Σε πρόσφατο άρθρο της η
εφημερίδα El
País συμπεριέλαβε το μικρό-διήγημα La siesta del martes, του
κολομβιανού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, στις προτεινόμενες αναγνώσεις γι αυτό το καλοκαίρι.
Σε αυτό το μικρό-διήγημα, μέρος της συλλογής Los funerales
de
la
Mamá Grande (1962), αποτυπώνονται
κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά του πατέρα
του μαγικού ρεαλισμού, όπως το πυκνό,
διφορούμενο και γεμάτο νοήματα λεξιλόγιο. Διαβάζεται –αυστηρά- κάτω από
αυγουστιάτικη φεγγαράδα! Καλή ανάγνωση και καλές διακοπές, όπου κι αν είναι
αυτές, ακόμη και στην βεράντα του σπιτιού σας. Σημασία –μεγαλύτερη- έχει να
ταξιδεύει το μυαλό και η καρδιά…
lasiestadelmartes.blogspot |
Το τρένο άφησε πίσω μια
φρενήρη διαδρομή μέσα από βράχους ροδοκόκκινους, διεισδύοντας μέσα στη
μπανανοφυτεία, συμμετρική κι απέραντη, και ο αέρας έγινε υγρός, κάνοντας τη
θαλάσσια αύρα μακρινή ανάμνηση. Ένα αποπνικτικό σύννεφο καπνού μπήκε από το
παραθυράκι του βαγονιού. Στο στενό μονοπάτι, παράλληλο με τις ράγες του τρένου,
υπήρχαν βοϊδάμαξες φορτωμένες με πράσινα τσαμπιά. Στην άλλη πλευρά του
μονοπατιού, σε χώρους ακατάλληλους για σοδειά, υπήρχαν γραφεία με ηλεκτρικούς
ανεμιστήρες, καταυλισμοί με κόκκινα τούβλα και κατοικίες με καρέκλες και
τραπεζάκια λευκά στις βεράντες, ανάμεσα σε σκονισμένους φοίνικες και
τριανταφυλλιές. Ήταν έντεκα το πρωί και ακόμη δεν είχε πιάσει ζέστη.
-Καλύτερα να σηκώσεις το
τζάμι, -είπε η γυναίκα- θα γεμίσουν τα μαλλιά σου κάρβουνο.
Η μικρή προσπάθησε να το
κάνει, όμως η περσίδα είχε κολλήσει από τη σκουριά.
Ήταν οι μοναδικοί επιβάτες
αυτού του λιτού βαγονιού τρίτης θέσης. Όπως ο καπνός της ατμομηχανής συνέχιζε
να μπαίνει από το παραθυράκι, η μικρή εγκατέλειψε τη θέση της, βάζοντας εκεί τα
μοναδικά αντικείμενα που είχαν: μια πλαστική τσάντα με φαγώσιμα κι ένα μπουκέτο
λουλούδια τυλιγμένο σε χαρτί εφημερίδας. Κάθισε στο απέναντι κάθισμα, μακριά
από το παραθυράκι, αντικριστά από την μητέρα της. Και οι δυο κουβαλούσαν ένα
πένθος αυστηρό και στενάχωρο.
Η μικρή ήταν δώδεκα χρονών
και ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευε. Η γυναίκα έμοιαζε αρκετά μεγάλη για μητέρα
της, μικροκαμωμένη με μπλε φλέβες στα βλέφαρα, με ένα κορμί μαλθακό και άμορφο,
μέσα σε ένα φουστάνι κομμένο σαν ράσο. Ταξίδευε με τη σπονδυλική στήλη
κολλημένη στην πλάτη του καθίσματος, κρατώντας στην αγκαλιά και με τα δυο της
χέρια μια τσάντα από λουστρίνι ξεφτισμένο. Είχε την ευσυνείδητη γαλήνη ενός
ανθρώπου συνηθισμένου στην φτώχεια.
Στις δώδεκα είχε ήδη
αρχίσει η ζέστη. Το τρένο σταμάτησε σε ένα σταθμό χωρίς κόσμο για να εφοδιαστεί
νερό. Έξω, στην μυστηριώδη σιωπή της φυτείας, η σκιά είχε μια όψη καθάρια. Όμως
ο στάσιμος αέρας μέσα στο βαγόνι μύριζε σαν ακατέργαστο δέρμα. Το τρένο δεν
επιτάχυνε ξανά. Σταμάτησε σε δυο χωριά ίδια, με σπίτια ξύλινα, βαμμένα με
ζωντανά χρώματα. Η γυναίκα έγειρε το κεφάλι και βυθίστηκε στον λήθαργο. Η μικρή
έβγαλε τα παπούτσια. Έπειτα πήγε στις τουαλέτες για να βάλει σε νερό το
μπουκέτο με τα νεκρά λουλούδια.
Όταν επέστρεψε στο κάθισμα
η μητέρα την περίμενε για να φάνε. Της έδωσε ένα κομμάτι τυρί, μισό πιτάκι από
καλαμπόκι και μια γλυκιά γαλέτα, βγάζοντας για τον εαυτό της μια ίδια μερίδα
από την πλαστική τσάντα. Όσο έτρωγαν, το τρένο διέσχισε πολύ αργά μια σιδερένια
γέφυρα και πέρασε από μακριά ένα χωριό όμοιο με τα προηγούμενα, μόνο που σε
αυτό υπήρχε κόσμος στην πλατεία. Μια μουσική μπάντα έπαιζε ένα χαρούμενο
κομμάτι κάτω από τον εξουθενωτικό ήλιο. Στην άλλη άκρη του χωριού, σε μια
πεδιάδα διαμελισμένη από την ξηρασία, τελείωνε η φυτεία.
Η γυναίκα σταμάτησε να
τρώει.
-Βάλε τα παπούτσια σου, -είπε.
articulo.mercadolibre.com.ve |
Η μικρή κοίταξε προς τα
έξω. Δεν είδε τίποτε περισσότερο από την έρημη πεδιάδα απ’ όπου το τρένο
ξεκινούσε να τρέχει και πάλι, άλλα έβαλε στην τσάντα το τελευταίο κομμάτι
γαλέτας και φόρεσε τα παπούτσια. Η γυναίκα της έδωσε την τσατσάρα.
-Χτενίσου, -είπε.
Το τρένο άρχισε να
σφυρίζει ενόσω η μικρή χτενιζόταν. Η γυναίκα σφούγγισε τον ιδρώτα στο λαιμό και
καθάρισε το λίπος του προσώπου με τα δάχτυλα. Όταν η μικρή τελείωσε με το
χτένισμα, το τρένο πέρασε μπροστά από τα πρώτα σπίτια ενός χωριού πιο μεγάλου
αλλά και πιο θλιμμένου από τα προηγούμενα.
-Αν είναι να κάνεις κάτι,
κάντο τώρα -είπε η γυναίκα-. Μετά, και να πεθαίνεις της δίψας δεν έχει νερό
πουθενά. Πάνω απ’ όλα, μην πας και κλάψεις.
Η μικρή συμφώνησε με το
κεφάλι. Από το παραθυράκι έμπαινε ένας αέρας καυτός και ξηρός, ανακατεμένος με
το σφύριγμα της ατμομηχανής και το βουητό των παλιών βαγονιών. Η γυναίκα τύλιξε
την πλαστική τσάντα με τα υπόλοιπα φαγώσιμα και την έβαλε μέσα στην άλλη, από
το ξεφτισμένο λουστρίνι. Για μια στιγμή, η συνολική όψη του χωριού, σε αυτήν
την καταφώτιστη αυγουστιάτικη Τρίτη, άστραψε στο παραθυράκι. Η μικρή τύλιξε τα
λουλούδια στις μουσκεμένες εφημερίδες, απομακρύνθηκε λίγο ακόμη από το
παραθυράκι και κοίταξε έντονα την μαμά. Αυτή της αντέτεινε μια έκφραση γαλήνια.
Το τρένο σταμάτησε να σφυρίζει κι ελάττωσε ταχύτητα. Μια στιγμή αργότερα
σταμάτησε.
Δεν υπήρχε κανείς στον
σταθμό. Από την άλλη πλευρά του δρόμου, σ’ ένα πεζοδρόμιο σκιερό από
αμυγδαλιές, ήταν ανοιχτή μόνο μια αίθουσα μπιλιάρδου. Το χωριό έπλεε στη
ζέστη. Η γυναίκα και η μικρή κατέβηκαν από το τρένο, διέσχισαν τον
εγκαταλελειμμένο σταθμό που οι πλάκες του άρχιζαν να κομματιάζονται από την
πίεση του χορταριού, φτάνοντας στη σκιά του πεζοδρομίου.
Ήταν σχεδόν δύο. Εκείνη την
ώρα, το χωριό έπαιρνε τη σιέστα του, θολωμένο από τον λήθαργο. Τα μπακάλικα,
οι δημόσιες υπηρεσίες, το σχολείο του δήμου έκλειναν από τις έντεκα και δεν θα
ξανάνοιγαν εως λίγο πριν από τις τέσσερις, όταν και περνούσε το τρένο της
επιστροφής. Έμεναν ανοιχτά μονάχα το ξενοδοχείο απέναντι από τον σταθμό, η
καντίνα και η αίθουσα μπιλιάρδου του, καθώς και το γραφείο του Τηλέγραφου στη
μια μεριά της πλατείας. Τα σπίτια, στην πλειοψηφία τους κτισμένα σύμφωνα με το
μοντέλο της εταιρίας μπανάνας, είχαν τις πόρτες κλειστές από μέσα και τα
πατζούρια κατεβασμένα. Σε μερικά έκανε τόσο ζέστη που οι κάτοικοι τους
γευμάτιζαν στην αυλή. Άλλοι πλάγιαζαν καθιστοί στη σκιά των αμυγδαλιών κι
έπαιρναν τη σιέστα τους μες στον δρόμο.
Ψάχνοντας πάντα για
προστασία από κάποια αμυγδαλιά η γυναίκα και η μικρή διείσδυσαν στο χωριό δίχως
να ενοχλήσουν τις σιέστες των κατοίκων. Πήγαν κατευθείαν στο σπίτι του παπά. Η
γυναίκα έξυσε με το νύχι το μεταλλικό πλέγμα της πόρτας, περίμενε λίγο και
ξανακάλεσε. Στο εσωτερικό βούιζε ένας ηλεκτρικός ανεμιστήρας. Τα βήματα δεν
ακούστηκαν. Ακούστηκε μόλις ένα ελαφρύ τρίξιμο πόρτας και, στη στιγμή, μια
διστακτική φωνή κοντά στο μεταλλικό πλέγμα: «Ποιος είναι;». Η γυναίκα
προσπάθησε να δει μέσα από το μεταλλικό πλέγμα.
-Χρειάζομαι τον πάτερ, -είπε.
-Τώρα κοιμάται.
Η πόρτα μισάνοιξε χωρίς
θόρυβο κι εμφανίστηκε μια γυναίκα ώριμη και τροφαντή. Το δέρμα του προσώπου της
ήταν χλωμό και το χρώμα των μαλλιών της παρέπεμπε σε σίδερο. Τα μάτια έμοιαζαν
υπερβολικά μικρά πίσω από τα χοντρά κρύσταλλα των γυαλιών της.
-Ακολουθήστε, -είπε και
άνοιξε την πόρτα.
Μπήκαν σε μια σάλα
ποτισμένη από μπαγιάτικη μυρωδιά λουλουδιών. Η γυναίκα του σπιτιού τις οδήγησε
σε ένα ξύλινο πάγκο και τους έγνεψε να καθίσουν. Η μικρή το έκανε, αλλά η
μητέρα παρέμεινε όρθια, μες στις σκέψεις της και με την τσάντα από λουστρίνι
σφιχτά στα δυο της χέρια. Τίποτε δεν ακουγόταν πίσω από τον ηλεκτρικό
ανεμιστήρα.
Η γυναίκα του σπιτιού
εμφανίστηκε στην πόρτα στο βάθος.
-Λέει να έρθετε μετά τις
τρεις, -είπε χαμηλόφωνα-. Ξάπλωσε πριν πέντε λεπτά.
-Το τρένο φεύγει στις
τρεισήμισι, -είπε η γυναίκα.
Ήταν μια απάντηση σύντομη,
αποφασιστική, όμως η φωνή συνέχιζε να είναι γαλήνια, χρωματισμένη
ποικιλοτρόπως. Η γυναίκα του σπιτιού χαμογέλασε για πρώτη φορά.
-Ωραία, -είπε.
Όταν η πόρτα στο βάθος
ξανάκλεισε, η γυναίκα κάθισε δίπλα στην κόρη της. Η στενή σάλα αναμονής ήταν
φτωχική, τακτοποιημένη και καθαρή. Στην άλλη άκρη μιας ξύλινης κουπαστής που
χώριζε το δωμάτιο, υπήρχε ένα τραπέζι εργασίας, απλό, στρωμένο με μουσαμά και
πάνω του μια γραφομηχανή δίπλα σ’ ένα βάζο με λουλούδια. Πίσω του ήταν τα
αρχεία της ενορίας. Η τάξη του γραφείου πρόδιδε το χέρι γυναίκας μόνης.
Η πόρτα στο βάθος άνοιξε
κι αυτή την φορά εμφανίστηκε ο ιερέας καθαρίζοντας τα γυαλιά του. Μονάχα όταν
τα φόρεσε έγινε προφανές ότι επρόκειτο για τον αδερφό της γυναίκας που είχε
ανοίξει την πόρτα.
-Τι να σας προσφέρουμε;
-ρώτησε.
-Τα κλειδιά του
νεκροταφείου, -είπε η γυναίκα
Η μικρή καθόταν με τα
λουλούδια αγκαλιά και τα πόδια σταυρωμένα κάτω από τον πάγκο. Ο ιερέας την
κοίταξε, μετά κοίταξε τη γυναίκα κι έπειτα τον ασυννέφιαστο ουρανό, μέσα από
το μεταλλικό πλέγμα στο παράθυρο.
-Μ’ αυτήν την ζέστη…
-είπε-. Μπορούσατε να περιμένετε να πέσει ο ήλιος.
Η γυναίκα κούνησε το
κεφάλι σιωπηλά. Ο ιερέας πέρασε από την άλλη μεριά της κουπαστής, έβγαλε από το
ντουλάπι ένα τετράδιο ντυμένο με μουσαμά, μια πένα με φτερό κι ένα μελανοδοχείο,
και κάθισε στο τραπέζι. Οι τρίχες που του έλειπαν απ’ το κεφάλι τού περίσσευαν
στα χέρια.
-Ποιον τάφο θέλετε να
επισκεφθείτε; -ρώτησε.
-Του Κάρλος Σεντένο –είπε
η γυναίκα.
-Ποιον;
-Κάρλος Σεντένο –επανέλαβε
η γυναίκα.
Ο πάτερ συνέχισε να μην
καταλαβαίνει.
-Είναι ο κλέφτης που
σκότωσαν εδώ την περασμένη βδομάδα –είπε η γυναίκα στον ίδιο τόνο- εγώ είμαι η
μητέρα του.
Ο ιερέας την κοίταξε
διερευνητικά. Αυτή τον κοιτούσε επίμονα, με μια ήρεμη δύναμη και ο παπάς κοκκίνισε.
Κατέβασε το κεφάλι για να γράψει. Όσο γέμιζε την κόλλα ζητούσε από την γυναίκα
στοιχεία της ταυτότητας της κι εκείνη απαντούσε ακόμπιαστα, λες και τα
διάβαζε. Ο παπάς άρχισε να ιδρώνει. Η μικρή ξεκούμπωσε το λουράκι του αριστερού
παπουτσιού, το έβγαλε από την φτέρνα και το ακούμπησε στην κολώνα του τοίχου.
Έκανε το ίδιο και με το δεξί.
lasiestadelmartes.blogspot |
Όλα είχαν αρχίσει την
Δευτέρα της προηγούμενης εβδομάδας, στις τρεις τα ξημερώματα, λίγα τετράγωνα
από εκεί. Η κυρία Ρεβέκκα, μια μοναχική χήρα που ζούσε σ’ ένα σπίτι γεμάτο
παλιατζούρες, αισθάνθηκε μέσα από τον ήχο της ψιχάλας ότι κάποιος προσπαθούσε
να παραβιάσει την εξώπορτα. Σηκώθηκε, έψαξε στα τυφλά, μέσα στη ντουλάπα, ένα
περίστροφο αρχαίο που κανείς δεν είχε χρησιμοποιήσει, από τον καιρό του
συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουεντία και πήγε στην σάλα χωρίς να ανάψει τα φώτα.
Οδηγημένη όχι τόσο από τον θόρυβο στην κλειδαριά, όσο από έναν τρόμο που της
είχε αναπτυχθεί αυτά τα 28 χρόνια μοναξιάς, εντόπισε όχι μόνο το μέρος οπού
βρισκόταν η πόρτα αλλά και το ακριβές ύψος της κλειδαριάς. Χούφτωσε το όπλο και
με τα δυο της χέρια, έκλεισε τα μάτια και πάτησε την σκανδάλη. Ήταν η πρώτη
φορά στη ζωή της που πυροβολούσε με ρεβόλβερ. Αμέσως μετά την εκπυρσοκρότηση
δεν άκουγε τίποτα περισσότερο από τον ήχο της ψιχάλας στην τσίγκινη σκεπή. Μετά
αντιλήφθηκε έναν μεταλλικό χτύπο στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο και μια φωνούλα
γαλήνια και τρομερά εξουθενωμένη: «Αχ, μάνα μου». Ο άνδρας που ξημερώθηκε
νεκρός μπροστά στο σπίτι, με την μύτη κομματιασμένη, φορούσε μια φανέλα ριγέ
χρωματιστή, ένα παντελόνι της σειράς με ένα σχοινί αντί για ζώνη, και ήταν ξυπόλυτος.
Κανείς δεν τον γνώριζε στο χωριό.
-Ώστε λεγόταν Κάρλος
Σεντένο, -μουρμούρισε ο παπάς όταν σταμάτησε να γράφει.
-Σεντένο Αγιάλα -είπε η
γυναίκα- ήταν ο μοναδικός άνδρας στην οικογένεια.
Ο ιερέας γύρισε στο
ντουλάπι. Κρεμασμένα σ’ ένα καρφί στο εσωτερικό της πόρτας είχε δυο μεγάλα
σκουριασμένα κλειδιά, όπως φανταζόταν η μικρή κι όπως φανταζόταν η μητέρα όταν
ήταν μικρή κι όπως θα έπρεπε να φανταζόταν κι ο ίδιος ο ιερέας, ότι ήταν τα
κλειδιά του Άγιου Πέτρου. Τα ξεκρέμασε, τα έβαλε στο ανοιχτό τετράδιο πάνω στην
κουπαστή κι έδειξε με τον δείκτη ένα μέρος στη γραμμένη σελίδα, κοιτάζοντας
τη γυναίκα.
-Υπογράψτε εδώ.
Η γυναίκα μουτζούρωσε το
όνομα της, κρατώντας την τσάντα από λουστρίνι κάτω από την μασχάλη. Η μικρή
μάζεψε τα λουλούδια, κατευθύνθηκε στην κουπαστή σέρνοντας τα παπούτσια και
παρατήρησε προσεκτικά την μητέρα της.
Ο πάτερ ψιθύρισε:
-Προσπαθήσατε ποτέ να τον
φέρετε στον ίσιο δρόμο;
Η γυναίκα απάντησε, αφού
τελείωσε με την υπογραφή:
-Ήταν πολύ καλός άνθρωπος.
Ο ιερέας κοίταξε εναλλάξ
την γυναίκα και την μικρή και βεβαιώθηκε, με ένα είδος μεγαλόψυχου θαυμασμού,
ότι δεν ήταν έτοιμες να κλάψουν. Η γυναικά συνέχιζε απτόητη:
-Εγώ του έλεγα να μην
κλέψει ποτέ κάτι που θα έλειπε από κάποιον για να φάει κι εκείνος με άκουγε.
Αντίθετα, πριν, όταν ήταν μποξέρ, περνούσε μέχρι και τρεις μέρες στο κρεβάτι
καθηλωμένος από τους πόνους.
-Χρειάστηκε να βγάλει όλα
του τα δόντια –παρενέβη η μικρή.
-Έτσι είναι –επιβεβαίωσε η
γυναίκα- κάθε μπουκιά που έτρωγα, τον καιρό εκείνο, μου έφερνε στο στόμα τα
χτυπήματα που έτρωγε ο γιος μου τα σαββατόβραδα.
-Άγνωσται αι βουλαί του
Κυρίου –είπε ο παπάς.
Ωστόσο το είπε χωρίς
ιδιαίτερη πειθώ, λίγο γιατί η εμπειρία τον είχε κάνει κάπως σκεπτικιστή, λίγο
λόγω ζέστης. Τους σύστησε να καλύψουν το κεφάλι για να αποφύγουν την
ηλίαση. Τους υπέδειξε, νυσταγμένος, σχεδόν κοιμόταν πια, πώς θα έβρισκαν τον
τάφο του Κάρλος Σεντένο. Στην επιστροφή δεν χρειαζόταν να χτυπήσουν, απλά να
βάλουν το κλειδί κάτω από την πόρτα και, αν είχαν, μια μικρή ελεημοσύνη για την
Εκκλησία. Η γυναίκα άκουσε τις εξηγήσεις με μεγάλη προσοχή, αλλά ευχαρίστησε
αγέλαστη.
Πριν ακόμη ανοίξει την
εξώπορτα ο παπάς είχε καταλάβει ότι κάποιος κοιτούσε προς τα μέσα, κάτι μύτες
κολλημένες στο μεταλλικό πλέγμα. Ήταν μια ομάδα παιδιών που, όταν η πόρτα
άνοιξε τελείως, διαλύθηκαν. Εκείνη την ώρα, συνήθως, δεν υπήρχε κανείς στον
δρόμο. Τώρα δεν ήταν μόνο τα παιδιά, είχε παρέες κάτω από τις αμυγδαλιές. Ο
πάτερ έλεγξε τον παραποιημένο, από την αντανάκλαση, δρόμο και τότε κατάλαβε.
Ξανάκλεισε απαλά την πόρτα.
-Περιμέντε ένα λεπτό
–είπε, χωρίς να κοιτάξει την γυναίκα.
Η αδερφή του εμφανίστηκε
στην πόρτα στο βάθος, με μια ζακέτα μαύρη πάνω από τη νυχτικιά και τα μαλλιά
ριγμένα στους ώμους. Κοίταξε τον πάτερ σιωπηλά.
-Τι έγινε; –ρώτησε αυτός.
-Ο κόσμος έχει καταλάβει
–μουρμούρισε η αδερφή του.
-Καλύτερα να βγουν από την
πόρτα της αυλής –είπε ο πάτερ.
-Το ίδιο κάνει –είπε η
αδερφή του- όλος ο κόσμος είναι στα παράθυρα.
Η γυναίκα έδειχνε να μην
έχει καταλάβει μέχρι εκείνη την στιγμή. Έκανε να δει τον δρόμο από το μεταλλικό
πλέγμα. Μετά πήρε τα λουλούδια από την μικρή και κίνησε προς την πόρτα. Η μικρή
την ακολούθησε.
-Περιμέντε να πέσει ο
ήλιος –είπε ο πάτερ.
-Θα λιώσετε, –είπε η
αδερφή του ακίνητη στο βάθος της σάλας- περιμέντε και θα σας δανείσω μια
ομπρέλα.
-Ευχαριστούμε –αποκρίθηκε
η γυναίκα- κι έτσι καλά είμαστε.
Έπιασε την μικρή από το
χέρι και βγήκε στον δρόμο.
Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου