alexandria_publ.gr |
Η
Μπλάνκα δεν είναι πια εδώ
Αντόνιο
Μουνιόθ Μολίνα
Ο
Μάριο έμεινε να την κοιτάζει στα μάτια πριν την φιλήσει, ενώ εκείνη ξέσπαγε σε
γέλια και του έλεγε να μην την κοιτά έτσι, ότι την φόβιζε η δύναμη των ματιών
του, κι αυτό αποτελούσε άλλη μια αδιάσειστη απόδειξη της πλεκτάνης, γιατί η Μπλάνκα,
η γυναίκα του, αυτή που είχε αγαπήσει, αυτή που το δίχως άλλο τον είχε αφήσει
για κάποιον άλλο, ποτέ της δεν θα δήλωνε εντυπωσιασμένη από τα μάτια του.
Θέλησε
να της στήσει παγίδες. Της τηλεφωνούσε από το γραφείο κι ακούγοντας τη φωνή της
παρέμενε σιωπηλός, προσπαθώντας να ανακαλύψει κάποια διακύμανση ή προφορά που να
μην της ανήκει. Το ραδιόφωνο είχε επιστρέψει στο ράφι της βιβλιοθήκης, στο δωμάτιο
που η Μπλάνκα δεν αποκαλούσε πια γραφείο, όμως ο Μάριο θα ορκιζόταν πως ούτε το
ραδιόφωνο, παρότι του έμοιαζε αρκετά, δεν ήταν το ίδιο, και ένιωθε απελπισία
για την ίδια του την έλλειψη προσοχής αναδρομικά, για τη χαζομάρα ερωτευμένου
επαρχιώτη μες στην οποία είχε ζήσει. Όπως και να είχε, η Μπλάνκα ίσα που άκουγε
κλασική μουσική τώρα πια, ούτε και κλειδωνόταν ποτέ στο γραφείο.
Κι
εντούτοις, παρά την κατασκοπεία και κάποιες κρίσεις εμμονής, ο Μάριο, δίχως να
το πολύ-καταλάβει, είχε αφεθεί στην κακομοιριά του, και τότε ήρθε η νύχτα στην
οποία αποδέχθηκε πως η Μπλάνκα δεν θα γυρνούσε πια, και ότι πλέον δεν τον ένοιαζε
να ζήσει με εκείνη την άλλη γυναίκα που τόσο πολύ της έμοιαζε. Ήταν ξαπλωμένος
στο υπνοδωμάτιο, διαβάζοντας κάτι, ή προσπαθώντας το, γιατί βρισκόταν διαρκώς σε
επαγρύπνηση, και τότε άνοιξε η πόρτα και η γυναίκα που έμοιαζε στην Μπλάνκα τον
πλησίασε, έκλεισε αργά αφού μπήκε, ξάπλωσε δίπλα του κοιτάζοντάς τον με εκείνα
τα μάτια που δεν ήταν της Μπλάνκα, και σε αντίθεση με την Μπλάνκα δεν του ζήτησε
να σβήσει το φως. Μπορούσε έτσι να απολαύσει με την ησυχία του όλες τις πτυχές
του γυμνού κορμιού της Μπλάνκα, αυτές που γνώριζε απέξω, κι αυτές που τον
αφήναν έκθαμβο ή τον αποσυντόνιζαν, αγνοώντας αν ήταν λόγω της άλλης γυναίκας που
τις είχε ή λόγω του ότι ποτέ του δεν είχε σταθεί σε αυτές.
Τότε,
γυρνώντας στο πλάι για να την αγκαλιάσει καλύτερα, τόσο κοντά που να αναπνέει
την ανάσα της και να βλέπει στα μάτια της το γεμάτο λαχτάρα ανδρικό του
πρόσωπο, έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε δυνατά τα βλέφαρα, με τον φόβο του ότι αν
τα άνοιγε θα χανόταν ο αντικατοπτρισμός, γιατί τώρα ήταν σίγουρος, με τα μάτια κλειστά,
υγρά από δάκρυα, ότι εκείνη η γυναίκα δεν ήταν η Μπλάνκα. Η Μπλάνκα ποτέ της
δεν θα ανέπνεε ή αναστέναζε έτσι, η Μπλάνκα, η άλλη, η αληθινή, η σχεδόν
αυθεντική, αυτή που πια δεν τον ένοιαζε να έχει χάσει, αυτή που δεν θα
αντίκρυζε αν άνοιγε τα μάτια, ποτέ της δεν θα είχε ξεσπάσει σε γέλια μέσα στην
αγκαλιά του ούτε θα του είχε ψιθυρίσει στο αυτί τις ανήθικες κι ολόγλυκες κουβέντες
που του έλεγε η άγνωστη.
Απόδοση
στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου