Το μικροδιήγημα Διαδοχικά πάρκα (Continuidad de los parques), του Χούλιο Κορτάσαρ, αποτελεί μέρος της συλλογής Final del juego (1964) και ανήκει στη λογοτεχνία του φανταστικού. Εντός του ξεχωρίζει η
αντίληψη του Αργεντινού συγγραφέα περί μη διαχωρισμού μεταξύ λογοτεχνίας και
ζωής. Ευχαριστώ ολόψυχα την Ειρήνη Χατζηκουμή για την πολύτιμη συμβολή της στη
μετάφραση του κειμένου.
Διαδοχικά πάρκα
Είχε ξεκινήσει να διαβάζει το μυθιστόρημα λίγες μέρες πριν. Το
εγκατέλειψε για κάτι επείγουσες δουλειές και το ξανάνοιξε στο τρένο,
επιστρέφοντας στη φυτεία. Ωστόσο, ήταν σε θέση να αφεθεί εξ ολοκλήρου στην
πλοκή και τους πρωταγωνιστές του; Εκείνο το βράδυ, αφού έγραψε μια επιστολή
στον αντιπρόσωπό του και συζήτησε με τον οικονόμο ένα ζήτημα σχετικό με την
εκμίσθωση των κτημάτων, άνοιξε πάλι το βιβλίο στην ηρεμία που του προσέφερε
απλόχερα το γραφείο του, με θέα το πάρκο από βελανιδιές. Απλώθηκε στην
αγαπημένη του πολυθρόνα, με πλάτη προς την πόρτα μην τυχόν και εισβάλλει
κάποιος ανεπιθύμητος, χαϊδεύοντας απαλά με το χέρι του το πράσινο βελούδο της, κι
έπιασε να διαβάζει τα τελευταία κεφάλαια. Η μνήμη του συγκρατούσε τα ονόματα
και τις εικόνες των πρωταγωνιστών χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Η δίψα να μάθει την
εξέλιξη της ιστορίας τον συνεπήρε αμέσως. Απολάμβανε την ηδονή, κάπως
διεστραμμένη, αλήθεια, να εξαφανίζει γραμμή τη γραμμή καθετί που τον
περιτριγύριζε στον χώρο, με το κεφάλι του ακουμπισμένο αναπαυτικά στο βελούδο
της ψηλής πλάτης, με τη σιγουριά ότι τα τσιγάρα του ήταν εκεί δίπλα, την ώρα
που έξω ο άνεμος διασκέδαζε, χορεύοντας με τις βελανιδιές. Λέξη με λέξη -απορροφημένος
από τα ανήθικα διλήμματα των πρωταγωνιστών και βυθισμένος στις εικόνες που
αποκτούσαν σιγά-σιγά χρώμα και κίνηση- έγινε μάρτυρας της τελευταίας σκηνής
στην ορεινή καλύβα. Πρώτα έμπαινε η γυναίκα, επιφυλακτικά· ακολουθούσε ο
εραστής με ματωμένο το πρόσωπο, γρατσουνισμένος από κάποιο κλαδί. Μάταια
προσπαθούσε εκείνη να του σφουγγίσει, με τα φιλιά της, το αίμα· αυτός την
απέρριπτε, δεν είχε έρθει για να συντηρήσει ένα πάθος απόκρυφο, γεμάτο ξερόφυλλα
και μυστικά μονοπάτια· το έδειχνε. Μια κοφτερή λεπίδα ψύχραινε το στέρνο του, όμως
η προσμονή της ελευθερίας που πλησίαζε τον ζέσταινε. Ο γεμάτος λαχτάρα διάλογος
ξεχυνόταν στις σελίδες σαν άλλο ποτάμι από φίδια, δημιουργώντας παράλληλα την αίσθηση
ενός τέλους προαποφασισμένου. Μέχρι και τα χάδια που αναστάτωναν το κορμί του
εραστή, θέλοντας να τον εγκλωβίσουν, να τον μεταπείσουν, σκιαγραφούσαν μιαν
άλλη φιγούρα, ένα άλλο σώμα καταδικασμένο στον αφανισμό. Άλλοθι, κακοτοπιές,
πιθανά λάθη, ήταν όλα μελετημένα, τίποτα δεν είχε παραβλεφθεί. Από εκείνο το
σημείο κι έπειτα, η κάθε στιγμή είχε τη σημασία της, θαρρείς πως επιτελούσε σχολαστικά
την αποστολή που της είχε ανατεθεί. Η διπλή πρόβα της αποτρόπαιης πράξης, που
ένα άγγιγμα στο μάγουλο δεν φαινόταν ικανό να διακόψει οριστικά. Άρχιζε να
νυχτώνει.
Αποχωρίστηκαν στην πόρτα της καλύβας, παγιδευμένοι σ’ ένα καθήκον που
τους περίμενε, τα βλέμματά τους δεν θα ξανασυναντιόνταν. Αυτή έπρεπε να
ακολουθήσει το μονοπάτι που οδηγούσε στον βορρά. Αυτός, από το αντίθετο
μονοπάτι, γύρισε μια στιγμή να την δει να τρέχει με λυμένα τα μαλλιά. Έτρεξε με
τη σειρά του, χωμένος στα δέντρα και τους θάμνους, μέχρι να διακρίνει μες τη μαβί
καταχνιά του δειλινού τον δρόμο που έβγαζε στο σπίτι. Τα σκυλιά δεν έπρεπε να
γαυγίσουν, και δεν γαύγισαν. Ο οικονόμος δεν θα ήταν στο σπίτι τέτοια ώρα, και
δεν ήταν. Ανέβηκε τα τρία σκαλιά της αυλής και μπήκε. Ο αχός του αίματος στ’
αυτιά του του μετέφερε τα λόγια της γυναίκας: πρώτα το γαλάζιο δωμάτιο, μετά
ένας διάδρομος, μια σκάλα με χαλί και στο τέλος της δυο πόρτες. Κανείς στο
πρώτο δωμάτιο, κανείς και στο δεύτερο. Η πόρτα του σαλονιού, η ψυχρή λεπίδα στη
χούφτα, το φως απ’ τα παράθυρα, η ψηλή πλάτη της πολυθρόνας από πράσινο
βελούδο, το κεφάλι του άνδρα που διαβάζει ένα μυθιστόρημα.
Μετάφραση/απόδοση
στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου