Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Αδόλφο Κουβ: Αλαμίρο



Μεταφρασμένα αποσπάσματα από το διήγημα-ποίημα του Χιλιανού Αδόλφο Κουβ, Αλαμίρο

articulo.mercadolibre.cl

2

Βροχή πέφτει στο τζάμι της κάμαρας. Ο κήπος σου και το στενό σου βρεμένα. Σε πρώτο πλάνο αυτό που πληγώνει την καρδιά μου, το τζάμι που ραπίζει το νερό.
Μια φωνή πίσω μου. Κάποιος μου προσφέρει μαρμελάδα μουντή με ζάχαρη.
Η μαρμελάδα μου φέρνει στο νου μιαν απόσταση μεγάλη. Είναι η γιαγιά μου που την έχει στείλει από τον νότο: «Μαρμελάδα για το χειμώνα».
Πάντα ο νότος θα είναι μια μέρα με βροχή και η γιαγιά μου ένα πρόσωπο μακρινό του χειμώνα.

[…]

4

Ο πατέρας μου με βγάζει βόλτα με το ποδήλατο.
«Ανοιχτά τα πόδια!».
Αμέλησα τη συμβουλή κι έχω χτυπήσει, κλαίω. Όλα εκτυλίσσονται στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Ο πατέρας μου τηλεφωνεί. Έχω βάλει το πόδι στις ακτίνες της ρόδας. Η μάνα μου σ’ ένα μπαλκόνι μάς υποδέχεται με φωνές και πετά ένα παπούτσι στον πληγωμένο.
Η εικόνα αυτή παραμένει πεντακάθαρη, όλα είναι ακίνητα, μόνο το παπούτσι διαγράφει ένα τόξο πέφτοντας, αναδεικνύοντας τον κήπο.

[…]

6

Ο πατέρας μου τρώει. Τον παρατηρώ προσεκτικά. Είμαι πολύ μικρός, δεν φτάνω στο τραπέζι.
Η συζήτηση που έχουν πιάσει οι γονείς μου μοιάζει με ψόγο εναντίον μου.
Το χέρι του πατέρα μου φτιάχνει έναν βόλο από την ψίχα του ψωμιού, που αναπάντεχα μου πετά στο μάτι.

[…]

14

Ήμουν εφτά χρονώ όταν εγκαταλείφθηκα στο σπίτι των παππούδων.
«Εγώ τα ’χω μεγαλώσει πια τα δικά μου», έλεγε η γιαγιά μου.
Παγωμένος απ’ τον φόβο σ’ ένα τεράστιο κρεβάτι, ακούω μακρινές φωνές ν’ ανεβαίνουν από την τραπεζαρία.  Η αδελφή μου με νυχτικό διαπερνά τη νύχτα και μου σπρώχνει τον αγέρα που έκανε τα δέντρα να θροΐζουν.

ΑΛΑΜΙΡΟ
Αδόλφο Κουβ

Μετάφραση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου
Επιμέλεια/διόρθωση: Ειρήνη Χατζηκουμή


Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Εδουάρδο Μεντόθα: La ciudad de los prodigios



Μεταφρασμένο απόσπασμα από το μυθιστόρημα La ciudad de los prodigios[1] του Eduardo Mendoza, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Seix Barral.

www.bibliofiloenmascarado.com


Όπως θα διαπίστωνε ο Ονόφρε μετά από ώρες κατασκοπείας, η Δελφίνα εγκατέλειπε κάθε πρωί την πανσιόν μόνο για μια ώρα το πρωί κι αυτή σκάρτη, προκειμένου να πάει για ψώνια. Με τη σκέψη πως τούτη θα ήταν μια καλή ευκαιρία για να την πλευρίσει, παρέβλεψε για ένα πρωινό τις δουλειές του κι ακολούθησε την παραδουλεύτρα ως την αγορά. Η Δελφίνα έβγαινε εφοδιασμένη με δυο μεγάλες ψάθινες τσάντες, παρέα με τον γάτο. Βάδιζε με βήμα αποφασιστικό, αν και κάπως αφηρημένη, σαν να βρισκόταν αλλού. Εξαιτίας αυτής της της αφηρημάδας, τα ξυπόλητα πόδια της χώνονταν μες στους νερόλακκους και στους σωρούς των σκουπιδιών. Τα παιδιά που αλώνιζαν στα στενά την έβλεπαν να περνά χωρίς πολλά-πολλά. Ο φόβος του γάτου ήταν αυτός που τα απέτρεπε από το να τα βάλουν μαζί της και να της πετάξουν πέτρες ή άλλα σκουπίδια. Ούτε οι γυναίκες στους πάγκους της αγοράς δεν εκτιμούσαν τη Δελφίνα. Δεν συμμετείχε ποτέ στα κουσκούς και ήταν ιδιαιτέρως απαιτητική ως προς το ζύγι και την ποιότητα των προϊόντων. Τα δε παζάρια της, ανηλεή. Πάντοτε αγόραζε πράγματα σε άσχημη κατάσταση, αποσκοπώντας στο να της κάνουν έκπτωση. Εάν η πωλήτρια της έλεγε πως το λάχανο δεν είχε σαπίσει και πως ακόμη διατηρούσε σημάδια φρεσκάδας, η Δελφίνα αντιδρούσε πως δεν ήταν έτσι, πως το λάχανο μύριζε απαίσια, πως είχε γεμίσει σκουλήκια και πως δεν ήταν διατεθειμένη να πληρώσει μια περιούσια για σαβούρες σαν και δαύτη. Εάν η πωλήτρια στύλωνε τα πόδια κι ανέβαιναν οι τόνοι, η Δελφίνα βούταγε τον γάτο απ’ την κοιλιά, και τον ακουμπούσε στον πάγκο. Αυτός αμέσως καμπούριαζε τη ράχη, όρθωνε το τρίχωμα κι έβγαζε τα νύχια. Η μπαμπεσιά έφερνε αποτέλεσμα: η πωλήτρια, σκιαγμένη, τελικά υποχωρούσε. Ορίστε, ορίστε, της έλεγε, πάρτε το λάχανο και πληρώστε με ό,τι έχετε ευχαρίστηση, αλλά μην ξανάρθετε  από το πόστο μου, γιατί δεν σκοπεύω να σας εξυπηρετήσω άλλη φορά, ελπίζω να μ’ ακούσατε. Η Δελφίνα σήκωνε τους ώμους κι επέστρεφε την επομένη μέρα με τις ίδιες βλέψεις. Οι πωλήτριες χλώμιαζαν από θυμό όταν την έβλεπαν, ενώ είχαν πλησιάσει και μια μάγισσα που περιφερόταν στην αγορά, για να της κάνει μάγια - κι ακόμη περισσότερο στον γάτο. Όλα αυτά τα διαπίστωσε ο Ονόφρε, χωρίς την παραμικρή δυσκολία, από τα ανερυθρίαστα σχόλια των πωλητριών όταν ένιωθαν απελευθερωμένες από την παραδουλεύτρα και τον μοχθηρό της γάτο.    

Μετάφραση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου
Επιμέλεια/διόρθωση: Ειρήνη Χατζηκουμή 



[1] Κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο Η πόλη των θαυμάτων από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Χουάν Χοσέ Μιγιάς: Τυποποιημένα προϊόντα




commons.wikimedia.org
Η μάνα μου δεν ήταν σε θέση να επιλύσει το παραμικρό, αν δεν το μετέτρεπε προηγουμένως σε σίριαλ. Όπως ο μαθηματικός που δεν μπορεί να χωνέψει την πραγματικότητα αν δεν την παγιδεύσει σε μια εξίσωση, έτσι κι εκείνη δεν μπορούσε να χωνέψει την οποιαδήποτε δυσκολία  οικιακής φύσης, αν δεν την έκανε να μοιάζει με καταστροφή. Τόσο περίεργοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Έχουμε την ανάγκη να επεξεργασθούμε τις πρώτες ύλες –είτε αυτές είναι πατάτες είτε υδράργυρος- για να καταλάβουμε το τι τελικά μπορούν να κάνουν. Δεν έχουμε ιδέα από  χρυσό, για παράδειγμα, έως ότου τον μετατρέψουμε σε κολιέ. Θα μπορούσαμε και να τον απολαμβάνουμε έτσι όπως είναι στη φύση, αλλά μπα. Πρέπει να τον εξορύξουμε από τα έγκατα της γης, να τον λιώσουμε, να τον βάλουμε στο καλούπι και μετά στη βιτρίνα. Τότε μόνο είναι που θα πούμε: «Υπέροχο. Ωραίο πράμα ο χρυσός!»

Το ότι παίρνουμε σαρδέλες και τις μετατρέπουμε σε κονσέρβα  είναι η θετική πλευρά αυτής μας της τάσης. Η μάνα μου στα δικά της σίριαλ χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη  τις μικρές καθημερινές οικιακές αναποδιές. Ας πούμε ότι μια Δευτέρα μας είχε τελειώσει η φιάλη υγραερίου και ότι ο διανομέας θα ξαναπερνούσε  την Τρίτη. Φυσικά και δεν ήταν και καμιά τραγωδία, αφού εμείς τα παιδιά τρελαινόμασταν για σάντουιτς.  Άσε που θα 'σπαγε και η μονοτονία. Αλλά εκείνη, τι να τραβάει τα μαλλιά της, τι να τρέχει από δω κι από κει, βγάζοντας κάτι ουρλιαχτά να σου σηκώνεται η τρίχα. Τι κι αν ο πατέρας μου προσπαθούσε να την συνεφέρει, εκείνη τον απόπαιρνε  πως αυτός  να μην ασχολείται με αυτά, σίγουρη πια πως έχει γίνει η υπηρέτρια όλων αυτών που την κοιτούσαν αποσβολωμένοι. 

Στη μισή ώρα χωρίς υγραέριο, ο πατέρας μου απελπισμένος από τις κατσάδες και τις φωνές της, άρχιζε να κοπανάει τις πόρτες και να απειλεί ότι θα πηδήξει από το μπαλκόνι. Με τη μικρή μου αδελφή, τρομοκρατημένη από το θέαμα, να έχει βάλει τα κλάματα και τους γείτονες να απειλούν πως θα φωνάξουν την αστυνομία, αν δεν σταματούσε το πανηγύρι. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή δηλαδή που το σύμπαν ήταν έτοιμο να ανατιναχθεί, μαζί μ’ εμάς φυσικά, η μανά μου διέσχιζε τον δρόμο κι επέστρεφε στο λεπτό μ’ ένα θριαμβευτικό χαμόγελο και με τη φιάλη που της είχε δανείσει η αδελφή της που έμενε απέναντι. Το ότι έπιανε και κατηγορούσε τον πάτερα μου που είχε σκεφτεί να αυτοκτονήσει για μια τέτοια χαζομάρα δεν παραξένευε κανέναν. «Δεν θα 'σαι με τα καλά σου», του έλεγε, την ώρα που έπαιρνε αγκαλιά την αδελφή μου για να σταματήσει το κλάμα. Εγώ κατέβαινα στον δρόμο σκυφτός, προσπαθώντας να μετατρέψω το συμβάν σε κάποιο τυποποιημένο προϊόν, μήπως και καταφέρω να το καταλάβω. Όμως ακόμη δεν το 'χω καταλάβει, και με το να γράφω τώρα εδώ δεν κάνω τίποτα περισσότερο από το να παίρνω την πρώτη ύλη της πραγματικότητας και να την μετατρέπω σε λογοτεχνία, μήπως  κι εγώ την χωνέψω.  

Χουάν Χοσέ Μιγιάς
Τα αντικείμενα μας φωνάζουν

Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου
Επιμέλεια/διόρθωση: Ειρήνη Χατζηκουμή