Μεταφρασμένο απόσπασμα
από το μυθιστόρημα El orden alfabético
(Suma
de
Letras,
2000, pp.283-285)
του Juan José Millás, μιας από τις σημαντικότερες μορφές των
σύγχρονων ισπανικών γραμματων.
Rincón_del_Vago |
Σουλάτσαρε στο σπίτι
μερικά λεπτά, στη φαντασίωση πως ήταν η φιγούρα ενός σεμιναρίου καταναλωτικών συνηθειών που, αφού
είχε μάθει για την απώλεια του γονέα του, όφειλε να επιδείξει στους
συμμετέχοντες μιας παρόμοιας κατάστασης τον τύπο συγκινήσεων που η αγορά των
συναισθημάτων έθετε στη διάθεσή τους. Ήταν μια πλατιά γκάμα που εξαρτιόταν με τη
σειρά της από τις καταναλωτικές συνήθειες πολιτιστικών αγαθών του ορφανού. Θύμισε,
για παράδειγμα, διάφορες ταινίες εγνωσμένου κυρούς, των οποίων το σενάριο
περιελάμβανε τον θάνατο του πατέρα, και στις οποίες ο πόνος των παιδιών ήταν ένας
πόνος στεγνός, χωρίς δάκρυα, μια μορφή στενοχώριας περισσότερο που περιελάμβανε
το αγαθό που ονομαζόταν ακεραιότητα χαρακτήρα: μια ψυχική συμπεριφορά ιδιαιτέρως εκτιμητέα
στο εμπόριο της τρυφερότητας. Αν
κατανάλωνες ακεραιότητα, δεν μπορούσες να χαραμίσεις και δάκρυα, το ένα ήταν
ασύμβατο με το άλλο, σαν να γυρεύεις ένα αυτοκίνητο που να 'ναι και σπορ και
οικογενειακό ταυτόχρονα. Ωστόσο, ήταν εξίσου βέβαιο πως η αγορά συνιστούσε στους
καταναλωτές και μια σειρά αριστοκρατικής ζημίας, που περιελάμβανε μια ελαφρά ύγρανση
των οφθαλμικών βολβών, πολύ διαδεδομένη στις υψηλές τάξεις για τις κηδείες των
πιο κοντινών τους πρόσωπων.
Ο Χούλιο επέλεξε το
τελευταίο αυτό μοντέλο γιατί του φάνηκε το πιο καθωσπρέπει, αν και το πιο
ακριβό εξίσου, μιας και προϋπέθετε την απόρριψη συναισθηματικών αποφορτίσεων,
μιας πρακτικής πιο κοντινής στη δική του οικονομία πνεύματος. Όμως η φιλοδοξία
του ορθωνόταν πάνω κι από τις δυνατότητές του, και τη φορά ετούτη στάθηκε ικανός να
συγκρατήσει τα δάκρυά του, δίνοντας, συνεπώς, ένα καλό μάθημα καταναλωτικών
συνηθειών συναισθηματικών αγαθών στους συμμετέχοντες του σεμιναρίου που
φανταζόταν ότι εργάζεται. Και είναι που είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως και αυτός
ο ίδιος μπορούσε να περιβάλλεται από παρουσίες αόρατες, πραγματικές ωστόσο, με
τον ίδιο τρόπο που και ο Πήτερ και οι υπόλοιποι των μαθημάτων των αγγλικών
συνοδεύονταν αβίαστα από εκείνον, από τον Χούλιο, χωρίς να νιώθουν
την παρουσία του, προτού το συμπάν εκείνο λουφάξει σε μια σαρωτική σύσπαση.
Με τα μάτια υγρά,
λοιπόν, από εκείνη τη γαλήνια θλίψη, βγήκε στη μπαλκονόπορτα και είδε στο φως
των φαναριών πώς οι ομπρέλες πετούσαν στα πεζοδρόμια, με τα φτερά τους ανοιγμένα
στο όριο, σε αναζήτηση πιθανόν των ύστατων ερειπίων ενός κόσμου που γίνηκε
κομμάτια. Άνοιξε την πόρτα του μπαλκονιού για να αντιληφθεί τους εξωτερικούς θορύβους,
και του 'ρθε από τον δρόμο μια ανάσα ασθμαίνουσα, παρόμοια με αυτή που υπέφερε
ο πατέρας του, σαν να έπασχε και ο κόσμος από την πλευρική παράλυση
που προηγείται ενός σαρωτικού σοκ, ίδιου τύπου με αυτό που είχε διαλύσει αβίαστα την κασέτα των μαθημάτων των αγγλικών. Τότε, έκλεισε την πόρτα νιώθοντας
ένα σύγκρυο, χάζεψε την εγκυκλοπαίδεια και είδε πως μονάχα η τάξη που
απεικονιζόταν σ’ εκείνο το σύνολο από σκουρόχρωμους τόμους, η αλφαβητική,
συνέχιζε ανέπαφη.
Αποφασισμένος να
καταφύγει σε αυτήν, μπήκε στην εγκυκλοπαίδεια από το Ε και διέσχισε, χωρίς να σταματήσει, τις περιοχές των εγκάτων, των εκπτώσεων, των εκστρατειών,
των εκτελωνιστών και των εκτομών, μέχρι που έφτασε στον νομό των εκτρώσεων.
Ήταν χρόνια που δεν είχε πάει εκεί πέρα, από την εφηβεία, όμως θυμόταν τη διάταξή
του. Τις χώριζε σε αυτόματες και τεχνητές, πέραν των εκτρώσεων με μεταφορική
σημασία. Η αδελφή του βρισκόταν στο Θ
των θεραπευτικών, κι έτσι διέσχισε με βήμα γοργό την περιοχή των επαναλαμβανόμενων,
των επιδημιολογικών, των ηθικών, φτάνοντας σε μια γειτονιά που
του ήταν οικεία, όπου βασίλευε μια γαλήνη ατελής. Η πλειονότητα των εκτρώσεων
αναπαυόταν στο εσωτερικό εκείνων των γυάλινων δοχείων που του είχαν ήδη
τραβήξει την προσοχή από την προηγούμενη φορά, επιπλέοντας μέσα σε οινόπνευμα, λες κι είχαν αφεθεί να αναδεύονται σ’ εκείνο το είδος διαχρονικότητας
που τους παρείχε το αλφάβητο. Παρά την πάροδο του χρόνου, αναγνώρισε την αδελφή
του να ξεκουράζεται στον πάτο του δοχείου της με τα μάτια κλειστά, όχι με
έκφραση κοιμισμένου, αλλά με τη χαρακτηριστική γκριμάτσα ονειροπόλου, λες κι
εκείνο το συντηρητικό υγρό, που μέσα του περνούσε τη ζήση της, της θύμιζε το
αμνιακό υγρό μες στο οποίο είχε γεννηθεί πριν την πετάξουν στο εσωτερικό της
εγκυκλοπαιδικής πραγματικότητας. Χτύπησε το δοχείο με σύνεση κάποιου που ζητά
άδεια για να εισέλθει, όπως έκανε με τις κούκλες με τα τέσσερα δάχτυλα, κι αυτή
άνοιξε τα πελώρια κι ατελή μάτια της μέσα στο υγρό. Και παρόλο που αναγνώρισε
τον αδελφό της, έκανε μια χειρονομία «παράτα με», σαν να ‘θελε να δείξει πως
βαριόταν να βγει από το δοχείο. Σε κάθε περίπτωση, κολύμπησε μέχρι το στόμιο
και ξεπρόβαλε από αυτό σαν σε μπαλκόνι, ακουμπώντας τα χέρια στο χείλος του.
Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου