Η ισπανίδα συγγραφέας Άνα Μαρία Ματούτε
(1925-2014) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φωνές μεταπολεμικά της ιβηρικής
χώρας. Μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανίας, έγινε η τρίτη μόλις γυναίκα
που βραβεύτηκε με το Βραβείο Θερβάντες το 2010. Το διήγημα της La rama seca, του οποίου η μετάφραση ακολουθεί, εκδόθηκε το 1961.
Το ξερό κλαδί,
της Άνα Μαρία Ματούτε
Ήταν μόλις τριών
χρονώ και ακόμη δεν την παίρνανε στους αγρούς. Ήταν ο καιρός της σοδειάς, με
μια ζέστη μεγάλη, ζεματιστή, απάνω στα μονοπάτια. Την αφήνανε στο σπίτι,
κλεισμένη με κλειδί, και της λέγανε:
-Να είσαι καλή, να
μην κανείς φασαρία: κι αν, πες, σου συμβεί κάτι, βγες στο παράθυρο και φώναξε
τη δόνα Κλεμεντίνα.
Κείνη έλεγε ναι με το
κεφάλι. Όμως τίποτα δεν της συνέβαινε ποτέ, και περνούσε τη μέρα καθισμένη στην
άκρη του παραθυριού, παίζοντας με την «Πίπη».
Η δόνα Κλεμεντίνα την
έβλεπε από το κτηματάκι της. Τα σπίτια τους ήταν κολλημένα το ένα στο άλλο, αν
και της δόνα Κλεμεντίνα ήταν πολύ πιο μεγάλο, κι είχε, επιπλέον, ένα κτήμα με
μια αχλαδιά και δυο δαμασκηνιές. Στην άλλη μεριά του τοίχου ανοιγότανε το
παραθυράκι πίσω απ’ το οποίο καθότανε πάντα το κοριτσάκι. Κάπου-κάπου, η δόνα
Κλεμεντίνα σήκωνε τα μάτια απ’ τα ραφτικά της και την κοίταζε.
-Τι κανείς,
κοριτσάκι;
Το κορίτσι είχε ένα προσωπάκι
αδύνατο, χλωμό, ανάμεσα σε δυο λεπτές, μαύρες ξεθωριασμένες κοτσίδες.
-Παίζω με την «Πίπη»,
έλεγε.
Η δόνα Κλεμεντίνα
συνέχιζε να ράβει, και μήτε ξαναγύριζε η σκέψη της στο κορίτσι. Έπειτα,
λίγο-λίγο, άκουγε κείνα τα παράξενα χαζολογήματα που έρχονταν από ψηλά, μέσα
από τα κλαδιά της αχλαδιάς. Στο παραθύρι της, η μικρούλα των Μεδιαβίγια περνούσε
τη μέρα της μιλώντας, κατά πως φαινόταν, με κάποιον.
-Με ποιον μιλάς, εσύ;
-Με την «Πίπη».
Η δόνα Κλεμεντίνα,
μέρα τη μέρα, γέμισε από μια ελαφρά, τρυφερή περιέργεια για το κορίτσι και την
«Πίπη».
Η δόνα Κλεμεντίνα
ήταν παντρεμένη με τον δον Λεόνσιο, τον γιατρό. Ο δον Λεόνσιο ήταν ένας άνδρας
αυστηρός που ’χε αφεθεί στο κρασί, και περνούσε τη μέρα του κρατώντας σε
απόσταση το χωριό και τους κατοίκους του. Δεν είχανε παιδιά κι η δόνα Κλεμεντίνα
είχε πια αποδεχτεί τη μοναξιά της. Στην αρχή, ίσα που σκεφτότανε το πλασματάκι εκείνο,
επίσης μοναχικό, που καθότανε στο άνοιγμα του παραθυριού. Από συμπόνια την
κοιτούσε κάπου-κάπου και βεβαιωνότανε πως δεν της συνέβαινε τίποτε άσχημο. Η
κυρά Μεδιαβίγια τής το ’χε ζητήσει:
-Δόνα Κλεμεντίνα,
μιας και ράβετε στο κτήμα τ’ απογεύματα, θέλετε να ρίχνετε κάπου-κάπου μια
ματιά στο παράθυρο, μπας και συμβεί τίποτα στη μικρή; Ξέρετε τώρα, είναι ακόμα
μικρή να την παίρνουμε σε τέτοια μέρη…
-Ναι, κοπέλα μου, δεν
μου κάνει κόπο. Μείνε ήσυχη…
Έπειτα, λίγο-λίγο, με
το κοριτσάκι των Μεδιαβίγια και τα ακατάληπτα χαζολογήματά του, εκεί ψηλά,
έπιασε να το παίρνει κατάκαρδα.
-Όταν θα τελειώσουν
με τις δουλειές στους αγρούς και επιστρέψει το κορίτσι για παιχνίδι στον δρόμο,
θα μου λείψει, μονολογούσε.
Μια μέρα, επιτέλους,
κατάλαβε ποια ήταν η «Πίπη».
-Η κούκλα, της
εξήγησε το κορίτσι.
-Δειξ’ τη μου…
Το κορίτσι σήκωσε μες
στο χωματιασμένο χέρι του ένα αντικείμενο που η δόνα Κλεμεντίνα δεν μπορούσε να
δει καθαρά.
-Δεν την βλέπω, κόρη
μου. Πέτα μου την…
Το κορίτσι δίστασε.
-Αλλά μετά, θα μου
την γυρίσετε;
-Φυσικά…
Το κορίτσι τής πέταξε
την «Πίπη» κι η δόνα Κλεμεντίνα, όταν την είχε πια στα χέρια της, έκατσε να
σκεφτεί.
Η «Πίπη» ήταν απλά
ένα ξερό κλαδάκι τυλιγμένο μέσα σ’ ένα κομμάτι ρετάλι στερεωμένο μ’ έναν
σπάγκο. Την γύρισε ανάποδα ανάμεσα στα δάχτυλα και κοίταξε με κάποια θλίψη προς
το παράθυρο. Το κορίτσι την παρατηρούσε με μάτια ανυπόμονα κι άπλωνε τα δυο της
χέρια.
-Μου την πετάτε, δόνα
Κλεμεντίνα;
Η δόνα Κλεμεντίνα
σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και ξαναέριξε την «Πίπη» προς το παράθυρο. Η «Πίπη»
πέρασε πάνω από το κεφάλι της μικρής και μπήκε μες στο σκοτάδι του σπιτιού. Το
κεφάλι του κοριτσιού εξαφανίστηκε κι έπειτα από λίγο ξεπρόβαλε και πάλι,
απορροφημένο στο παιχνίδι του.
Από κείνη τη μέρα η δόνα
Κλεμεντίνα αρχίνησε να την ακούει. Το κορίτσι μίλαγε ακούραστα με την «Πίπη».
-«Πίπη», μη φοβάσαι, κάτσε
ήσυχη. Αχ, «Πίπη», πώς με κοιτάς έτσι! Θα πιάσω ένα ματσούκι και θα του την σπάσω
την κεφάλα του λύκου. Μη φοβάσαι, «Πίπη»… Κάτσε κάτω, μείνε ήσυχη, θα σ’ τα πω,
ο λύκος βρίσκεται τώρα κρυμμένος στο βουνό…
Το κορίτσι μιλούσε
στην «Πίπη» για τον λύκο, για τον ζητιάνο που ’χε το σάκο του γεμάτο από ψόφιους
γάτους, για τον φούρνο που ’φτιάχναν το ψωμί, για το φαγητό. Σαν έφτανε η ώρα
για να φάει, το κορίτσι έπιανε το πιάτο που η μάνα τής είχε αφήσει σκεπασμένο,
δίπλα στη θράκα. Το πήγαινε στο παράθυρο κι έτρωγε αργά, με το κοκάλινο κουτάλι
της. Είχε την «Πίπη» στα γόνατα, και την έβαζε και μοιραζότανε το γεύμα της.
-Άνοιξ’ το στόμα,
«Πίπη», μην κάνεις σαν χαζή…
Η δόνα Κλεμεντίνα την
άκουγε σιωπηλή. Την αφουγκραζότανε, ρουφούσε την κάθε της λέξη. Το ίδιο
αφουγκραζότανε τον αγέρα, πάνω στη χλόη κι ανάμεσα στα κλαδιά, την χλαπαταγή απ’
τα πουλιά και τον θόρυβο από τ’ αυλάκι.
Μια μέρα, το κορίτσι
έπαψε να βγαίνει στο παράθυρο. Η δόνα Κλεμεντίνα ρώτησε την κυρά Μεδιαβίγια:
-Κι η μικρή;
-Αχ, μου βγήκε κι
αρρωστιάρα, ξέρετε τώρα. Ο δον Λεόνσιο λέει πως κόλλησε τον μελιταίο πυρετό.
-Δεν ήξερα τίποτα…
Φυσικά, και πώς να
ήξερε κάτι; Ο άντρας της ποτέ δεν της έλεγε τα νέα του χωριού.
-Ναι, συνέχισε να της
εξηγεί η Μεδιαβίγια. Όλοι ξέρουν πως κάποια μέρα πρέπει ν’ άφησα το γάλα
άβραστο… το ξέρετε; Έχεις και τόσα να κάνεις πια! Δείτε τώρα, μέχρι να γιάνει,
πρέπει να στερηθώ την αγκαλιά του Πασκουαλίν.
Ο Πασκουαλίν ήταν
δώδεκα χρονώ και κατά τη διάρκεια της ημέρας τον πρόσεχε το κορίτσι. Στην
πραγματικότητα, ο Πασκουαλίν έβγαινε στους δρόμους ή πήγαινε να κλέψει φρούτα
στο γειτονικό κτήμα, στου παπά ή στου δημάρχου. Κάποιες φορές, η δόνα
Κλεμεντίνα άκουγε το κορίτσι που του φώναζε. Μια μέρα αποφάσισε να πάει, αν και
ήξερε ότι ο σύζυγός της θα την κατσάδιαζε.
Το σπίτι ήταν στενό,
σκοτεινό και μύριζε άσχημα. Δίπλα στον στάβλο ξεπρόβαλλε μια σκάλα, στην οποία
κοιμόντουσαν οι κότες. Ανέβηκε, πατώντας προσεκτικά τα φαγωμένα απ’ το σαράκι σκαλοπάτια
που τρίζανε από το βάρος της. Το κορίτσι πρέπει να την άκουσε, γιατί φώναξε:
-Πασκουαλίν! Πασκουαλίν!
Μπήκε σ’ ένα δωμάτιο
πολύ μικρό, όπου το φυσικό φως ίσα που έμπαινε από ένα στενόμακρο παράθυρο.
Έξω, από την άλλη τη μεριά, πρέπει να κουνιόντουσαν τα κλαδιά κάποιου δέντρου,
γιατί το φως ήτανε χρώμα πράσινο ανοιχτό και ζωηρό, παράξενο σαν τ’ όνειρο στο
σκοτάδι. Η δέσμη απ’ αυτό το πράσινο φως ερχότανε κι έπεφτε πάνω στο κεφαλάρι
του σιδερένιου κρεβατιού, στο οποίο βρισκότανε το κορίτσι. Με το που την είδε,
άνοιξε πιο πολύ τα μισόκλειστα βλέφαρά του.
-Γεια σου, μικρούλα,
είπε η δόνα Κλεμεντίνα. Πώς είσαι;
Το κορίτσι άρχισε να
κλαίει μ’ έναν τρόπο αχνό και σιωπηλό. Η δόνα Κλεμεντίνα την πήρε αγκαλιά και χάζεψε
το κιτρινωπό της προσωπάκι, ανάμεσα στις μαύρες κοτσιδούλες.
-Να το ξέρετε, είπε
το κορίτσι, ο Πασκουαλίν είναι κακός. Είναι γαϊδούρι. Πείτε του εσείς να μου
γυρίσει την «Πίπη», που βαριέμαι χωρίς την «Πίπη»…
Συνέχιζε να κλαίει. Η
δόνα Κλεμεντίνα δεν ήτανε συνηθισμένη να μιλάει σε παιδιά, και κάτι το παράξενο
έσφιγγε τον λαιμό της και την καρδιά της.
Έφυγε από κει,
σιωπηλά, κι έψαξε τον Πασκουαλίν. Καθότανε στον δρόμο, με την πλάτη του ν’
ακουμπά στον τοίχο του σπιτιού. Ήτανε ξυπόλητος και τα μαυρισμένα πόδια του, γυμνά,
αστραποβολούσανε στον ήλιο σαν δυο κομμάτια από μπρούτζο.
-Πασκουαλίν, είπε η
δόνα Κλεμεντίνα.
Το αγόρι σήκωσε προς
το μέρος της το φοβητσιάρικο βλέμμα του. Οι κόρες στα μάτια του ήτανε γκρίζες,
πολύ κοντά μεταξύ τους, και το μαλλί του, πλούσιο σαν κοριτσιού, απλωνότανε
πάνω κι από τ’ αυτιά.
-Πασκουαλίν, τι
έκανες με την κούκλα της αδελφής σου; Να της την γυρίσεις.
-Έλα! Την κούκλα
λέει! Νάτα μας τώρα!
Έκανε στροφή και
κίνησε για το σπίτι, μουρμουρίζοντας.
Την επομένη μέρα, η
δόνα Κλεμεντίνα επισκέφτηκε πάλι το κορίτσι. Μόλις την είδε, λες κι επρόκειτο
για συνένοχο, η μικρή τής μίλησε για την «Πίπη»:
-Να μου φέρει την
«Πίπη», πείτε του κι εσείς, να την φέρει…
Το κλάμα ανασήκωνε το
στήθος του κοριτσιού, γέμιζε δάκρυα το πρόσωπο του, που τρέχανε αργά ως την
κουβέρτα.
-Θα σου φέρω εγώ μια
κούκλα, μην κλαις.
Η δόνα Κλεμεντίνα
είπε στον άντρα της το βράδυ:
-Θα πρέπει να κατέβω
στο Φουενμαγιόρ, για ψώνια.
-Κατέβα, είπε ο
γιατρός, με το κεφάλι χωμένο στην εφημερίδα.
Στις έξι το πρωί η
δόνα Κλεμεντίνα πήρε το λεωφορείο της γραμμής και στις έντεκα κατέβηκε στο
Φουενμαγιόρ.
Στο Φουενμαγιόρ
υπήρχαν μαγαζιά, αγορά, κι ένα μεγάλο παζάρι που λεγόταν «Ελ Ιντεάλ». Η δόνα
Κλεμεντίνα είχε μαζί της τις μικρές της οικονομίες, τυλιγμένες σ’ ένα μετάξινο
μαντίλι. Στο «Ιντεάλ» αγόρασε μια κούκλα με κατσαρό μαλλί και κάτι στρογγυλά κι
επίμονα μάτια, που της φάνηκε υπέροχη. «Η μικρή θα χαρεί πραγματικά», σκέφτηκε.
Της κόστισε περισσότερο απ’ ό,τι φανταζότανε, όμως την πλήρωσε με την καρδιά
της.
Νύχτωνε πια όταν
έφτασε στο χωριό. Ανέβηκε τη σκάλα και, μ’ ένα ίχνος ντροπής για τον εαυτό της,
παρατήρησε πως η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Η κυρά Μεδιαβίγια ήτανε πια σπίτι,
ετοιμάζοντας το βραδινό. Μόλις την είδε, σήκωσε τα δυο της χέρια.
-Αχ, εσείς, δόνα
Κλεμεντίνα! Θεός φυλάξοι, μην με παρεξηγήσετε που σας υποδέχομαι έτσι! Ποιος να
το ’λεγε…!
Σταμάτησε τα
επιφωνήματα.
-Ερχόμουν να δω τη
μικρή, της έφερα ένα παιχνίδι…
Άφωνη από τη
σαστιμάρα, η Μεδιαβίγια την έβαλε μέσα.
-Αχού, καημενούλα
μου, κοιτά ποιος ήρθε να σε δει…
Το κορίτσι σήκωσε το
κεφάλι από το μαξιλάρι. Η φλόγα απ’ το καντήλι του λαδιού, καρφωμένο στον
τοίχο, τρεμόσβηνε, κιτρινωπή.
-Κοίτα τι σου φέρνω:
σου φέρνω μια άλλη «Πίπη», πολύ πιο όμορφη.
Τα μαύρα μάτια του
κοριτσιού είχανε γεμίσει από ένα φως καινούριο που σχεδόν ομόρφαινε το άσχημο
προσωπάκι της. Ένα χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται, που πάγωσε αμέσως μόλις
κοίταξε την κούκλα. Άφησε το κεφάλι να πέσει και πάλι στο μαξιλάρι, κι άρχισε
να κλαίει αργά και σιωπηλά, ως συνήθως.
-Δεν ειν’ η «Πίπη»,
έλεγε. Δεν ειν’ η «Πίπη».
Η μάνα της άρχισε να
ουρλιάζει:
-Κοιτάτε τη χαζή!
Κοιτάτε, την αχάριστη! Αχ, για το Θεό, δόνα Κλεμεντίνα, μην δίνετε σημασία, η
δεσποινίς από ’δω μας βγήκε καθυστερημένη…!
Τα βλέφαρα της δόνα
Κλεμεντίνα πετάρισαν. (Όλοι στο χωριό ήξεραν πως ήτανε γυναίκα ντροπαλή και
μοναχική, και της είχανε μια κάποια συμπόνια).
-Δεν πειράζει, κοπέλα
μου, είπε, μ’ ένα χαμόγελο χλωμό. Δεν πειράζει.
Βγήκε έξω. Η κυρά
Μεδιαβίγια έπιασε την κούκλα ανάμεσα στα τραχιά της χέρια, λες κι επρόκειτο για
κάποιο λουλούδι.
-Αχ, μανούλα, τι
ωραίο πράμα ειν’ τούτο! Κοιτάτε τη χαζή ετούτη…!
Την επομένη μέρα η
δόνα Κλεμεντίνα μάζεψε από το κτήμα ένα ξερό κλαδάκι και το τύλιξε μ’ ένα
ρετάλι.
Ανέβηκε να δει το
κορίτσι:
-Σου ’φερα την «Πίπη»
σου.
Το κορίτσι σήκωσε το
κεφάλι με τη ζωντάνια της προηγούμενης μέρας. Και πάλι, η θλίψη ανέβηκε στα
μάτια της.
-Δεν ειν’ η «Πίπη».
Μέρα με τη μέρα, η δόνα
Κλεμεντίνα έραβε τη μία «Πίπη» μετά την άλλη, δίχως αποτέλεσμα. Μεγάλη
στενοχώρια την κατέκλυζε, και το χαμπέρι έφτασε στ’ αυτιά του δον Λεόνσιο.
-Άκουσε, γυναίκα: να
μην ξανακούσω σαχλαμάρες σαν και δαύτες… Δεν είμαστε δα, στις μέρες μας, να
γινόμαστε κι ο περίγελος του χωριού! Να μην ξαναδείς αυτό το κορίτσι: θα
πεθάνει, ούτως ή άλλως…
-Θα πεθάνει;
-Φυσικά, πού γιατρειά!
Δεν υπάρχει δυνατότητα οι Μεδιαβίγια να σκέφτονται κάτι άλλο… Θα ’ναι καλυτέρα
για όλους!
Έτσι λοιπόν, αμέσως μόλις
μπήκε το φθινόπωρο, το κορίτσι πέθανε. Η δόνα Κλεμεντίνα ένιωσε μια μεγάλη
στενοχώρια, κει μέσα της, κει όπου μια μέρα τής γεννήθηκε η τόσο τρυφερή
περιέργεια για την «Πίπη» και τη μικρή μανούλα της.
Ήταν την επομένη
άνοιξη, με τους πάγους να ’χουνε πλέον λιώσει, όταν ένα πρωινό, ψαχουλεύοντας
στο χώμα, κάτω απ’ τις δαμασκηνιές, εμφανίστηκε το ξερό κλαδάκι, τυλιγμένο μες
στο κομμάτι του από ρετάλι. Ήτανε καμένο απ’ το χιόνι, εύθραυστο, και το
κόκκινο χρώμα του υφάσματος το ’χε γυρίσει σε ροζ ξεθωριασμένο.
Η δόνα Κλεμεντίνα
πήρε την «Πίπη» ανάμεσα στα δάχτυλα, την σήκωσε μ’ ευλάβεια και την κοίταξε,
κάτω απ’ τις χλωμές ακτίνες του ηλίου.
-Αλήθεια είναι,
μονολόγησε. Πόσο δίκιο είχε η μικρή! Τι υπέροχο θλιμμένο προσωπάκι που ’χει
αυτή η κούκλα!
Μετάφραση
στα ελληνικά: Γιώργος Χατζητριανταφύλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου