Το διήγημα Μαρία ντος Πρασέρες (María dos Prazeres) αποτελεί μέρος της συλλογής Doce cuentos peregrinos (Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα, Εκδ. Λιβάνη) του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες που δημοσιεύθηκε το 1992.
ΜΑΡΙΑ ΝΤΟΣ ΠΡΑΣΕΡΕΣ
—
Συγχωρήστε
με, είπε. Έκανα λάθος στην πόρτα.
— Μακάρι, είπε αυτή, αλλά ο θάνατος δεν κάνει λάθος.
Ο πωλητής άνοιξε πάνω στην τραπεζαρία ένα
διάγραμμα διπλωμένο πολλές φορές όπως οι χάρτες ναυσιπλοΐας, με τμήματα
χρωματισμένα διαφορετικά και πολυάριθμους σταυρούς και νούμερα στο κάθε χρώμα.
Η Μαρία ντος Πρασέρες κατάλαβε πως ήταν το πλήρες πλάνο του απέραντου
νεκροταφείου του Μονζουίκ και της ήρθε στον νου ο
παμπάλαιος τρόμος του νεκροταφείου στο Μανάος κάτω απ' τις μπόρες του Οκτώβρη,
εκεί που πλατσούριζαν οι τάπιροι ανάμεσα σε ανώνυμους τάφους και μαυσωλεία
τυχοδιωκτών με φλωρεντινά βιτρό. Ένα πρωί, όντας πολύ μικρή, ο ξεχειλισμένος
Αμαζόνιος ξημερώθηκε έχοντας μετατραπεί σε ένα αηδιαστικό έλος, κι εκείνη είδε
τα διαλυμένα φέρετρα να πλέουν στην αυλή του σπιτιού της με κομμάτια από
κουρέλια και τρίχες νεκρών στις χαραμάδες. Εκείνη η ανάμνηση ήταν κι ο λόγος
που είχε επιλέξει τον λόφο του Μονζουίκ για να αναπαυθεί εν ειρήνη, και όχι το μικρό
νεκροταφείο του Σαν Χερβάσιο, τόσο κοντινό και οικείο.
—
Και
οπωσδήποτε, να με θάψουν ξαπλωτή.
Και όμως, ως ανταπάντηση στη θορυβώδη προβολή
πωλήσεων τάφων με προεξόφληση, κυκλοφορούσε η φήμη ότι πραγματοποιούνταν
κάθετοι ενταφιασμοί για εξοικονόμηση χώρου. Ο πωλητής εξήγησε, με την ακρίβεια
διάλεξης μαθημένης παπαγαλία, και πολλές φορές επανειλημμένης, πως αυτή η
εκδοχή ήταν μια αχρεία φημολογία των παραδοσιακών γραφείων κηδειών προκειμένου
να δυσφημίσουν το πρωτοποριακό λανσάρισμα των τάφων σε δόσεις. Όσο το εξηγούσε ακούστηκαν
στην πόρτα τρία χτυπηματάκια διακριτικά, κι αυτός έκανε μιαν αβέβαιη παύση,
αλλά η Μαρία ντος Πρασέρες του υπέδειξε να συνεχίσει.
—
Μην
ανησυχείτε, είπε πολύ χαμηλόφωνα. Είναι ο Νόι.
—
Νόι! Του είπε
χωρίς να φωνάξει. Κατέβα από ’κει.
—
Έλα ρε! αναφώνησε
αυτός. Έκλαψε!
— Είναι που τον έπιασε ανησυχία που βρήκε κάποιον εδώ τέτοια ώρα, τον δικαιολόγησε η Μαρία ντος Πρασέρες χαμηλόφωνα. Γενικά, μπαίνει στο σπίτι πιο προσεκτικά από τους ανθρώπους. Εκτός από σένα, όπως έχω δει ήδη.
— Μα αφού έκλαψε, διάολε! επανέλαβε ο πωλητής κι αμέσως πήρε χαμπάρι την απρέπειά του και απολογήθηκε ντροπιασμένος: Να με συγχωρείτε, αλλά είναι που αυτό δεν το έχω δει ούτε στο σινεμά.
Ο πωλητής κοκκίνησε.
— Λυπάμαι.
— Περισσότερο θα ’πρεπε να λυπάμαι εγώ, είπε αυτή, πιάνοντάς τον απ’ το μπράτσο, να προλάβει μην κουτουλήσει πάνω στην πόρτα. Και προσοχή! Μην πας και χτυπήσεις σε κάνα δοξαπατρί πριν να με έχεις θάψει για τα καλά.
Ωστόσο, η μοιρασιά της κληρονομιάς της της
απέδειξε πως ήταν περισσότερο ριζωμένη από όσο η ίδια υπέθετε σε εκείνη την
κοινότητα σκληρών καταλανών που η εθνική τους περηφάνια θεμελιωνόταν μέσα στη συστολή. Ως και τα πιο
ασήμαντα μπιχλιμπίδια τα είχε μοιράσει σε ανθρώπους που ήταν πιο κοντά στην
καρδιά της, κι ήταν αυτοί που ζούσαν πιο κοντά στο σπίτι της. Τελικά δεν ένιωθε
ιδιαίτερα πεπεισμένη πως είχε αποδώσει δικαιοσύνη, όμως αντιθέτως ήταν σίγουρη
πως δεν είχε ξεχάσει κανέναν που δεν το άξιζε. Ήταν μια πράξη σχεδιασμένη με
τέτοια ακρίβεια που ο συμβολαιογράφος της οδού Ντελ Άρμπολ, που καυχιόταν πως
τα είχε δει όλα, δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του βλέποντάς την να
υπαγορεύει από μνήμης στους γραμματείς του τη λεπτομερή λίστα από τα υπάρχοντά
της, με το ακριβές όνομα κάθε πράγματος στα καταλανικά του Μεσαίωνα, και
ολόκληρη τη λίστα των κληρονόμων με τα επαγγέλματα και τις διευθύνσεις τους, και
τη θέση που καταλάμβαναν μες στην καρδιά της.
Ύστερα από την επίσκεψη του πωλητή κηδειών
κατέληξε να γίνει ένας ακόμη στους πολυάριθμους κυριακάτικους επισκέπτες
του νεκροταφείου. Έτσι όπως έκαναν και στους γειτονικούς τάφους, φύτεψε λουλούδια και για τις τέσσερις εποχές
στα παρτέρια, πότιζε το φρέσκο χορτάρι και το κούρευε με το χορτοκοπτικό μέχρι
που το έκανε όπως τα χαλιά του δημαρχείου, κι εξοικειώθηκε τόσο πολύ με το
μέρος που κατέληξε να μην καταλαβαίνει πώς και στην αρχή τής φάνηκε τόσο
ερημικό.
Μια Κυριακή στα τέλη του Σεπτέμβρη εμφανίστηκε
και η πρώτη κηδεία στον λόφο. Τρεις εβδομάδες αργότερα, ένα βράδυ με παγωμένο αγέρα,
έθαψαν μια νεαρή νιόπαντρη στον
γειτονικό από τον δικό της τάφο. Στο τέλος της χρονιάς, επτά κομμάτια γης είχαν
καταληφθεί, αλλά ο παροδικός χειμώνας πέρασε χωρίς να την αναστατώσει. Δεν
ένιωθε τίποτα το άσχημο, και καθώς αυξανόταν η ζέστη και ο καταιγιστικός
θόρυβος της ζωής έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα όλο κι έβρισκε πιο πολύ
κουράγιο να επιβιώσει απέναντι στα αινίγματα των ονείρων της. Ο κόμης της Καρδόνα,
που περνούσε στο βουνό τους τους πιο ζεστούς μήνες, την βρήκε στην επιστροφή
του ακόμη πιο ελκυστική κι από την απροσδόκητη νιότη των πενήντα της.
Την Κυριακή της τελικής πρόβας, στις τρεις το
απόγευμα, του έβγαλε το ανοιξιάτικο γιλέκο, εν μέρει γιατί το καλοκαίρι ήταν προ
των πυλών κι εν μέρει για να τραβάει λιγότερο την προσοχή, και τον άφησε να
πράξει κατά βούληση. Τον είδε να απομακρύνεται στο σκιερό πεζοδρόμιο με ελαφρύ βηματισμό
και το σφιχτό του ποπουδάκι λυπημένο κάτω από την ανήσυχη ουρά, κι έσφιξε τα
δόντια για να συγκρατήσει την επιθυμία της να κλάψει, για εκείνη και για εκείνον,
και για τα τόσα και τόσο πικρά χρόνια των κοινών ψευδαισθήσεων, ώσπου τον είδε να στρίβει
προς τη θάλασσα στη γωνία της οδού
Μαγιόρ. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ανέβηκε στο λεωφορείο της Ράμπλα στην κοντινή
Πλάθα ντε Λεσέπς, προσπαθώντας να τον δει χωρίς να φαίνεται από το παράθυρο, και
όντως τον είδε ανάμεσα σε σμήνη από πιτσιρίκια της Κυριακής, απόμακρο και
σοβαρό, περιμένοντας να ανάψει το φανάρι για τους πεζούς του Πασέο ντε
Γκράσια.
Χρειάστηκε να τον περιμένει σχεδόν δυο ώρες
κάτω από τον βάναυσο ήλιο του Μονζουίκ. Χαιρέτησε διάφορους συγγενείς εκλιπόντων
από άλλες Κυριακές που δεν τις θυμόταν και τόσο, αν και ίσα που τους
αναγνώρισε, αφού είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που τους είδε για πρώτη
φορά που πια δεν ήταν ντυμένοι στο πένθος, ούτε έκλαιγαν, κι έβαζαν τα
λουλούδια πάνω στους τάφους με τη σκέψη τους μακρυά από τους νεκρούς. Λίγο
αργότερα, όταν έφυγαν όλοι, άκουσε έναν πένθιμο βρυχηθμό που τρόμαξε τους
γλάρους, και είδε στο απέραντο πέλαγος ένα υπερωκεάνιο με τη σημαία της
Βραζιλίας, και θέλησε ολόψυχα να της έφερνε ένα γράμμα κάποιου που είχε πεθάνει
για χάρη της στη φυλακή του Πεναμπούκο. Λίγο μετά τις πέντε, κατά δώδεκα λεπτά
νωρίτερα, εμφανίστηκε ο Νόι στον λόφο, με τα σάλια να του τρέχουν από την
κούραση και τη ζέστη, αλλά και την έπαρση μικρού θριαμβευτή. Εκείνη τη στιγμή,
η Μαρία ντος Πρασέρες ξεπέρασε τον φόβο του να μην έχει κανέναν να κλαίει πάνω
απ’ τον τάφο της.
Παρόμοιο άγχος είχε γνωρίσει μόνο σαν ήταν μικρή
στο Μανάος, ένα λεπτό πριν ξημερώσει, όταν οι πολυάριθμοι ήχοι της νύχτας σταματούσαν
απότομα, ο χρόνος ταλαντευόταν,
και η ζούγκλα του Αμαζόνιου βυθιζόταν σε μια αβυσσώδη σιωπή που θα μπορούσε να
συγκριθεί μόνο με αυτήν του θανάτου. Καταμεσής εκεινής της ακαταμάχητης
έντασης, την Παρασκευή 10 του Απρίλη, όπως πάντα, ο κόμης της Καρδόνα πήγε να
δειπνήσει στο σπίτι της.
Μετά το δείπνο, κι έπειτα από μακρά συζήτηση,
έκαναν από μνήμης καθιστοί έρωτα που άφηνε και στους δύο ένα στίγμα
καταστροφής. Πριν να φύγει, πάντοτε αναστατωμένος καθώς τα μεσάνυχτα πλησίαζαν,
ο κόμης άφηνε εικοσιπέντε πεσέτες κάτω από το τασάκι στο υπνοδωμάτιο. Αυτή ήταν
η τιμή της Μαρίας ντος Πρασέρες όταν την γνώρισε περαστικός σε ένα ξενοδοχείο
του Παραλέλο, κι ήταν το μοναδικό που η σκουριά του χρόνου είχε αφήσει
ανέπαφο.
— Γιατί κι εγώ είμαι δίκαιη πουτάνα.
— Τρελαίνομαι, είπε το κορίτσι. Τότε η Μαρία ντος Πρασέρες της έκανε την πρόταση που προετοίμαζε πολύ καιρό.
— Στη Γκράσια, είπε αυτή. Η πόρτα άνοιξε δίχως άγγιγμα.
ΜΑΡΙΑ ΝΤΟΣ ΠΡΑΣΕΡΕΣ
Ο άντρας του γραφείου κηδειών έφτασε με
τέτοια ακρίβεια, που η Μαρία ντος Πρασέρες ήταν ακόμη με το μπουρνούζι και το κεφάλι
γεμάτο εκτοξευτήρες, και ίσα που βρήκε καιρό να βάλει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
στο αυτί για να μην φαίνεται όσο απωθητική ένιωθε. Λυπήθηκε ακόμη περισσότερο για την κατάστασή
της όταν άνοιξε την πόρτα και είδε ότι δεν ήταν ένας πένθιμος συμβολαιογράφος,
όπως εκείνη υπέθετε πως έπρεπε να είναι οι έμποροι του θανάτου, πάρα ένας ντροπαλός
νέος με καρό σακάκι και γραβάτα με χρωματιστά πουλιά. Δεν φορούσε παλτό, παρά
το άστατο της άνοιξης στη Βαρκελώνη, της οποίας το ψιλόβροχο με τους πλαγινούς
ανέμους την έκανε σχεδόν πάντοτε λιγότερο υποφερτή από τον χειμώνα. Η Μαρία
ντος Πρασέρες αισθάνθηκε ντροπή όπως πολύ λίγες φορές. Μόλις είχε κλείσει τα εβδομήντα
έξι της χρόνια και ήταν πεπεισμένη ότι θα πέθαινε πριν τα Χριστούγεννα, και
ακόμη κι έτσι ήταν έτοιμη να κλείσει την πόρτα και να ζητήσει από τον πωλητή
κηδειών να περιμένει μια στιγμή όσο θα ντυνόταν για να τον υποδεχθεί όπως του
άρμοζε. Όμως σκέφτηκε μετά ότι θα ξεπάγιαζε στο σκοτεινό πλατύσκαλο, και τον
έβαλε να περάσει μέσα.
— Συγχωρήστε
μου αυτή τη φάτσα νυχτερίδας, είπε, όμως είμαι πάνω από πενήντα χρόνια στην
Καταλονία, και είναι η πρώτη φορά που κάποιος φτάνει στην ώρα του.
Μιλούσε τα καταλανικά τέλεια με μια
καθαρότητα κάπως αρχαϊκή, παρότι ακόμη μπορούσες να διακρίνεις τη μουσική των
ξεχασμένων πορτογαλικών της. Παρά τα χρόνια της και με τις συρμάτινες μπούκλες
της συνέχιζε να είναι μια μιγάδα κομψή και ζωντανή, με πυκνό μαλλί και κίτρινα και
κοκκινισμένα μάτια, που είχε χάσει από καιρό τη λύπηση για τους άντρες. Ο
πωλητής, τυφλωμένος ακόμη από το φως του δρόμου, δεν έκανε κανένα σχόλιο παρά
σκούπισε τα πόδια του στο ψάθινο πατάκι και της φίλησε το χέρι υποκλινόμενος.
—
Είσαι ένας
άντρας όπως αυτοί της εποχής μου, είπε η Μαρία ντος Πρασέρες, με τρανταχτό
γέλιο. Κάθισε!
Αν και ήταν νέος στο επάγγελμα, το γνώριζε αρκετά
καλά για να μην αναμένει εκείνη τη χαρμόσυνη υποδοχή στις οκτώ το πρωί, πόσο
μάλλον από μια ηλικιωμένη δίχως έλεος που εκ πρώτης όψεως του έμοιασε μια
παλαβή που το 'χει σκάσει από την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Κι έτσι παρέμεινε στο
ένα βήμα από την πόρτα δίχως να ξέρει τι να πει, όσο η Μαρία ντος Πρασέρες τράβαγε
τις παχιές γούνινες κουρτίνες στα παράθυρα. Η χλωμή λάμψη του Απρίλη ίσα που
φώτισε το σχολαστικό περιβάλλον της σάλας που πιο πολύ έμοιαζε με βιτρίνα
καταστήματος με αντίκες. Ήταν πράγματα καθημερινής χρήσης, κανένα περισσότερο
κανένα λιγότερο, και το καθένα φαινόταν τοποθετημένο στο φυσικό του περιβάλλον,
και με ένα γούστο τόσο εύστοχο που θα ήταν δύσκολο να συναντήσεις άλλο σπίτι
πιο λειτουργικό ακόμη και σε μια πόλη τόσο παλιά και μυστική όπως η Βαρκελώνη.
— Μακάρι, είπε αυτή, αλλά ο θάνατος δεν κάνει λάθος.
—
Θέλω ένα
μέρος που να μην φτάσει ποτέ νερό, είπε.
— Οπότε εδώ
είμαστε, είπε ο πωλητής, δείχνοντας το σημείο στον χάρτη με την πτυσσόμενη
ράβδο που είχε στην τσέπη σαν σιδερένιο στιλό. Δεν υπάρχει θάλασσα που να
ανεβαίνει τόσο.
Αυτή περιπλανήθηκε στον χρωματιστό πίνακα μέχρι
να βρει την κεντρική είσοδο, όπου ήταν οι τρεις συνεχόμενοι τάφοι, ολόιδιοι κι
ανώνυμοι όπου κείτονταν ο Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι και άλλοι δυο αναρχικοί
επικεφαλής που πέθαναν στον Εμφύλιο. Κάθε νύχτα όλο και κάποιος έγραφε τα
ονόματα πάνω στις λευκές ταφόπλακες. Τα έγραφαν με μολύβι, με μπογιά, με κάρβουνο,
με βαφή φρυδιών ή βερνίκι νυχιών, με όλα τους τα γράμματα και στη σωστή σειρά,
και κάθε πρωί οι φύλακες τα έσβηναν για να μην μάθει κανείς ποιος ήταν κάτω από
τα βουβά μάρμαρα. Η Μαρία ντος Πρασέρες είχε παρευρεθεί στην κηδεία του
Ντουρούτι, την πιο θλιμμένη και ταραχώδη από όσες έγιναν ποτέ στη Βαρκελώνη,
και ήθελε να αναπαυθεί κοντά στον τάφο του. Όμως δεν υπήρχε κανένας διαθέσιμος στο
αχανές υπέρ-κατοικημένο νεκροταφείο. Με αυτόν τον τρόπο περιορίστηκε στο μέτρο
του δυνατού. «Με την προϋπόθεση, είπε, να μην με χώσουν σε κάνα συρτάρι καμιά πενταετία
λες κι είμαι γράμμα στο ταχυδρομείο». Ύστερα, αφού θυμήθηκε τη βασική προϋπόθεση,
κατέληξε:
Ο πωλητής ανέκτησε τον ειρμό και η Μαρία ντος
Πρασέρες έμεινε ικανοποιημένη με την επεξήγηση. Ωστόσο, πριν ανοίξει την πόρτα θέλησε
να κάνει μια συνολική αποτίμηση μιας σκέψης που είχε ωριμάσει στην καρδιά της
εδώ και πολλά χρόνια, μέχρι τις πιο απόκρυφές του λεπτομέρειες, από τότε με τη θρυλική
φουσκονεριά του Μανάος.
—
Αυτό που θέλω
να πω, είπε, είναι ότι ψάχνω ένα μέρος που να είμαι ξαπλωμένη κάτω απ’ τη γη,
χωρίς κίνδυνο πλημμύρας κι αν είναι δυνατό στη σκιά των δέντρων το καλοκαίρι,
κι όπου δεν θα με βγάλουν μετά από κάποιον καιρό για να με πετάξουν στα
σκουπίδια.
Άνοιξε την πόρτα του δρόμου και μπήκε ένα
σκυλάκι μουσκεμένο μες στα νερά απ’ το ψιλόβροχο, και με μια απρόσεκτη διάθεση που ουδεμία σχέση είχε με
το υπόλοιπο του σπιτιού. Επέστρεφε από την πρωινή του βόλτα στη γειτονιά, και
με το που μπήκε έπαθε παροξυσμό απ' τη χαρά του. Πήδηξε πάνω στο τραπέζι
γαυγίζοντας στα κουτουρού, και όπως το πήγαινε θα κατέστρεφε το πλάνο του
νεκροταφείου με τα λασπωμένα του πόδια.
Μια και μόνο ματιά της κυρίας του ήταν αρκετή για να του κοπεί η φόρα.
Το ζωντανό μαζεύτηκε, την κοίταξε τρομαγμένο,
κι ένα ζευγάρι από καθάρια δάκρυα γλίστρησαν στη μουσούδα του. Τότε η Μαρία
ντος Πρασέρες έπιασε να ξανασχοληθεί με τον πωλητή και τον βρήκε σαστισμένο.
— Είναι που τον έπιασε ανησυχία που βρήκε κάποιον εδώ τέτοια ώρα, τον δικαιολόγησε η Μαρία ντος Πρασέρες χαμηλόφωνα. Γενικά, μπαίνει στο σπίτι πιο προσεκτικά από τους ανθρώπους. Εκτός από σένα, όπως έχω δει ήδη.
— Μα αφού έκλαψε, διάολε! επανέλαβε ο πωλητής κι αμέσως πήρε χαμπάρι την απρέπειά του και απολογήθηκε ντροπιασμένος: Να με συγχωρείτε, αλλά είναι που αυτό δεν το έχω δει ούτε στο σινεμά.
—
Όλα τα σκυλιά
μπορούν να το κάνουν αν τους το μάθουν, είπε αυτή. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι
τα αφεντικά τους περνάνε μια ζωή μαθαίνοντάς τα συνήθειες που τα κάνουν και
υποφέρουν, πώς να τρώνε με πιάτο ή να κάνουν τα κακά τους στην ώρα τους και στο
ίδιο σημείο. Κι αντιθέτως δεν τα μαθαίνουν πράγματα φυσικά που τους αρέσουν,
όπως να κλαίνε και να γελούν. Πού είμασταν;
Λίγο είχε μείνει. Η Μαρία ντος Πρασέρες
όφειλε να αρκεστεί επιπλέον σε καλοκαίρια δίχως δέντρα, γιατί τα μοναδικά που
υπήρχαν στο νεκροταφείο είχαν κρατημένες προκαταβολικά τις σκιές τους για τους υψηλόβαθμους
του καθεστώτος. Αντίθετα, οι όροι και οι προϋποθέσεις του συμβολαίου
περισσεύανε, επειδή εκείνη ήθελε να καρπωθεί την έκπτωση για την προκαταβολική
και τοις μετρητοίς πληρωμή.
Μόνο όταν είχαν τελειώσει, κι ενώ φύλαγε ξανά
τα χαρτιά του στον φάκελο, ο πωλητής εξέτασε το σπίτι με συνειδητή ματιά και
τον συγκλόνισε η μαγική ανάσα του κάλλους του. Ξανακοίταξε τη Μαρία ντος
Πρασέρες σαν να ήταν η πρώτη φορά.
—
Μπορώ να σας κάνω
μια ερώτηση αδιάκριτη; ρώτησε αυτός.
Αυτή τον κατεύθυνε προς την πόρτα.
—
Εννοείται,
του είπε, αρκεί να μην είναι η ηλικία.
—
Έχω τη μανία
να μαντεύω το επάγγελμα των ανθρώπων από τα πράγματα που έχουν σπίτι τους, και
η αλήθεια είναι πως εδώ δεν το βρισκω, είπε αυτός. Τι κάνετε;
Η Μαρία ντος
Πρασέρες του απάντησε σκασμένη στα γέλια:
—
Είμαι
πουτάνα, αγόρι μου. Ή μήπως πια δεν μου φαίνεται; Ο πωλητής κοκκίνησε.
— Λυπάμαι.
— Περισσότερο θα ’πρεπε να λυπάμαι εγώ, είπε αυτή, πιάνοντάς τον απ’ το μπράτσο, να προλάβει μην κουτουλήσει πάνω στην πόρτα. Και προσοχή! Μην πας και χτυπήσεις σε κάνα δοξαπατρί πριν να με έχεις θάψει για τα καλά.
Αμέσως μόλις έκλεισε την πόρτα πήρε αγκαλιά το
σκυλάκι κι άρχισε να το κανακεύει, κι ένωσε την υπέροχη αφρικάνικη φωνή της με την
παιδική χορωδία που εκείνη τη στιγμή άρχισε να ακούγεται απ' το γειτονικό νηπιαγωγείο.
Τρεις μήνες πριν, είχε δει στα όνειρά της την αποκάλυψη ότι επρόκειτο να πεθάνει,
κι από τότε ένιωθε πιο δεμένη από ποτέ με εκείνο το πλάσμα της μοναξιάς της. Είχε
προβλέψει με τόση επιμέλεια τη μεταθανάτιο μοιρασιά των πράγματων της και τη
μοίρα του κορμιού της, που θα
μπορούσε εκείνη τη στιγμή να πεθάνει δίχως να γίνει βάρος σε κανέναν. Είχε αποσυρθεί
με τη θέλησή της, με μια περιουσία που συγκεντρώθηκε πετραδάκι-πετραδάκι αλλά χωρίς υπερβολικά πικρές θυσίες, κι είχε
επιλέξει ως ύστατο καταφύγιο το αρχαίο κι ευγενές χωριό της Γκράσια, το οποίο είχε ήδη καταπιεί
η επέκταση της πόλης. Είχε αγοράσει τον ημιώροφο ερείπιο, με την αδιάκοπη
μυρωδιά καπνιστής ρέγκας, του
οποίου οι διαβρωμένοι από τα άλατα τοίχοι διατηρούσαν ακόμη τα σημάδια κάποιας
άδοξης μάχης. Δεν υπήρχε θυρωρός, και στις υγρές και σκοτεινές σκάλες έλειπαν
κάποια σκαλοπάτια, παρότι όλα τα διαμερίσματα ήταν κατειλημμένα. Η Μαρία ντος
Πρασέρες έκανε ανακαίνιση στο μπάνιο και την κουζίνα, επικάλυψε τους τοίχους με
πανό σε χρώματα χαρούμενα κι έβαλε λοξότμητα τζάμια και βελούδινες κουρτίνες
στα παράθυρα. Τελευταία έφερε τα λεπτεπίλεπτα έπιπλα, τα σερβίτσια και τα
διακοσμητικά, και τις μεταξένιες φάσες και τα μπροκάρ που οι φασίστες έκλεβαν
από τα εγκαταλελειμμένα σπίτια των δημοκρατικών κατά την υποχώρηση της ήττας,
και που η ίδια αγόραζε λίγο-λίγο, για πολλά χρόνια, σε τιμές ευκαιρίας και μυστικές
δημοπρασίες. Η μοναδική γέφυρα που της απέμεινε με το παρελθόν ήταν η φιλία της
με τον κόμη της Καρδόνα, ο οποίος συνέχιζε να την επισκέπτεται την τελευταία
Παρασκευή κάθε μήνα για να δειπνήσει μαζί της και να της κάνει έναν έρωτα υποτονικό
επάνω στο τραπέζι. Όμως ακόμη κι εκείνη η φιλία της νιότης είχε κρατηθεί διακριτικά,
αφού ο κόμης άφηνε το αυτοκίνητο με τα εμβλήματά του σε μια απόσταση παραπάνω
από συνετή, κι έφτανε μέχρι τον ημιώροφο της περπατώντας στη σκιά, τόσο για να
προστατέψει την τιμή εκεινής όσο και τη δική του. Η Μαρία ντος
Πρασέρες δεν ήξερε κανέναν στο κτίριο, εκτός από την απέναντι πόρτα, όπου έμενε
εδώ και λίγο καιρό ένα νεαρό ζευγάρι με ένα κορίτσι εννιά ετών. Της φαινόταν
απίστευτο, όμως ήταν βέβαιο, να μην έχει ποτέ της συναντηθεί με κάποιον άλλον
στις σκάλες.
Στην πρώτη της επίσκεψη, ένιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά όταν είδε δίπλα
στην είσοδο τούς τρεις ανώνυμους τάφους, μα δεν σταμάτησε καν να τους κοιτάξει,
μιας και σε λίγα βήματα από εκείνη βρισκόταν ο ξάγρυπνος φύλακας. Όμως την
τρίτη Κυριακή εκμεταλλεύτηκε μια απροσεξία για να πραγματοποιήσει ένα από τα
μεγαλύτερα όνειρά της, και με το κραγιόν έγραψε στην πρώτη ταφόπλακα που είχε
πλύνει η βροχή: Ντουρού. Από τότε, όποτε μπορούσε το ξανάκανε, κάποιες φορές
στον έναν τάφο, στους δυο ή στους τρεις, και πάντα με τον καρπό σταθερό και την
καρδιά αναστατωμένη από τη νοσταλγία.
Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, η
Μαρία ντος Πρασέρες κατάφερε τον Νόι να ξεχωρίζει τον τάφο της μες στον απέραντο
λόφο από όμοιους τάφους. Έπειτα καταπιάστηκε να του μάθει να κλαίει πάνω από
τον αδειανό τάφο ώστε να συνεχίσει να το κάνει από συνήθεια μετά τον θάνατό
της. Τον πήγε αρκετές φορές με τα πόδια από το σπίτι της μέχρι το νεκροταφείο,
δείχνοντάς του σημεία αναφοράς για να απομνημονεύσει τη διαδρομή του λεωφορείου
της Ράμπλα, ώσπου τον ένιωσε αρκετά ικανό για να τον στείλει μόνο.
«Θεέ μου», ψιθύρισε.
«Πόσο μόνος φαίνεται».
Ήταν το επόμενο φθινόπωρο όταν και άρχισε να αντιλαμβάνεται
άσχημα σημάδια που δεν μπορούσε να αποκωδικοποιήσει, αλλά μεγάλωναν το βάρος
στην καρδιά. Ξαναήπιε καφέ κάτω από τις χρυσαφένιες ακακίες της Πλάθα ντελ
Ρελόχ μες στο παλτό με τον γιακά από ουρά αλεπούς και το καπέλο με ψεύτικα
λουλούδια που ήταν τόσο παλιό που είχε ξαναγυρίσει στη μόδα. Ακόνισε το
ένστικτο. Προσπαθώντας να εξηγήσει το άγχος της, αφουγκράστηκε τα κουτσομπολιά
των γυναικών που πουλούσαν πουλιά στη Ράμπλα, τους ψιθύρους των αντρών στους πάγκους
με τα βιβλία που για πρώτη φορά μετά από χρόνια δεν μιλούσαν για ποδόσφαιρο, τα
απόκρυφα χούγια των αναπήρων πολέμου που πετάγανε ψίχουλα στα περιστέρια, και παντού
συναντούσε αδιάψευστα σημάδια του θανάτου. Τα Χριστούγεννα άναψαν τα χρωματιστά
λαμπάκια ανάμεσα στις ακακίες, κι έβγαιναν μουσικές και φωνές αγαλλίασης απ’ τα
μπαλκόνια, κι ένα πλήθος τουριστών με άγνοια του δικού μας πεπρωμένου εισέβαλαν
στα καφέ στον καθαρό αέρα, όμως μέσα σ’ αυτή τη γιορτή αισθανόσουν την ίδια καταπιεσμένη
ένταση που προηγήθηκε των καιρών που οι αναρχικοί έκαναν τους δρόμους κτήμα
τους. Η Μαρία ντος Πρασέρες, που είχε ζήσει εκείνη την εποχή του μεγάλου
πάθους, δεν μπορούσε να τιθασεύσει την ανησυχία, και για πρώτη της φορά ξύπνησε
μες στον ύπνο της από νυχιές τρόμου.
Μια νύχτα, πράκτορες της κρατικής ασφάλειας δολοφονήσαν με όπλο απέναντι
από το παράθυρο της έναν φοιτητή που είχε γράψει με χοντρή μπογιά στον τοίχο: Ζητώ
η Ελεύθερη Καταλονία.
«Θεέ μου, είπε κατάπληκτη, λες και πεθαίνουν όλα μαζί μου!»
Η επίσκεψη είχε αποκτήσει το τελετουργικό της.
Ο κόμης έφτανε ακριβώς μεταξύ επτά και εννέα το βράδυ με ένα μπουκάλι τοπικής σαμπάνιας
τυλιγμένο στην απογευματινή εφημερίδα για να μην είναι τόσο εμφανές, κι ένα κουτί
γεμιστά σοκολατάκια. Η Μαρία ντος Πρασέρες του ετοίμαζε κανελόνια στον φούρνο
και τρυφερό κοτόπουλο στον χυμό του, που ήταν τα αγαπημένα πιάτα των καταλανών
με καταγωγή από τα χρόνια τα καλά, και μια πιατέλα με ποικιλία φρούτων εποχής.
Όσο εκείνη μάζευε την κουζίνα, ο κόμης άκουγε στο γραμμόφωνο αποσπάσματα από
ιταλικές όπερες σε ιστορικές εκτελέσεις, πίνοντας αργά ένα ποτηράκι πόρτο που
διαρκούσε μέχρι να τελειώσουν οι δίσκοι.
Κανένας από τους δυο δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ
σε τι βασιζόταν εκείνη η φιλία. Η Μαρία ντος Πρασέρες του χρωστούσε μερικές
εύκολες χάρες. Αυτός της έδινε χρήσιμες συμβουλές για τη διαχείριση των
αποταμιεύσεών της, της είχε μάθει να διακρίνει την πραγματική αξία των
σκηνωμάτων της, και τον τρόπο να τα έχει για να μην αποκαλυφθεί πως ήταν
πράγματα κλεμμένα. Όμως πάνω από όλα, ήταν αυτός που της υπέδειξε τον δρόμο για
αξιοπρεπή γηρατειά στη συνοικία της Γκράσια, όταν στο μπουρδέλο που ’χε περάσει
μια ζωή την έβγαλαν υπερβολικά παρωχημένη για τα μοντέρνα γούστα, κι ήθελαν να
την στείλουν σε ένα σπίτι με παράνομες συνταξιούχες που για πέντε πεσέτες τις
μάθαιναν να κάνουν έρωτα σε παιδιά. Αυτή του είχε διηγηθεί πως η μητέρα της την
πούλησε στα δεκατέσσερα της στο λιμάνι του Μανάος, κι ότι ο πρώτος ενός τούρκικου
πλοίου την απόλαυσε και με το παραπάνω καθώς διέσχιζαν τον Ατλαντικό, και την παράτησε
χωρίς χρήματα, χωρίς γλώσσα και χωρίς όνομα, στον φωτεινό βάλτο του Παραλέλο. Κι
οι δυο τους είχαν συνείδηση του πόσο λίγα πράγματα είχαν από κοινού και ποτέ
δεν αισθάνονταν περισσότερο μόνοι από όσο όταν ήταν μαζί, όμως κανένας τους δεν
είχε τολμήσει να πληγώσει τη δύναμη της συνήθειας. Είχαν ανάγκη μια εθνική
συγκίνηση για να αντιληφθούν, κι οι δυο τους ταυτόχρονα, του πόσο είχαν μισήσει
ο ένας τον άλλο, και με πόση τρυφερότητα, όλα αυτά τα χρόνια.
Ήταν μια εκπυρσοκρότηση. Ο κόμης της Καρδόνα άκουγε το ντουέτο του έρωτα της Λα Μποέμ, με ερμηνευτές
τη Λίτσια Αλμπανέζε και τον Μπερναμίνο Τζίλι, όταν και δέχτηκε μια τυχαία ριπή
ειδήσεων από το ράδιο που η Μαρία ντος Πρασέρες άκουγε στην κουζίνα. Πλησίασε στις
άκρες των δακτύλων κι άκουσε κι αυτός. Ο στρατηγός Φρανθίσκο Φράνκο, ισόβιος
δικτάτωρ της Ισπανίας, είχε αναλάβει την ευθύνη να αποφασίσει την τελική
κατάληξη τριών Βάσκων αυτονομιστών που μόλις είχαν καταδικαστεί εις θάνατον. Ο
κόμης πήρε μια ανάσα ανακούφισης.
—
Οπότε θα τους
εκτελέσουν το δίχως άλλο, είπε, γιατί ο Στρατηγός είναι δίκαιος άνθρωπος. Η
Μαρία ντος Πρασέρες κάρφωσε επάνω του τα φλογισμένα μάτια μιας αληθινής κόμπρας,
και είδε τις κόρες των ματιών του δίχως πάθος πίσω απ’ τα χρυσά γυαλάκια, τα υβριδικά
χέρια ζώου που έχει συνηθίσει την υγρασία και το σκοτάδι. Έτσι όπως ήταν.
— Τότε προσευχήσου
στον Θεό να μην το κάνουν, είπε, γιατί με τον πρώτο που θα εκτελέσουν θα σου
ρίξω δηλητήριο στη σούπα.
Ο κόμης τρόμαξε.
—
Και γιατί
αυτό; — Γιατί κι εγώ είμαι δίκαιη πουτάνα.
Ο κόμης της Καρδόνα δεν επέστρεψε ποτέ, κι η
Μαρία ντος Πρασέρες είχε τη βεβαιότητα πως ο τελευταίος κύκλος της ζωής της
μόλις είχε κλείσει. Μέχρι πριν λίγο, την εξόργιζε που της παραχωρούσαν τη θέση
στο λεωφορείο, που την βοηθούσαν να διασχίσει τον δρόμο, να την πιάνουν από το
μπράτσο για να ανεβεί τις σκάλες, ωστόσο είχε καταλήξει όχι μόνο να το αποδέχεται
αλλά ακόμη και να το επιδιώκει ως ένα αναγκαίο κακό. Τότε παράγγειλε να της
κάνουν μια ταφόπλακα αναρχικού, δίχως ονόματα και ημερομηνίες, κι άρχισε να κοιμάται
χωρίς να περνάει τον σύρτη στην πόρτα ώστε να μπορέσει ο Νόι να βγει να
ειδοποιήσει εάν πέθαινε την ώρα που κοιμόταν.
Μια Κυριακή, μπαίνοντας στο σπίτι
επιστρέφοντας από το νεκροταφείο, συνάντησε στο πλατύσκαλο το κορίτσι που έμενε
στην απέναντι πόρτα. Την συνόδευσε για αρκετά τετράγωνα, μιλώντας της για τα
πάντα με μια αθωότητα γιαγιάς, ενώ την έβλεπε να χαριεντίζεται με τον Νόι σαν
δύο παλιοί φίλοι. Στην Πλάθα ντελ Ντιαμάντε, έτσι όπως το ’χε προβλέψει, την
κέρασε ένα παγωτό.
—
Σου αρέσουν
τα σκυλιά; την ρώτησε.— Τρελαίνομαι, είπε το κορίτσι. Τότε η Μαρία ντος Πρασέρες της έκανε την πρόταση που προετοίμαζε πολύ καιρό.
—
Αν κάποια
στιγμή μου συμβεί κάτι, πάρε τον Νόι, της είπε, με μοναδικό όρο να τον αφήνεις
ελεύθερο τις Κυριακές δίχως να ανησυχείς για το παραμικρό. Ξέρει αυτός τι να
κάνει.
Η μικρή το ευχαριστήθηκε. Η Μαρία ντος Πρασέρες, με τη σειρά της, επέστρεψε στο σπίτι με την αγαλλίαση
του να έχει ζήσει ένα όνειρο ωριμασμένο για χρόνια μες στην καρδιά της. Ωστόσο,
δεν ήταν από την κόπωση των γηρατειών ούτε από την αργοπορία του θανάτου που το όνειρο αυτό δεν εκπληρώθηκε.
Δεν ήταν καν δική της η απόφαση. Την είχε πάρει η ζωή για λογαριασμό της ένα παγερό
βράδυ του Νοέμβρη που ξέσπασε
μια ξαφνική καταιγίδα σαν έβγαινε από το νεκροταφείο. Είχε γράψει τα ονόματα στις
τρεις ταφόπλακες και κατέβαινε με τα πόδια προς τον σταθμό των λεωφορείων όταν κι έγινε μούσκεμα για τα καλά
από τις πρώτες ριπές της βροχής. Ίσα που πρόλαβε να καταφύγει σε κάτι κατώφλια μιας ερημικής συνοικίας
που έμοιαζε με άλλη πόλη, με μπακάλικα κατεστραμμένα και σκονισμένες φάμπρικες,
και τεράστια καμιόνια που έκαναν ακόμη πιο τρομακτική τη βοή της καταιγίδας. Όσο
προσπαθούσε να ζεστάνει με το κορμί της το μουσκεμένο σκυλάκι, η Μαρία ντος Πρασέρες έβλεπε
να περνούν τα λεωφορεία
γεμάτα, τα ταξί άδεια με τη σημαία κατεβασμένη, όμως κανείς δεν έδινε σημασία στα
σινιάλα ναυαγού που έκανε. Ξαφνικά, όταν και πια έμοιαζε αδύνατο σαν θαύμα, ένα
πολυτελές αυτοκίνητο στο χρώμα που ’χει το ατσάλι στο λυκόφως πέρασε σχεδόν
αθόρυβα απ’ τον πλημμυρισμένο δρόμο, σταμάτησε απότομα στη γωνία και γύρισε με
την όπισθεν εκεί όπου βρισκόταν εκείνη. Τα τζάμια κατέβηκαν με ένα μαγικό φύσημα,
κι ο οδηγός προσφέρθηκε να την πάρει.
— Πάω πολύ
μακρυά, είπε η Μαρία ντος Πρασέρες με ειλικρίνεια. Όμως θα μου κάνατε μεγάλη
χάρη αν με πηγαίνατε λίγο πιο κοντά.
—
Πείτε μου πού
πηγαίνετε, επέμεινε αυτός. — Στη Γκράσια, είπε αυτή. Η πόρτα άνοιξε δίχως άγγιγμα.
—
Στον δρόμο
μου είναι, είπε αυτός. Περάστε. Στο εσωτερικό που μύριζε σαν φάρμακο στην
κατάψυξη, η βροχή μετατράπηκε σε εξωπραγματική κακοτυχία, η πόλη άλλαξε χρώμα,
κι εκείνη ένιωθε σαν σε έναν κόσμο μακρινό κι ευτυχισμένο όπου όλα ήταν λυμένα
προκαταβολικά. Ο οδηγός άνοιγε δρόμο μέσα από το χάος της κίνησης με μια ευχέρεια
που είχε κάτι το μαγικό. Η Μαρία ντος Πρασέρες ήταν τρομοκρατημένη, όχι μόνο
για τη δική της δυστυχία αλλά και για αυτήν του μικρού αξιοθρήνητου σκυλιού που
κοιμόταν στα γόνατά της.
—
Αυτό είναι
υπερωκεάνιο, είπε, γιατί ένιωθε πως έπρεπε να πει κάτι αξιόλογο. Ποτέ μου δεν
είδα κάτι παρόμοιο, ούτε καν στο όνειρό μου.
—
Πραγματικά,
το μόνο κακό που έχει είναι ότι δεν είναι δικό μου, είπε αυτός, σε δυσνόητα καταλανικά, κι έπειτα από μια παύση συμπλήρωσε στα καστιγιάνικα: Οι μισθοί μιας
ολόκληρης ζωής δεν θα μου έφταναν για να το αγοράσω.
—
Το φαντάζομαι,
μουρμούρησε αυτή.
Τον εξέτασε με την άκρη του ματιού της, φωτισμένος
στο πράσινο από τη λάμψη του καντράν, και είδε πως ήταν σχεδόν έφηβος, με
σγουρά και κοντά μαλλιά, κι ένα προφίλ από ρωμαϊκό χαλκό. Σκέφτηκε πως δεν ήταν
όμορφος, αλλά πως είχε μια γοητεία
αλλιώτικη, πως του καθόταν πολύ καλά το φτηνό και φθαρμένο από τη χρήση
δερμάτινο, και πως η μητέρα του πρέπει να ένιωθε πολύ ευτυχισμένη όταν τον
άκουγε να γυρίζει σπίτι. Μονάχα
από τα χέρια αγρότη που είχε μπορούσες να πιστέψεις πως δεν ήταν ο αληθινός ιδιοκτήτης
του αυτοκίνητου.
Δεν ξαναμίλησαν σε όλη τη διαδρομή, όμως και
η Μαρία ντος Πρασέρες ένιωσε να την εξετάζει με την άκρη του ματιού του αρκετές
φορές, και μια φορά πληγώθηκε που ήταν
ακόμη ζωντανή στην ηλικία της. Ένιωσε άσχημη και οικτρή, με το μαντήλι της κουζίνας
που είχε βάλει όπως-όπως στο κεφάλι όταν ξεκίνησε να βρέχει, και το αξιοθρήνητο
φθινοπωρινό παλτό που δεν της είχε κόψει να αλλάξει επειδή σκέφτοταν τον
θάνατο.
Σαν έφτασαν στη συνοικία της Γκράσια είχε
αρχίσει να ανοίγει ο καιρός, είχε νυχτώσει κι είχαν ανάψει τα φώτα στους
δρόμους. Η Μαρία ντος Πρασέρες υπέδειξε στον οδηγό της να την αφήσει σε μια
κοντινή γωνία, αλλά αυτός επέμεινε να την πάει ως την πόρτα του σπιτιού της,
και όχι μόνο το έκανε αλλά και στάθμευσε πάνω στο πεζοδρόμιο για να μπορέσει να
κατεβεί χωρίς να βραχεί. Αυτή έλυσε το σκυλάκι, προσπάθησε να βγει από το
αυτοκίνητο με όση αξιοπρέπεια της επέτρεπε το σώμα, κι όταν γύρισε για να πει
ευχαριστώ συνάντησε ένα ανδρικό βλέμμα που της έκοψε την ανάσα.
— Να ανεβώ;
Η Μαρία ντος Πρασέρες ένιωσε ταπεινωμένη.
—
Σας ευχαριστώ
πολύ που μου κάνατε τη χάρη να με φέρετε, είπε, αλλά δεν σας επιτρέπω να με
κοροϊδεύετε.
—
Δεν έχω
κανέναν λόγο να κοροϊδεύω κανέναν, είπε αυτός στα καστιγιάνικα με μια σοβαρότητα
αδιαπραγμάτευτη. Και πολύ περισσότερο μια γυναίκα όπως εσείς.
Η Μαρία ντος Πρασέρες είχε γνωρίσει πολλούς
άντρες σαν εκείνον, είχε σώσει από την αυτοκτονία άλλους πιο θαρραλέους από
εκείνον, όμως ποτέ στην μακρά ζωή της δεν είχε φοβηθεί τόσο πολύ να αποφασίσει.
Τον άκουσε να επιμένει δίχως την παραμικρή ένδειξη αλλαγής στη φωνή:
—
Να ανεβώ;
Αυτή απομακρύνθηκε χωρίς να κλείσει την πόρτα
του αυτοκίνητου και του απάντησε στα καστιγιάνικα για να είναι σίγουρη ότι θα
γίνει αντιληπτή.
—
Κάντε όπως
θέλετε.
Μπήκε στην είσοδο η οποία ίσα που φωτιζόταν
από τη χλωμή λάμψη του δρόμου κι άρχισε να ανεβαίνει το πρώτο κομμάτι της σκάλας
με κομμένα τα γόνατα, πνιγμένη μέσα σε έναν τρόμο που θα μπορούσε να πιστέψει
πιθανό μόνο την ώρα του θανάτου. Όταν σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του
ημιώροφου, τρέμοντας από το άγχος να βρει τα κλειδιά στη τσέπη, άκουσε να
κλείνουν οι δυο πόρτες του αυτοκίνητου στον δρόμο. Ο Νόι, που είχε περάσει
μπροστά, έκανε να γαυγίσει. «Σώπα», τον διέταξε με αγωνιώδες ψιθύρισμα. Σχεδόν
αμέσως άκουσε τα πρώτα βήματα στα φαρδιά
σκαλοπάτια και φοβήθηκε πως η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Σε κλάσματα
δευτερολέπτου ανέλυσε ξανά ολόκληρο το προφητικό όνειρο που της είχε αλλάξει τη
ζωή εδώ και τρία χρόνια και κατάλαβε το λάθος στην ερμηνεία του.
«Θεέ
μου», είπε έκπληκτη. «Ώστε δεν ήταν ο θάνατος!»
Βρήκε τελικά την κλειδαριά, ακούγοντας τα μετρημένα
βήματα μες στο σκοτάδι, ακούγοντας να δυναμώνει η αναπνοή κάποιου που πλησίαζε
τόσο τρομαγμένος όσο κι αυτή μες στο σκοτάδι, και τότε κατάλαβε πως άξιζε τον
κόπο να περιμένει τόσα και τόσα χρόνια, να υποφέρει τόσο πολύ μες στο σκοτάδι, παρότι
θα ήταν μόνο για να ζήσει τη στιγμή εκείνη.
Μάιος 1979.
Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου