Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Το λεξικό των Ελληνικών



Άρθρο του Χουάν Κρουθ στην Ελ Παΐς, σχετικό με τη χρησιμότητα των Ελληνικών (όχι ελληνικών, αλλά με κεφαλαίο...), (και) μετά από τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Ευχαριστώ την Ειρήνη Χατζηκουμή για την πολύτιμη συμβολή της.
 
www.expansion.com

Η Ελλάδα είναι μια λέξη που θα πρέπει να μεταφράζεται στην Ευρώπη με μεγαλύτερη προσοχή από ό,τι μέχρι σήμερα


Ήταν το πιο μυστηριώδες βιβλίο του Λυκείου. Μια γκουμούτσα που μας συνόδευε  πάντα στα μαθήματα, ξεχωρίζοντας ανάμεσα στα υπόλοιπα βιβλία, σαν τον μεγάλο τους αδελφό, μουρμουρίζοντας στο άνοιγμά του. Ήταν σαν ένα θεόρατο φυλλάδιο οδηγιών χρήσεως που έχουν τα φάρμακα, στο οποίο ο καθηγητής μας έβαζε να ανατρέχουμε σε κάθε μάθημα: «Όποιος δεν ξέρει Ελληνικά, δεν ξέρει από ζωή». Λεγόταν Ευδόξιος, ήταν μικροκαμωμένος με ένα μουστάκι ντεμοντέ, σαν χωρικός που είχε ξεχάσει να ξυριστεί κάτω από τη μύτη, και κάθε μέρα μας ρωτούσε, το δίχως άλλο, τις είκοσι λέξεις που είχε αποφασίσει πως θα ήταν η διδακτέα μας ύλη.

Φτάσαμε να ξέρουμε περισσότερες λέξεις στα Ελληνικά από ό,τι στα ισπανικά, μέχρι που κάποιες φορές τολμούσαμε να μιλάμε μεταξύ μας στα Ελληνικά που μας δίδασκε ο δον Ευδόξιος, λέξη-λέξη, μάθημα με μάθημα. Για τον δον Ευδόξιο (όπως και για τον δον Εμίλιο Γεδό, τον μετέπειτα καθηγητή μας στη Φιλοσοφία) η Ελλάδα ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια γλώσσα· ήταν ένας πολιτισμός, ένας τρόπος ζωής, ο τόπος όπου η Δύση είχε βρει το φως, την τέχνη, τις ιδέες, και το να γνωρίζεις την αρχαία γλώσσα της σε έκανε να γεννιέσαι κάθε μέρα σε μια κοσμική πνευματικότητα.

Η Ελλάδα ήταν ο τόπος της πολιτικής και της σοφίας. Ο Χοσέ Μαρία Πεμάν, ένας ισπανός καλοκάγαθος φασίστας, πίστευε ότι εκεί, στην Ελλάδα, η δημοκρατία είχε λειτουργήσει, επειδή ο κόσμος κλεινόταν μέσα σε ένα στάδιο και μπορούσε να πει «ναι» ή «όχι», σηκώνοντας απλώς το χέρι. «Αλλά εδώ στην Ισπανία τούτο δεν είναι πια δυνατό: είμαστε πολλοί», συμπλήρωνε ο συγγραφέας του El divino impaciente[1] (Ο υπέροχος ανυπόμονος).

Την εποχή εκείνη, του δον Ευδόξιου και του δον Εμίλιο, δεν είχαμε δημοκρατία, ούτε μπορούσε κάποιος να διακρίνει το πότε θα είχαμε. Στην πραγματικότητα, εκείνα τα χρόνια, από το ’68 ως το ’73 του περασμένου αιώνα, ζούσαμε περισσότερο με το φωτάκι του Ελ Πάρδο[2], όπως ο Άριας Ναβάρο[3], από ό,τι με τα φώτα της Ελλάδας ή, για να έρθουμε χρονικά πιο κοντά, με τα φώτα του Μπρίντιζι, που είναι το πρώτο πράγμα που έβλεπαν οι αλβανοί (ή βορειοηπειρώτες) μετανάστες που πριν από μια δεκαετία είχαν τα κότσια να διασχίσουν τη Μεσόγειο για να δουν από κοντά την ευημερία της Ευρώπης.

Τα χρόνια εκείνα που ταξιδεύαμε, φοιτητές γαρ, με το λεξικό των Ελληνικών στην τσέπη, ήδη γνωρίζαμε (από τον δον Ευδόξιο και τον δον Εμίλιο) ότι η κοιτίδα της ειρήνης και της ποίησης δεν ήταν η Ισπανία αλλά η Ελλάδα, καθώς εκεί γεννήθηκε η γνώση ως η λύση που βρήκαν οι άνθρωποι για να ξεφύγουν από τη μεταφυσική αβεβαιότητα και να ζήσουν με την επίγεια αναζήτηση, ενθαρρύνοντας τον διάλογο, το θέατρο, την ποίηση και την περιπλάνηση.

Μια μέρα, έχοντας το λεξικό αυτό στην τσάντα, μπήκα στο αμάξι ενός Γερμανού, κάνοντας οτοστόπ, την ώρα που στην Ευρώπη (δηλαδή, μακριά από την Ισπανία) η νεολαία επιζητούσε θάλασσα κάτω από τα πεζοδρόμια[4]. Ο Γερμανός ήταν γιατρός, δεν γνώριζε τη γλώσσα μου, αλλά ήξερε απ’ έξω το μυστηριώδες βιβλίο που κουβαλούσα μαζί μου, σαν ιερογλυφικό, κάθε φορά που έπρεπε να πάω στο μάθημα του δον Ευδόξιου.   

Με αυτό το λεξικό συνεννοήθηκα με τον Γερμανό· από τότε, κάθε φορά που ο καθηγητής με έπαιρνε από τη στάση εκείνα τα σχολικά πρωινά, άνοιγα το λεξικό με τα ιερογλυφικά κι έπιανα να μιλάω λες και προσπαθούσα να αναβιώσω τον Πλάτωνα και τον Όμηρο, και όταν έφτανα στο σχολείο τα ελληνικά μου ήταν τόσο δροσερά όσο οι πρωινές κουβέντες της μάνας μου. 

Ύστερα έβγαλαν τα Ελληνικά από τις τάξεις, μετέτρεψαν το Λύκειο σε ένα αξιολύπητο ξεφάντωμα, αποσπώντας από τα παιδιά το πάθος που προκαλούσε η εμβρίθεια της καθαρής ποίησης που περιέκλειε εκείνο το μυστηριώδες βιβλίο. Τώρα που αναβιώνει η Ελλάδα, εμείς δεν ξέρουμε πια Ελληνικά, έτσι θα αργήσουμε πολύ να μάθουμε τι συμβαίνει εκεί, το τι συνέβη για να συμβαίνει αυτό που τώρα συμβαίνει. Ό,τι κι αν συμβεί, ακόμη κι αν δεν συμβαίνει αυτό που λένε ότι συμβαίνει, το σίγουρο είναι ότι η Ελλάδα γίνεται μια λέξη που θα πρέπει να μεταφράζεται τώρα στην Ευρώπη με μεγαλύτερη προσοχή από ό,τι μέχρι τώρα. 

Τώρα πρέπει να ταξιδέψουμε εκ νέου με το λεξικό των Ελληνικών· για πάρα πολύ καιρό πιστεύαμε πως δεν μας χρειαζόταν για να συνεννοούμαστε. 

Μετάφραση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου



[1] Τρίπρακτο θεατρικό του Χοσέ Μαρία Πεμάν το οποίο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1933. Γράφτηκε ως απάντηση στη νομική διάλυση της Αδελφότητας των Ιησουιτών και στην προσπάθεια εκκοσμίκευσης του κράτους, από τη Β’ Ισπανική Δημοκρατία. Στο απόγειο του ισπανικού εθνικοκαθολικισμού (δεκαετίες ‘50 και 60) έκανε κάποιες επανεμφανίσεις. Από τότε, θεωρείται στην πράξη ένα ξεχασμένο έργο.
[2]Σύμφωνα με τα μέσα προπαγάνδας του φρανκικού καθεστώτος, ο δικτάτορας Φράνκο εργαζόταν νυχθημερόν για χάρη του ισπανικού λαού, γι’ αυτό και η λάμπα στο δωμάτιό του δεν έσβηνε σχεδόν ποτέ.
[3]Από τα ανώτερα στελέχη του εν λόγω καθεστώτος, με χαρακτηριστική δήλωση επί του θέματος: «…πλησιάστε στο Παλάτι του Ελ Πάρδο […] όπου υπάρχει ένα φωτάκι που είναι πάντα αναμμένο».
[4]Αναφέρεται σε ένα από τα συνθήματα του Μάη του ’68: «Sous les pavés, la plage!».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου