπώς, ένα καλό μάθημα καταναλωτικών συνηθειών συναισθηματικών αγαθών στους συμμετέχοντες του σεμιναρίου που φανταζόταν ότι εργάζεται. Και είναι που είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως και αυτός ο ίδιος μπορούσε να περιβάλλεται από παρουσίες αόρατες, πραγματικές ωστόσο, με τον ίδιο τρόπο που και ο Πήτερ και οι υπόλοιποι των μαθημάτων των αγγλικών συνοδεύονταν  αβίαστα από εκείνον, από τον Χούλιο, χωρίς να νιώθουν την παρουσία του, προτού το συμπάν εκείνο λουφάξει σε μια σαρωτική σύσπαση.

Με τα μάτια υγρά, λοιπόν, από εκείνη τη γαλήνια θλίψη, βγήκε στη μπαλκονόπορτα και είδε στο φως των φαναριών πώς οι ομπρέλες πετούσαν στα πεζοδρόμια, με τα φτερά τους ανοιγμένα στο όριο, σε αναζήτηση πιθανόν των ύστατων ερειπίων ενός κόσμου που γίνηκε κομμάτια. Άνοιξε την πόρτα του μπαλκονιού για να αντιληφθεί τους εξωτερικούς θορύβους, και του 'ρθε από τον δρόμο μια ανάσα ασθμαίνουσα, παρόμοια με αυτή που υπέφερε ο πατέρας του, σαν να έπασχε και ο κόσμος από την πλευρική παράλυση που προηγείται ενός σαρωτικού σοκ, ίδιου τύπου με αυτό που είχε διαλύσει αβίαστα την κασέτα των μαθημάτων των αγγλικών. Τότε, έκλεισε την πόρτα νιώθοντας ένα σύγκρυο, χάζεψε την εγκυκλοπαίδεια και είδε πως μονάχα η τάξη που απεικονιζόταν σ’ εκείνο το σύνολο από σκουρόχρωμους τόμους, η αλφαβητική, συνέχιζε ανέπαφη.   


Αποφασισμένος να καταφύγει σε αυτήν, μπήκε στην εγκυκλοπαίδεια από το Ε και διέσχισε, χωρίς να σταματήσει, τις περιοχές των εγκάτων, των εκπτώσεων, των εκστρατειών, των εκτελωνιστών και των εκτομών, μέχρι που έφτασε στον νομό των εκτρώσεων. Ήταν χρόνια που δεν είχε πάει εκεί πέρα, από την εφηβεία, όμως θυμόταν τη διάταξή του. Τις χώριζε σε αυτόματες και τεχνητές, πέραν των εκτρώσεων με μεταφορική σημασία. Η αδελφή του βρισκόταν στο Θ των θεραπευτικών, κι έτσι διέσχισε με βήμα γοργό την περιοχή των επαναλαμβανόμενων, των επιδημιολογικών, των ηθικών, φτάνοντας σε μια γειτονιά που του ήταν οικεία, όπου βασίλευε μια γαλήνη ατελής. Η πλειονότητα των εκτρώσεων αναπαυόταν στο εσωτερικό εκείνων των γυάλινων δοχείων που του είχαν ήδη τραβήξει την προσοχή από την προηγούμενη φορά, επιπλέοντας μέσα σε οινόπνευμα, λες κι είχαν αφεθεί να αναδεύονται σ’ εκείνο το είδος διαχρονικότητας που τους παρείχε το αλφάβητο. Παρά την πάροδο του χρόνου, αναγνώρισε την αδελφή του να ξεκουράζεται στον πάτο του δοχείου της με τα μάτια κλειστά, όχι με έκφραση κοιμισμένου, αλλά με τη χαρακτηριστική γκριμάτσα ονειροπόλου, λες κι εκείνο το συντηρητικό υγρό, που μέσα του περνούσε τη ζήση της, της θύμιζε το αμνιακό υγρό μες στο οποίο είχε γεννηθεί πριν την πετάξουν στο εσωτερικό της εγκυκλοπαιδικής πραγματικότητας. Χτύπησε το δοχείο με σύνεση κάποιου που ζητά άδεια για να εισέλθει, όπως έκανε με τις κούκλες με τα τέσσερα δάχτυλα, κι αυτή άνοιξε τα πελώρια κι ατελή μάτια της μέσα στο υγρό. Και παρόλο που αναγνώρισε τον αδελφό της, έκανε μια χειρονομία «παράτα με», σαν να ‘θελε να δείξει πως βαριόταν να βγει από το δοχείο. Σε κάθε περίπτωση, κολύμπησε μέχρι το στόμιο και ξεπρόβαλε από αυτό σαν σε μπαλκόνι, ακουμπώντας τα χέρια στο χείλος του. 

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου 

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

Ένας υπέργηρος κύριος με κάτι φτερά τεράστια, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες



Το διήγημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Un señor muy viejo con unas alas enormes (1968), αποτέλεσε έμπνευση για χορογραφικές και κινηματογραφικές δημιουργίες, όπως και για το video clip του Losing my religion των REM  

Ένας υπέργηρος κύριος με κάτι φτερά τεράστια,

του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες    

Την τρίτη ημέρα βροχής είχαν σκοτώσει τόσα καβούρια μες στο σπίτι, που ο Πελάγιο αναγκάστηκε να διασχίσει την  πλημυρισμένη τους αυλή για να τα πετάξει στη θάλασσα, μιας και το νεογέννητο μωρό τους είχε περάσει τη νύχτα μέσα στον πυρετό, κι έκαναν τη σκέψη πως ήταν λόγω της δυσωδίας. Ο κόσμος είχε μια θλίψη από την Τρίτη. Ο ουρανός κι η θάλασσα είχαν γίνει ένα και μόνο σταχτί πράγμα, και η άμμος στην παραλία, που τον Μάρτη  αστραποβολούσε ως άλλο  σύννεφο από σπίθες, τώρα είχε μετατραπεί σε χυλό από λάσπη και μουχλιασμένα θαλασσινά. Είχε ένα φως τόσο γαλήνιο το μεσημέρι, που όταν ο Πελάγιο γυρνούσε στο σπίτι, έχοντας πετάξει τα καβούρια, του πήρε ώρα για να δει τι ήταν αυτό που κουνιόταν και βογκούσε στο βάθος της αυλής. Αναγκάστηκε να πλησιάσει αρκετά για να ανακαλύψει πως ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας, ξαπλωμένος μπρούμυτα μέσα στον βούρκο, που παρά τη μεγάλη του προσπάθεια δεν μπορούσε να σηκωθεί γιατί τον εμπόδιζαν τα τεράστια φτερά του.

Τρομαγμένος από τον εφιάλτη εκείνον, ο Πελάγιο  έψαξε τρέχοντας την Ελισέντα, τη γυναίκα του, που εκείνη την ώρα έβαζε κομπρέσες στο άρρωστο μωρό, και την πήγε ως το βάθος της αυλής. Και οι δυο τους παρατηρούσαν το πεσμένο κορμί με μια βουβή κατάπληξη. Ήταν ντυμένος σαν ρακοσυλλέκτης. Ίσα που του απέμεναν κάτι ξεθωριασμένα ξέφτια στο καραφλιασμένο του κρανίο και κάτι λίγα δόντια στο στόμα, κι αυτή η λυπηρή του όψη, ενός παππούλη που ‘ναι μούσκεμα, του είχε αφαιρέσει κάθε ίχνος μεγαλοπρέπειας. Τα μεγάλου γύπα φτερά του, βρώμικα και μισό-ξεπουπουλιασμένα, είχαν κολλήσει μια για πάντα μες στον βούρκο. Τον παρατήρησαν τόσο και με τόση προσοχή, που ο Πελάγιο και η Ελισέντα συνήλθαν πολύ σύντομα από την κατάπληξη και κατέληξαν να τους φαίνεται οικείος. Τότε πήραν το θάρρος να του μιλήσουν, κι αυτός τους απάντησε σε μια διάλεκτο ακαταλαβίστικη αλλά και με μια ωραία φωνή θαλασσοπόρου. Με τούτο προσπέρασαν το άτοπο με τα φτερά του και κατέληξαν με σύνεση στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για έναν μοναχικό ναυαγό κάποιου καραβιού ξένου που είχε παρεκκλίνει λόγω της  καταιγίδας. Ωστόσο, φώναξαν να τον δει και μια γειτόνισσα που γνώριζε όλα τα πράγματα για τη ζωή και τον θάνατο, κι εκεινής της έφτασε μια ματιά για να τους βγάλει από την πλάνη.

-Είναι ένας άγγελος, τους είπε. Σίγουρα ερχόταν για το μωρό, αλλά ο καημένος είναι τόσο γέρος που η βροχή τον ξάπλωσε χάμω.

Την επομένη, όλος ο κόσμος ήξερε πως σπίτι του Πελάγιο είχαν αιχμάλωτο έναν άγγελο με σάρκα και οστά. Αντίθετα με το κριτήριο της σοφής γειτόνισσας, για την οποία οι άγγελοι των καιρών αυτών ήταν επιζώντες δραπέτες μιας ουράνιας συνωμοσίας, δεν τους πήγαινε η καρδιά να τον σκοτώσουν στο ξύλο. Ο Πελάγιο έκατσε να τον φυλάει όλο το βράδυ απ’ την κουζίνα, οπλισμένος μ’ ένα μπαστούνι κλητήρα, και πριν πλαγιάσει τον έβγαλε σέρνοντας από τον βούρκο και τον έκλεισε με τις κότες στο κατάφωτο κοτέτσι. Τα μεσάνυχτα, όταν και τέλειωσε η βροχή, ο Πελάγιο και η Ελισέντα συνέχιζαν να σκοτώνουν καβούρια. Λίγο αργότερα το μωρό ξύπνησε χωρίς πυρετό και με όρεξη να φάει. Ένιωσαν τότε μεγαλοψυχία κι αποφάσισαν να βάλουν τον άγγελο σε μια σχεδία με πόσιμο νερό και προμήθειες τριών ημερών, και να τον εγκαταλείψουν στην τύχη του μεσοπέλαγα. Όμως σαν βγήκαν στην αυλή με το πρώτο φως του ηλίου, βρήκαν ολάκερη τη γειτονιά μπρος στο κοτέτσι, να σπάει πλάκα με τον άγγελο δίχως την παραμικρή ευλάβεια, πετώντας του πράγματα να φάει από τις τρύπες του συρματοπλέγματος, λες και δεν ήταν πλάσμα υπερφυσικό παρά ένα ζώο του τσίρκου.

Ο πάτερ Γκονσάγκα έφτασε πριν τις εφτά αναστατωμένος από τη δυσαναλογία της είδησης. Εκείνη την ώρα παρευρίσκονταν ήδη εκεί περίεργοι λιγότερο απερίσκεπτοι από τους πρωινούς κι έκαναν κάθε λογής εικασίες ως προς το μέλλον του αιχμαλώτου. Οι πιο αδαείς έκαναν σκέψεις πως θα τον διορίσουν παγκόσμιο δήμαρχο. Άλλοι, με πιο δηκτική διάθεση, υπέθεταν πως θα τον προήγαγαν σε πεντάστερο στρατηγό, ούτως ώστε να κερδίσει όλους τους πολέμους. Ορισμένοι ονειροπόλοι εύχονταν να διατηρηθεί ως επιβήτορας για την εγκαθίδρυση επί γης μιας γενιάς φτερωτών και σοφών ανδρών που θα έπαιρναν τα ηνία της Οικουμένης. Όμως ο πάτερ Γκονσάγκα, πριν γίνει ιερέας, ήταν γερός ξυλοκόπος. Προβάλλοντας από τα συρματοπλέγματα, έκανε ένα σύντομο πέρασμα τις κατηχητικές του γνώσεις, μέχρι που ζήτησε να του ανοίξουν την πόρτα για να εξετάσει από κοντά εκείνον τον οικτρό άνδρα που περισσότερο έμοιαζε με μια τεράστια υπερήλικη κότα ανάμεσα στις απορροφημένες στα δικά τους κότες. Βρισκόταν πεσμένος σε μια γωνιά, στεγνώνοντας στον ήλιο τα απλωμένα φτερά του, ανάμεσα σε φλούδια από φρούτα και υπολείμματα φαγητού που του είχαν πετάξει οι πρωινοί. Μακριά από τις απρέπειες του κόσμου, ίσα που σήκωσε το βλέμμα παλαιοπώλη που είχε, και μουρμούρισε κάτι στη γλώσσα του όταν ο πάτερ Γκονσάγκα τον καλημέρισε στα λατινικά. Ο παπάς είχε την πρώτη υποψία περί κοροϊδίας με το που διαπίστωσε πως ούτε καταλάβαινε τη γλώσσα του Θεού μήτε και γνώριζε πώς χαιρετούν τους αντιπροσώπους του. Ύστερα παρατήρησε πως από κοντά έμοιαζε υπερβολικά ανθρωπινός: είχε μια αβάσταχτη μυρωδιά κακοπέρασης, η ανάποδη των φτερών κατάσπαρτη από παρασιτικές λειχήνες και οι μεγαλύτερες φτερούγες κακοποιημένες από επίγειους ανέμους, και τίποτε στην αξιολύπητη φύση του δεν θύμιζε επιφανή προσωπικότητα αγγέλων. Τότε εγκατέλειψε το κοτέτσι και με ένα σύντομο κήρυγμα προειδοποίησε τους περιέργους ως προς τους κινδύνους της αφελείας. Τους θύμισε πως οι δαίμονες είχαν το κακό συνήθειο να καταφεύγουν σε αποκριάτικα τεχνάσματα για να προκαλούν σύγχυση στους απερίσκεπτους. Είχε δε το επιχείρημα πως αφού τα φτερά δεν ήταν ικανή συνθήκη για να διακρίνεις ένα πουλί από ένα αεροπλάνο, πόσο μάλλον δεν ήταν για να αναγνωρίσεις έναν άγγελο. Ωστόσο, υποσχέθηκε να γράψει του αρχιεπισκόπου, ώστε αυτός να γράψει στην Αγία Έδρα, ούτως ώστε η τελική ετυμηγορία να έρθει από πιο υψηλά κλιμάκια. 

Η σύνεσή του συνάντησε σφαλισμένες πόρτες. Η είδηση του αιχμάλωτου αγγέλου διαδόθηκε με τέτοια ταχύτητα, που μέσα σε λίγες ώρες γινόταν στην αυλή τέτοιο πανηγύρι, που χρειάστηκε να έρθει ο στρατός με τις ξιφολόγχες για να κατευνάσει τον σάλο που ήταν πια έτοιμος να γκρεμίσει το σπίτι. Η Ελισέντα, με τη ραχοκοκαλιά τσακισμένη απ’ το σκούπισμα τόσης πανηγυριώτικης σαβούρας, είχε τότε τη φαεινή ιδέα να περιφράξουν την αυλή και να παίρνουν ένα τάλιρο απ’ τον καθένα που μπαίνει να δει τον άγγελο.

Ήρθαν περίεργοι μέχρι κι από τη Μαρτινίκα. Ήρθε μια πλανόδια εμποροπανήγυρη μ’ έναν ιπτάμενο ακροβάτη που ζουζούνισε αρκετές φορές πάνω από το πλήθος, αλλά κανείς δεν του ’δωσε σημασία επειδή τα φτερά του δεν ήταν αγγέλου παρά αστρικής νυχτερίδας. Ήρθαν για να βρουν γιατρειά οι πιο δύσμοιροι ασθενείς της Καραϊβικής: μια κακομοίρα που από μικρή μετρούσε τους χτύπους της καρδιάς της και δεν της έφταναν πια οι αριθμοί, ένας τζαμαϊκανός που δεν μπορούσε να κοιμηθεί γιατί τον βασάνιζε ο θόρυβος των αστεριών, ένας υπνοβάτης που σηκωνόταν τη νύχτα να χαλάσει κοιμισμένος όσα είχε φτιάξει ξύπνιος, και πολλοί άλλοι ελάσσονος βαρύτητας. Εν μέσω εκείνου του χάους ναυαγίου που έκανε το σπίτι να σείεται, βρίσκονταν και ο Πελάγιο με την Ελισεντα ευτυχισμένοι από κούραση, γιατί σε λιγότερο από βδομάδα είχαν γιομίσει παραδάκι τα υπνοδωμάτια, με την ουρά των προσκυνητών που περίμεναν τη σειρά τους ακόμα να φτάνει ως την άλλη άκρη του ορίζοντα.

Ο άγγελος ήταν ο μόνος που δεν συμμετείχε στο ίδιο του το επεισόδιο. Έχανε τον καιρό του να ψάχνει βολή μες στη φωλιά που του ’χαν παραχωρήσει, ζαλισμένος από την κολασμένη ζέστη που προκαλούσαν οι λυχνίες λαδιού και οι λαμπάδες που του εναπόθεταν στα συρματοπλέγματα. Στην αρχή δοκίμασαν να φάει κρυστάλλους ναφθαλίνης που, σύμφωνα με τη σοφία της σοφής γειτόνισσας, ήταν η ειδική τροφή των αγγέλων. Όμως αυτός τους περιφρονούσε, όπως περιφρονούσε δίχως να τα δοκιμάσει και τα λουκούλλεια γεύματα που του ’φέρναν οι μετανοούντες, και ποτέ δεν έμαθαν αν ήταν από αγγελικότητα ή από γηρατειά που κατέληξε να μην τρώει τίποτε άλλο από αλεσμένες μελιτζάνες. Η μοναδική υπερφυσική του αρετή έμοιαζε να ’ναι η υπομονή. Κυρίως τον πρώτο καιρό, όταν και τον τσιμπολογούσαν οι κότες, ψάχνοντας αστρικά παράσιτα που ευδοκιμούσαν στα φτερά του, και οι ανάπηροι τού τραβούσαν φτερούγες για να καλύψουν με δαύτες τα ψεγάδια τους, και μέχρι και οι πιο ευσεβείς τού πετάγανε πέτρες, επιδιώκοντας να σηκωθεί για να τον δούνε ολόσωμο. Η μοναδική φορά που καταφέρανε να τον εκνευρίσουν ήταν και όταν του τσουρούφλισαν το πλευρό με το πυρωμένο σίδερο που μαρκάρουν τα δαμάλια, επειδή ήταν τόσες ώρες ακίνητος που τον πέρασαν για πεθαμένο. Ξύπνησε αλαφιασμένος, αναθεματίζοντας σε μια γλώσσα ερμητική και με τα μάτια δακρυσμένα, κι έδωσε δυο φτεροκοπήματα που προκάλεσαν έναν ανεμοστρόβιλο από κοπριά  κοτετσιού και σεληνόσκονη, και μια θύελλα πανικού που δεν έμοιαζε του κόσμου ετούτου. Αν και πολλοί πίστεψαν πως η αντίδραση του δεν ήταν από θυμό αλλά από πόνο, από τότε πρόσεχαν να μην τον πειράζουν, επειδή η πλειονότητα κατάλαβε ότι η παθητικότητά του δεν ήταν ενός ήρωα εν αποστρατεία αλλά ενός κατακλυσμού εν αδράνεια.

Ο πάτερ Γκονσάγκα αντιμετώπισε την απερισκεψία του πλήθους με συνταγές οικιακής έμπνευσης, όσο δεν έφτανε στα χέρια του μια τελεσίδικη απόφαση σχετικά με τη φύση του αιχμάλωτου. Όμως η αλληλογραφία με τη Ρώμη είχε χάσει την έννοια του κατεπείγοντος. Έχαναν τον καιρό τους να διαπιστώσουν εάν ο κρατούμενος είχε αφαλό, εάν η διάλεκτός του είχε κάποια σχέση με την αραμαϊκή, εάν μπορούσε να χωρέσει πολλές φορές στην άκρη μιας καρφίτσας, ή εάν δεν ήταν απλά ένας νορβηγός με φτερά. Εκείνα τα νωχελικά γράμματα θα πηγαινοέρχονταν ως και το τέλος του κόσμου, εάν ένα θεόσταλτο γεγονός δεν έβαζε τέλος στα βάσανα του ιερέα.

Έτυχε λοιπόν τις μέρες εκείνες, μεταξύ πολλών άλλων θεαμάτων των περιοδευόντων θιάσων της Καραϊβικής, να έρθει στο χωριό η θλιβερή παράσταση της γυναίκας που είχε μεταμορφωθεί σε αράχνη λόγω ανυπακοής προς τους γονείς της. Το εισιτήριο για να την δεις όχι μόνο κόστιζε λιγότερο από το εισιτήριο για να δεις τον άγγελο, αλλά σου επιτρεπόταν και να της κάνεις  κάθε είδους ερωτήσεις σχετικά με την ασυνάρτητη κατάστασή της, και να την εξετάσεις απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, έτσι ώστε κανείς να μην έχει αμφιβολίες ως προς το αληθές της φρίκης. Ήταν μια τρομακτική ταραντούλα στο μέγεθος κριαριού με κεφάλι λυπημένης κοπέλας. Όμως το πιο σπαρακτικό δεν ήταν το εκτός τόπου και χρόνου παρουσιαστικό της, παρά ο ειλικρινής καημός με τον οποίο εξιστορούσε τις λεπτομέρειες της δυστυχίας της: όντας σχεδόν μικρό κορίτσι το είχε σκάσει από το πατρικό της για να πάει σε έναν χορό, και όταν επέστρεφε σπίτι αφού είχε χορέψει όλη νύχτα χωρίς άδεια, μια φοβερή βροντή άνοιξε τον ουρανό στη μέση, κι από εκείνη τη σχισμή βγήκε η αστραπή από θειάφι που την μετέτρεψε σε αράχνη. Τη μοναδική τροφή της αποτελούσαν οι σβόλοι από αλεσμένο κρέας που οι φιλεύσπλαχνες ψυχές ήθελαν να της ρίξουν στο στόμα. Ένα τέτοιο θέαμα, γεμάτο τόση ανθρωπινή αλήθεια και τόσο τρομερό παραδειγματισμό, όφειλε να κατατροπώσει με άνεση εκείνο ενός περιφρονητικού αγγέλου που μόλις και καταδεχόταν να ρίξει μια ματιά στους θνητούς. Επιπλέον, τα λιγοστά θαύματα που είχαν αποδώσει σε αυτόν αποκάλυπταν μια κάποια ψυχική διαταραχή, όπως αυτό του τυφλού που δεν ανέκτησε την όραση μεν αλλά του βγήκαν τρία καινούρια δόντια δε, ή όπως αυτό του παραλύτου που δεν μπόρεσε να περπατήσει μεν αλλά παραλίγο να κερδίσει το λαχείο δε, ή όπως αυτό του λεπρού που του φύτρωσαν ηλιοτρόπια στις πληγές. Εκείνα τα θαύματα της παρηγοριάς που έμοιαζαν πιο πολύ με πλάκα, είχαν κλονίσει την υπόληψη του αγγέλου όταν η γυναίκα μεταμορφωμένη σε αράχνη ήρθε να την αποτελειώσει. Έτσι έγινε και ο πάτερ Γκονσάγκα γιατρεύτηκε δια παντός από τις αϋπνίες, και η αυλή του Πελάγιο ξανάγινε τόσο μοναχική όσο τον καιρό που έβρεχε για τρεις μέρες και τα καβούρια τριγυρνούσαν στα δωμάτια. 

Οι οικοδεσπότες δεν είχαν τίποτα για να κλάψουν. Με το χρήμα που μάζεψαν έκτισαν μια βίλα διώροφη, με βεράντες και κήπους, και τοιχώματα πολύ ψηλά ώστε να μην μπαίνουν καβούρια τον χειμώνα, και σιδερένιες μπάρες στα παράθυρα ώστε να μην χώνονται αγγέλοι. Ο Πελάγιο άνοιξε επιπλέον ένα εκτροφείο κουνελιών πολύ κοντά στο χωριό και παράτησε δια παντός τη δυσάρεστη απασχόληση του κλητήρα, και η Ελισέντα αγόρασε κάτι γυαλιστερά ψηλοτάκουνα παπούτσια και πολλά φουστάνια από ιριδίζον μετάξι, τα οποία και χρησιμοποιούσαν οι πιο αξιοζήλευτες κυρίες τις Κυριακές των καιρών εκείνων. Το κοτέτσι ήταν και το μόνο που δεν έτυχε προσοχής. Κι αν καμιά φορά το πλύνανε με αντισηπτικό κι έκαψαν μέσα του σταγόνες μύρου, δεν ήταν για να αποδώσουν τιμές στον άγγελο, παρά για να ξορκίσουν τη δυσωδία απ’ το σκουπιδαριό που τριγυρνούσε πια σαν το φάντασμα παντού, παλιώνοντας το καινούριο σπίτι. Στην αρχή, όταν ο μικρός άρχισε να περπατάει, πρόσεχαν να μην είναι κοντά στο κοτέτσι. Όμως αργότερα ξεχνούσαν σιγά-σιγά τον φόβο συνηθίζοντας και την μπόχα, και πριν καλά-καλά ο μικρός βγάλει δόντια, είχε χωθεί κι έπαιζε στο κοτέτσι, του οποίου το σαπισμένο συρματόπλεγμα γινότανε κομμάτια. Ο άγγελος δεν ήταν λιγότερο απαθής με αυτόν απ’ ό,τι με τους υπόλοιπους θνητούς, αλλά ανεχόταν τις πιο ευφυείς ζαβολιές  με μια υπακοή σκυλού χωρίς αυταπάτες. Κόλλησαν και οι δυο τους ανεμοβλογιά ταυτόχρονα. Ο γιατρός που εξέτασε τον μικρό δεν άντεξε τον πειρασμό να μην ακροαστεί τον άγγελο, και βρήκε τόσα φυσήματα στην καρδιά και τόσους θορύβους στα νεφρά, που του φάνηκε αδιανόητο να είναι ζωντανός. Αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο, ωστόσο, ήταν η λογική των φτερών του. Ταίριαζαν τόσο φυσικά σε εκείνον τον ολοκληρωτικά ανθρώπινο οργανισμό, που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν τα είχαν και οι υπόλοιποι άνθρωποι.

Όταν ο μικρός πήγε σχολείο, ήταν καιρός που ο ήλιος και η βροχή είχαν ρημάξει το κοτέτσι. Ο άγγελος σερνότανε από κει κι από δω σαν αδέσποτος ετοιμοθάνατος. Τον πέταγαν με τις κλωτσιές από το ένα υπνοδωμάτιο, και μια στιγμή αργότερα τον συναντούσαν στην κουζίνα. Έμοιαζε να βρίσκεται σε τόσα μέρη ταυτόχρονα, που έφτασαν να σκέφτονται πως διχαζόταν, πως επαναλάμβανε τον εαυτό του σε ολόκληρο το σπίτι, με την αγανακτισμένη Ελισέντα να φωνάζει έξω φρενών πως ήταν δυστυχία να ζεις σ’ εκείνη την κόλαση γεμάτη αγγέλους. Ίσα που έτρωγε, με τα παλαιοπώλη μάτια του να έχουν καταντήσει τόσο θολά που έπεφτε πάνω στις κολώνες του σπιτιού, και δεν του έμεναν πια παρά οι τελευταίες ξεπουπουλιασμένες φτερούγες. Ο Πελάγιο του ’ριξε πάνω του μια κουβέρτα και του έκανε τη χάρη να τον αφήσει να κοιμηθεί στο υπόστεγο, και μόνο τότε κατάλαβαν πως περνούσε τη νύχτα μέσα σε παραλήρημα από τον πυρετό, με γλωσσοδέτες νορβηγού γέροντα. Ήταν εκείνη μια απ’ τις λίγες φορές που πραγματικά ανησύχησαν, γιατί σκεφτήκαν πως θα πέθαινε, και ούτε καν η σοφή γειτόνισσα δεν μπορούσε να τους πει τι κάνανε τους πεθαμένους αγγέλους.

Παρά ταύτα, όχι μόνο επέζησε του χειρότερου χειμώνα του, αλλά φάνηκε να παίρνει τα πάνω του  με τις πρώτες ηλιοφάνειες. Έμεινε ακίνητος πολλές μέρες στην πιο απόμερη γωνιά της αυλής, ώστε κανείς να μην τον βλέπει, και στις αρχές του Δεκέμβρη άρχισαν να του βγαίνουν στα φτερά κάτι μεγάλες και γερές φτερούγες, φτερούγες ηλικιωμένου πτηνού, που περισσότερο έμοιαζαν με νέο σύμπτωμα παρακμής. Όμως αυτός πρέπει να γνώριζε τον λόγο των αλλαγών αυτών, γιατί πρόσεχε πάρα πολύ να μην τις αντιληφθεί κανείς, και κανείς να μην ακούει τα τραγούδια των θαλασσοπόρων που τραγουδούσε μερικές φορές κάτω από τα αστέρια. Ένα πρωί, εκεί που η Ελισέντα έκοβε ροδέλες το κρεμμύδι για το μεσημεριανό, ένας άνεμος που έμοιαζε να ’ναι απ’ το πέλαγος χώθηκε μες στην κουζίνα. Τότε ξεπρόβαλε απ’ το παράθυρο κι έμεινε έκπληκτη από τις πρώτες απόπειρες απογείωσης του αγγέλου. Ήταν τόσο άγαρμπες που έσκαψε με τα νύχια του ένα αυλάκι στο χώμα με τα λαχανικά, και ήταν έτοιμος να διαλύσει το υπόστεγο μ’ εκείνα τα αδέξια φτεροκοπήματα που γλίστραγαν στο φως και δεν έβρισκαν αντίσταση στον αέρα. Όμως κατάφερε να κερδίσει ύψος, και η Ελισέντα έβγαλε μιαν ανάσα ανακούφισης, για κείνη και για κείνον, όταν τον είδε να περνά πάνω κι από τα τελευταία σπίτια, να κρατιέται με οποιονδήποτε τρόπο μ’ ένα φτεροκόπημα γέρο-γύπα στην τύχη. Συνέχισε να τον βλέπει μέχρι που τελείωσε το κρεμμύδι που έκοβε, και συνέχισε να τον βλέπει ακόμη και όταν πια δεν ήταν δυνατόν να τον βλέπει, επειδή τότε πια δεν ήταν ένα εμπόδιο στη ζωή της, παρά ένα φανταστικό σημείο στον ορίζοντα της θάλασσας.

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου