Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Η Μπλάνκα δεν είναι πια εδώ (Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα)


alexandria_publ.gr
 Η Μπλάνκα δεν είναι πια εδώ

Αντόνιο Μουνιόθ  Μολίνα 

Ο Μάριο έμεινε να την κοιτάζει στα μάτια πριν την φιλήσει, ενώ εκείνη ξέσπαγε σε γέλια και του έλεγε να μην την κοιτά έτσι, ότι την φόβιζε η δύναμη των ματιών του, κι αυτό αποτελούσε άλλη μια αδιάσειστη απόδειξη της πλεκτάνης, γιατί η Μπλάνκα, η γυναίκα του, αυτή που είχε αγαπήσει, αυτή που το δίχως άλλο τον είχε αφήσει για κάποιον άλλο, ποτέ της δεν θα δήλωνε εντυπωσιασμένη από τα μάτια του.

Θέλησε να της στήσει παγίδες. Της τηλεφωνούσε από το γραφείο κι ακούγοντας τη φωνή της παρέμενε σιωπηλός, προσπαθώντας να ανακαλύψει κάποια διακύμανση ή προφορά που να μην της ανήκει. Το ραδιόφωνο είχε επιστρέψει στο ράφι της βιβλιοθήκης, στο δωμάτιο που η Μπλάνκα δεν αποκαλούσε πια γραφείο, όμως ο Μάριο θα ορκιζόταν πως ούτε το ραδιόφωνο, παρότι του έμοιαζε αρκετά, δεν ήταν το ίδιο, και ένιωθε απελπισία για την ίδια του την έλλειψη προσοχής αναδρομικά, για τη χαζομάρα ερωτευμένου επαρχιώτη μες στην οποία είχε ζήσει. Όπως και να είχε, η Μπλάνκα ίσα που άκουγε κλασική μουσική τώρα πια, ούτε και κλειδωνόταν ποτέ στο γραφείο.   

Κι εντούτοις, παρά την κατασκοπεία και κάποιες κρίσεις εμμονής, ο Μάριο, δίχως να το πολύ-καταλάβει, είχε αφεθεί στην κακομοιριά του, και τότε ήρθε η νύχτα στην οποία αποδέχθηκε πως η Μπλάνκα δεν θα γυρνούσε πια, και ότι πλέον δεν τον ένοιαζε να ζήσει με εκείνη την άλλη γυναίκα που τόσο πολύ της έμοιαζε. Ήταν ξαπλωμένος στο υπνοδωμάτιο, διαβάζοντας κάτι, ή προσπαθώντας το, γιατί βρισκόταν διαρκώς σε επαγρύπνηση, και τότε άνοιξε η πόρτα και η γυναίκα που έμοιαζε στην Μπλάνκα τον πλησίασε, έκλεισε αργά αφού μπήκε, ξάπλωσε δίπλα του κοιτάζοντάς τον με εκείνα τα μάτια που δεν ήταν της Μπλάνκα, και σε αντίθεση με την Μπλάνκα δεν του ζήτησε να σβήσει το φως. Μπορούσε έτσι να απολαύσει με την ησυχία του όλες τις πτυχές του γυμνού κορμιού της Μπλάνκα, αυτές που γνώριζε απέξω, κι αυτές που τον αφήναν έκθαμβο ή τον αποσυντόνιζαν, αγνοώντας αν ήταν λόγω της άλλης γυναίκας που τις είχε ή λόγω του ότι ποτέ του δεν είχε σταθεί σε αυτές. 

Τότε, γυρνώντας στο πλάι για να την αγκαλιάσει καλύτερα, τόσο κοντά που να αναπνέει την ανάσα της και να βλέπει στα μάτια της το γεμάτο λαχτάρα ανδρικό του πρόσωπο, έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε δυνατά τα βλέφαρα, με τον φόβο του ότι αν τα άνοιγε θα χανόταν ο αντικατοπτρισμός, γιατί τώρα ήταν σίγουρος, με τα μάτια κλειστά, υγρά από δάκρυα, ότι εκείνη η γυναίκα δεν ήταν η Μπλάνκα. Η Μπλάνκα ποτέ της δεν θα ανέπνεε ή αναστέναζε έτσι, η Μπλάνκα, η άλλη, η αληθινή, η σχεδόν αυθεντική, αυτή που πια δεν τον ένοιαζε να έχει χάσει, αυτή που δεν θα αντίκρυζε αν άνοιγε τα μάτια, ποτέ της δεν θα είχε ξεσπάσει σε γέλια μέσα στην αγκαλιά του ούτε θα του είχε ψιθυρίσει στο αυτί τις ανήθικες κι ολόγλυκες κουβέντες που του έλεγε η άγνωστη.

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου

Σάββατο 9 Μαΐου 2020

La prenda (Το ρούχο) de Katerina Panaguiotopulu

La versión castellana del relato "Το ρούχο" de Katerina Panagiotopulu. Mis más sinceros agradecimientos a Eirini Chatzikoumi por su gran aportación.

La prenda

Katerina Panaguiotopulu


Era solo un pedazo de tela, y siendo blanco, evocaba una sábana. De aquellas bordadas, tendidas por las novias como adorno, que al desgastarse se cortan en trapos. Cuántos cuerpos lo habían regado ya no importaba. Dote, ajuar. Había ahogado muchos gemidos. Al tenderse por primera vez, fue regado de sangre. Y no de virginidad, sino de odio. Cuatro cicatrices, las dos en el pecho y otras dos en las piernas lo habían manchado.


“Te marco”, le dijo él en su primera noche “ya no te vas acostar con otro”.


No se le abrió de piernas otra vez. Por nueve meses llevaba la prenda manchada por encima como guardián, hasta que dio a luz al macho. Al asomarse su naturaleza, ella observó los ojos jubilosos de su hombre y soltó una carcajada salvaje.


“De esto te agarro”, le gritó “mi hijo se va a desquitar de ti”. Y ni le volvió a dirigir la palabra.


Atrajo al niño, lo secó, lo cubrió con la prenda manchada de sangre, como si lo estuviera regando con su propia sangre amarga.


“Que te vengues”, le dictó. Y como si él se diera cuenta, se rio dentro de las fajas.


Y a medida que él crecía, se iba enganchando a ella y convirtiéndose en posesión de ella. Y el hombre ni lo miraba, como si no se sintiera padre. Pese a que fuera macho.


Al olfatear la sangre materna, el hijo se volvió salvaje. Aun las calidades del amo le caían muy mal. Y a medida que el tiempo pasaba y se hacía hombre el corazón se le fue endureciendo. Hasta que terminó viendo al padre como padrastro. Todo el día mantenía la rabia para sus adentros y al anochecer rugía en las manadas de bestias para gastarla.


En aquel día de lo malo, el sol no se había asomado, y el padre se levantó pesado y exigió café para quitar la borrachera de la noche anterior. Tenía los ojos opacos y el alma ennegrecida por la soledad. Madre e hijo se miraron.


“Que te comportes”, dijo el hijo al amo.

“Que te calles”, mugió aquel.


Así empezaron las amenazas y se calentó la pelea. Y al llamarlo “bastardo” al hijo el padre, le dio coraje para que se le lanzara. Dos cuchilladas cosió la rabia del hijo en el pecho del padre. Igual que las huellas que veía en la madre al amamantarse. Y cuando sus ojos se volvieron nítidos lo enterró en la orilla del cañaveral. Allí mismo cubrió con tierra la prenda y su odio también. Nadie lloró la muerte del amo. Solo la lluvia.


Años después, unos obreros que cavaban desenterraron un pedazo de la prenda
podrida.


“Debe de ser ajena. Yo ya he enterrado mi rabia”, dijo el jefe y lo tiró a la orilla en que
se quemaba las cañas. Ya se había desteñido la sangre de la venganza.


Versión castellana: Giorgos Hatzitriantafillou