Στο διήγημά του, Sobre el éxodo (1977), ο ουρουγουανός συγγραφέας Μάριο Μπενεντέτι (1920-2009) σατιρίζει με γλαφυρό τρόπο τη δικτατορία της χώρας του (1973-1985).
Ως προς την έξοδο
Είναι φανερό πως η έξοδος άρχισε για πολιτικούς λόγους. Οι δημοσιογράφοι έξω έπιασαν να γράφουν πως στη μικρή πατρίδα η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Και πράγματι δυσκολευόσουν να αναπνεύσεις. Οι ξένοι δημοσιογράφοι εξακολούθησαν να γράφουν πως εκεί κάτω η καταπίεση ήταν τερατώδης. Και όντως ήταν τερατώδης. Όμως το γεγονός ότι μια τέτοια αλήθεια αποκαλύφθηκε κι έγινε γνωστή από δημοσιογράφους στο εξωτερικό έδωσε λαβή σε λάβρες επικλήσεις στην εθνική υπερηφάνεια από πλευράς των αρχών. Πιθανόν το λάθος της κυβέρνησης να ήταν που έβαλε τις επικλήσεις αυτές στο στόμα του προέδρου, μιας και τον τελευταίο καιρό, με το που ξεμυτούσε στους ραδιοφωνικούς δέκτες ή στις οθόνες της τηλεόρασης η φωνή ή/και το πρόσωπο του πρώτου πολίτη της χώρας, ο κόσμος έσβηνε άρον-άρον τις συσκευές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι επικλήσεις στην εθνική υπερηφάνεια δεν έφτασαν ποτέ στα αυτιά των πολιτών. Κατά συνέπεια, συνέχισαν να φεύγουν.
Πρώτοι-πρώτοι έφυγαν όλοι οι ύποπτοι που κυκλοφορούσαν ακόμη ελεύθεροι. Έπειτα ξεκίνησαν να φεύγουν οι φίλοι και συγγενείς των υπόπτων [ελεύθερων και κρατούμενων]. Αρχικά, αν και ήταν πολλοί αυτοί που μεταναστεύαν στο εξωτερικό, πάντα ήταν περισσότεροι αυτοί που τους ξεπροβόδιζαν σε λιμάνια κι αεροδρόμια. Όμως τη μέρα που αναχώρησε ένα πλοίο με χίλιους μετανάστες και τους ξεπροβόδισαν μονάχα είκοσι τέσσερα άτομα, το ασυνήθιστο αυτό γεγονός απαθανατίστηκε από την αδιάκριτη μηχανή ενός ξένου δημοσιογράφου, και η δημοσίευση ενός τέτοιου πειστηρίου σε εβδομαδιαίο περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας στο εξωτερικό έδωσε λαβή σε νέες πατριωτικές επικλήσεις του προέδρου, και κατά συνέπεια στο άμεσο και προληπτικό σβήσιμο των λιγοστών πια τρανζίστορ που είχαν ακόμη ακροατές και των ακόμα λιγότερων τηλεοράσεων που είχαν ακόμη θεατές. Το περίεργο ήταν που η κυβέρνηση δεν μπορούσε να τιμωρήσει ουσιαστικά τη νέα αυτή συνήθεια, μιας και, μετά την πετρελαϊκή κρίση, είχε προτρέψει τους πολίτες σε μια αδιάκοπη εξοικονόμηση καυσίμων, εξού και της ηλεκτρικής ενέργειας. "Και αν δεν είναι θυσία να στερούμαστε την καθάρια και διαφωτιστική φωνή του προέδρου μας", έλεγαν προσχηματικά, "τότε ποια είναι;" Ωστόσο, λόγω ίσως αυτής της ευτυχούς συγκυρίας, ούτε αυτή τη φορά οι επικλήσεις της κυβέρνησης στην εθνική υπερηφάνεια έφτασαν στα αυτιά του κόσμου. Και συνέχισε να φεύγει.
Όταν οι ύποπτοι που κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, μαζί με τους φίλους και συγγενείς τους, μεταναστεύσαν σχεδόν στο σύνολο τους, τότε ξεκίνησαν να φεύγουν αυτοί που πεινούσαν, που δεν ήταν και λίγοι. Το τελευταίο γκάλοπ είχε καταγράψει ότι το ποσοστό υποσιτισμένων ήταν της τάξης του 72,34%, στοιχείο σημαντικό, λαμβάνοντας υπόψη πως το υπόλοιπο 27,66 % αποτελούταν κατά κύριο λόγο από στρατιωτικούς, γαιοκτήμονες, τραπεζικούς, διπλωμάτες, σώματα ασφάλειας, μορμόνους και πράκτορες της CIA. Οι πεινασμένοι που έφευγαν αποτελούσαν ένα γκρουπ τόσο ή και πιο σημαντικό από αυτό των υπόπτων και «ύποπτων υπόπτων». Όμως η κυβέρνηση έδειξε να μην καταλαβαίνει και σε μια επίδειξη προπαγάνδας έσπευσε να εξαγγείλει, μέσω των κρατικών σταθμών και καναλιών, ένα ειδικό πρόγραμμα διατροφής για αδυνάτισμα.
Κάποια μέρα κυκλοφόρησε η φήμη ότι στην Αυστραλία υπήρχε μεγάλη ζήτηση για εξειδικευμένους εργάτες. Αμέσως μπαρκάρισαν για την Ωκεανία κάπου τριάντα χιλιάδες εργάτες, ο καθένας με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και την ειδικότητά του. Είναι πασίγνωστο ότι, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, οι μεγάλες βιομηχανίες αντιλαμβάνονται άμεσα τις κρίσιμες καταστάσεις. Κι αυτές της μικρής πατρίδας τις αντιλήφθηκαν, και με το που κατάλαβαν πως τα εργοστάσιά τους δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν την παραγωγή δίχως εξειδικευμένο εργατικό προσωπικό, εγκατέλειψαν επειγόντως τα όποια σχέδια κι επενδύσεις τους κι έφυγαν με μηχανήματα, δολάρια, μουσικές, οικογένειες κι ερωμένες. Σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις αφήναν πίσω στη χώρα έναν και μόνο υπάλληλο για την εκκαθάριση των φόρων, αλλά αντιθέτως δεν αφήναν κανέναν για την αποπληρωμή τους.
Άλλη μέρα κυκλοφόρησε η φήμη ότι, ξανά στην Αυστραλία, υπήρχε μεγάλη ζήτηση για υπηρετικό προσωπικό. Αμέσως μπαρκάρισαν για το Σίδνεϋ σαράντα χιλιάδες υπηρέτριες, οικιακοί βοηθοί κλπ. Σ’ αυτό το "και λοιπά" συμπεριλαμβάνεται κι ένας μπάτλερ που ήταν άνεργος μετά την απαγωγή του βρετανού πρέσβη. Στις μεγάλες οικογένειες της κτηνοτροφικής ολιγαρχίας, οι κυρίες με τέσσερα ως έξι επώνυμα επίσης συνέλαβαν άμεσα την κατάσταση, και με το που κατάλαβαν ότι χωρίς προσωπικό θα έπρεπε να αναλάβουν οι ίδιες το φαγητό, την καθαριότητα, το πλύσιμο των ρούχων [τα καθαριστήρια είχαν αποχωρήσει από μήνες] και την υγιεινή τουαλέτας και νεροχύτη, έπεισαν τους συζύγους τους να οργανώσουν επειγόντως τη μετακόμιση σε κάποια χώρα επαρκώς πολιτισμένη, όπου με το πάτημα ενός κουμπιού θα εμφανίζονταν υπηρέτριες που μιλούν αγγλικά και γαλλικά, και που δεν θα έχουν παιδιά και ψείρες. Γιατί εδώ, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στο πάτημα του κουμπιού εμφανίζονταν μόνο ψείρες. Και κανείς δεν ήξερε για πόσο ακόμη θα εμφανίζονταν.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι στρατιωτικοί ήταν από αυτούς που έμειναν μέχρι τέλους. Λόγω πειθαρχίας, σίγουρα, μα και γιατί διέκριναν τους κινδύνους που διέτρεχαν. Σε καίρια στιγμή, η επιθυμία τους για καθιέρωση τούς έκανε να μεταδώσουν ένα ανακοινωθέν αρκετά αισιόδοξο, στο οποίο σημειωνόταν ότι τον τελευταίο χρόνο το ποσοστό των ατόμων που είχαν υποστεί αυτοκινητιστικό ατύχημα είχε μειωθεί κατά 35,24 %. Οι ξένοι δημοσιογράφοι, με τη γνωστή τους κακεντρέχεια, προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το εύλογο τούτο επίτευγμα, σημειώνοντας πως δεν αποτελούσε και καμιά επιτυχία δα, αφού είχε πια όλο και λιγότερο κόσμο που θα μπορούσε να τρακάρει ανά την επικράτεια. Στη μοναδική εφημερίδα που αναπαρήγαγε το κακόβουλο αυτό σχόλιο μπήκε λουκέτο οριστικά.
Ναι, οι στρατιωτικοί [και οι κρατούμενοι φυσικά, αλλά για άλλους λόγους] έμειναν μέχρι τέλους. Ωστόσο, όταν η έξοδος άρχισε να αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις, κι οι αξιωματικοί βρίσκονταν με ολοένα και λιγότερους νεαρούς να υποβάλουν σε βασανιστήρια, ακόμη κι αν κάποιες φορές μετρίαζαν την ένδεια αυτή βασανίζοντας εκ νέου τους υπόδικους, άρχισαν και οι ίδιοι να ψάχνουν δικαιολογίες για να μεταναστεύσουν, ευρισκόμενοι τρόπον τινά άνευ αντικειμένου απασχόλησης. Οι υποτροφίες που παρείχε το σπουδαίο κράτος του Βορρά για προγράμματα μετεκπαίδευσης στην αντιμετώπιση του ανταρτοπόλεμου στη Διώρυγα του Παναμά, άρχισαν να γίνονται αποδεκτές σωρηδόν. Περίπου το μισό των αξιωματικών εν υπηρεσία μετατοπίστηκαν προς τη Διώρυγα. Όσον αφορά τους απομείναντες, χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα που έπιασαν να αντιμάχονται για την εξουσία. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ που ένας συνταγματάρχης το δυνατόν νηφάλιος μάζεψε τους συντρόφους του στη λέσχη του στρατοπέδου και τους ξεστόμισε στα μούτρα τη σκληρή απορία: «Γιατί να πολεμάμε για την εξουσία, αφού δεν έμεινε κανείς πια να διατάξουμε;» «Σε ποιον θα ασκήσουμε την εξουσία δαύτη, διάολε;» Το αποτέλεσμα αυτού του φιλοσοφικού ερωτήματος ήταν την επόμενη μέρα να μπαρκάρουν για το εξωτερικό το ενενήντα τοις εκατό των αξιωματικών που είχαν παραμείνει. Εκείνοι που και πάλι παρέμειναν [νεότατοι σχεδόν όλοι τους, από τις τελευταίες κλάσεις], ευτυχισμένοι που επιτέλους βρέθηκαν χωρίς κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι, προσπάθησαν να διοργανώσουν ένα ποδοσφαιρικό ματσάκι στην Πλατεία των Οπλών, όμως σαν πήραν είδηση ότι το σύνολο των πιστών λειτουργών στην πατρίδα δεν έφτανε πια τους 22 που επιτάσσει ο κανονισμός της FIFA, αποφάσισαν να ματαιώσουν το ματς. Και την επόμενη μέρα έφυγαν με το υδροπλάνο.
Ο τελευταίος από τους στρατιωτικούς που έφυγαν ήταν ο διοικητής του Σωφρονιστικού. Κατά την απομάκρυνσή του, δίχως να αποχαιρετίσει καν τους πολιτικούς κρατουμένους [εν αντιθέσει με τους κοινούς εγκληματίες], άφησε τη μεγάλη πόρτα της πύλης ανοιχτή. Για μια ώρα οι κρατούμενοι δεν τολμούσαν καν να πλησιάσουν. «Είναι παγίδα για να μας σκοτώσουν», είπε ο γηραιότερος. «Η εντύπωσή μας είναι», είπε ο πιο κοντόφθαλμος. «Είναι ψυχολογική βία», είπε ο πιο βγαλμένος. Και συμφώνησαν να μην το διακινδυνεύσουν. Όμως καθώς πέρασε άλλη μια ώρα, κι από έξω ερχόταν μονάχα σιωπή, ο νεαρότερος κρατούμενος ανακοίνωσε: «Εγώ θα βγω». «Όλοι θα βγούμε!», απάντησαν κι οι άλλοι με ένα στόμα μια φωνή.
Και βγήκαν. Στους δρόμους δεν φαινόταν κανείς. Δίπλα σε ένα δέντρο βρήκαν δυο ρεβόλβερ κι ένα αυτόματο. «Θα προτιμούσα να ’χα βρει μια μπριζόλα», είπε ο πιο χοντρός, όμως από επαγγελματική διαστροφή ίσως πήρε το ένα από τα δύο ρεβόλβερ. Και προχώρησαν, στην αρχή προσεκτικά κι έπειτα με κάποιο σχετικό θάρρος. «Έχουν φύγει όλοι», είπε ο γηραιότερος. «Μακάρι να ’χουν αφήσει και τις κρατούμενες», είπε ο πιο βγαλμένος. Κι εμπρός στο γενικό χαχανητό, πρόσθεσε: «Μην πάει ο νους σας στο πονηρό. Το λέω καθώς με ανησυχεί πρωτίστως το δημογραφικό της χώρας». «Μπαγάσα! Μπαγάσα!», φώναξαν ορισμένοι.
Τους πήρε δυο ώρες να φτάσουν στο κέντρο. Ούτε στην πλατεία υπήρχε κανείς. Ο Ήρωας της Πατρίδας, από το μεγαλόσωμο μπρούτζινο άτι του, για πρώτη φορά εδώ και χρόνια ατένιζε αισιόδοξος. Επίσης για πρώτη φορά το μνημείο δεν το ’χαν στολίσει οι κουτσουλιές των περιστεριών, ίσως γιατί δεν υπήρχαν πια περιστέρια.
Αυτός που είχε το ρεβόλβερ έσπρωξε αργά τη μεγάλη ξύλινη πόρτα και χώθηκε κάπως συγκρατημένα στο κυβερνητικό μέγαρο. Οι υπόλοιποι τον ακολουθήσαν, κάπως σαστισμένοι καθώς το κτίριο εκείνο ήταν συνήθως απρόσιτο. Σε ένα γραφείο του πάνω ορόφου βρήκαν τον πρόεδρο. Όρθιο, σιωπηλό, τα χέρια στις τσέπες του σακακιού.
"Καλησπέρα, πρόεδρε". Είπε ο γηραιότερος, ενώ κάποιος του πέρασε με τρόπο το ρεβόλβερ που ’χαν μαζέψει στην πορεία.
"Καλησπέρα", είπε ο πρόεδρος.
"Πώς και δεν φύγατε;", ρώτησε ο γηραιότερος.
"Αφού είμαι ο πρόεδρος".
"Α".
Οι πρώην κρατούμενοι κοιτάχθηκαν με μια και μόνο ερώτηση στα μάτια: «Τι θα τον κάνουμε αυτόν το κόπανο;» Όμως προτού κάποιος βρει μια απάντηση, ο γηραιότερος έδωσε το όπλο στον πρόεδρο.
"Κύριε, θέλουμε να σας ζητήσουμε μια χάρη. Ρίξτε μια στο κεφάλι σας".
Ο πρόεδρος πήρε το όπλο και όλοι παρατήρησαν ότι το χέρι του έτρεμε. Ωστόσο κάποιοι το απέδωσαν στο υπερβολικό κάπνισμα.
"Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε πως είμαι χριστιανός. Και στους χριστιανούς απαγορεύεται ρητά η αυτοκτονία".
"Καλά, είπε ο γηραιότερος. Δεν χρειάζεται να είμαστε δα τόσο δογματικοί. Γεγονός αυτό που λέτε, αλλά μέχρι ενός σημείου. Είστε χριστιανός μεν, μα χριστιανός του κώλου δε, και σε αυτή την υποκατηγορία φυσικά και της επιτρέπεται".
"Έτσι λέτε;"
"Είμαι βέβαιος, κύριε", είπε ο γηραιότερος.
Ο πρόεδρος φύσηξε τη μύτη του και χαλάρωσε τον κόμπο της γραβάτας.
"Επιτρέπεται τουλάχιστον να έχω κλειστά τα μάτια;"
Ο γηραιότερος κοίταξε τους υπόλοιπους.
"Τον αφήνουμε να ’χει κλειστά τα μάτια;"
-Ναι! Να του τα κλείσουμε! Είπαν όλοι τους.
Καθώς το λευκό μαντήλι του προέδρου ήταν βρώμικο, που ’χε φυσήξει τις μύξες του, ένας από τους πρώην κρατούμενους πήρε μια πετσέτα πάνω από το τραπέζι, και με αυτή του έκλεισε τα μάτια. Ο πρόεδρος σήκωσε τότε το χέρι με το ρεβόλβερ, και πριν να το φέρει στον δεξιό κρόταφο, είπε με βραχνή φωνή:
"Αντίο σας, κύριοι".
"Αντίο", είπαν όλοι τους, με μάτια ούτε υγρά, μα μήτε χαρούμενα.
Ο πυροβολισμός έκανε περίεργο θόρυβο. Σαν ένα βλήμα που βυθίζεται σε σάπιο στάχυ.
Ηχούσε ακόμη ο υπόκωφος αντίλαλος του κρότου, σαν έπιασαν να ακούγονται τα ταμπούρλα των πρώτων νεαρών που επέστρεφαν.
Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου