Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

"Συνομιλίες με φανταστικά πρόσωπα ,κατά προτίμηση νεκρούς και αγγέλους" του Αλέξανδρου Μιχαηλίδη



 Ο φίλος και συμφοιτητής Αλέξανδρος Μιχαηλίδης δωρίζει στο μπλογκ το δοκίμιο του "Συνομιλίες με φανταστικά πρόσωπα ,κατά προτίμηση νεκρούς και  αγγέλους". Πρόκειται για ένα στοχαστικό κείμενο-αναδρομή στην ισπανόφωνη λογοτεχνία ή μετα-λογοτεχνία (η ύπαρξη/ανάδειξη της λογοτεχνίας μέσα στην ίδια). Τον ευχαριστώ από καρδιάς.

 
metrogreece.gr
Κάποιο τυχαίο πρωινό μέσα στο προτσές του χρόνου ξυπνάμε αργοπορημένοι κοιτάζοντας τα πρόσωπά μας στο καθρέφτη. Μια παραπάνω ρυτίδα, ίσως. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα στη γωνία του γνωστού δρόμου , έξω στο κόσμο της εγρήγορσης νιώθουμε μια αλλόκοτη έκπληξη για πρόσωπα που κινούνται σε παράλληλες ή κάθετες πορείες με εμάς. Εφαπτόμαστε σχεδόν. Είναι φορές που νιώθουμε μια αυθόρμητη οικειότητα με πολλούς. Φανταζόμαστε, για να γίνω σαφέστερος ότι  υπάρχει έστω μια φευγαλέα κοινή οπτική, το ταξίδι , ο “δρόμος” κι αν όχι, κρατώ τα κοινά μορφολογικά εξωτερικά χαρακτηριστικά. Εν κατακλείδι, με άγνωστα-γνωστά πρόσωπα ήθελα να ασχοληθούμε, πείτε το προσωπικό στοίχημα, καθότι ένιωσα την ανάγκη ότι στα γραπτά τους έχει κατακαθίσει η σκόνη της λήθης και του φαύλου καιρού. 
 
Αν ο Οιδίποδας ήταν γιός της μοίρας της τυφλής που όρισαν οι θεοί στη πορεία της πτώσης ενός θρόνου, τότε ο Miguel de Cervantes ( 1547-1616 ) είναι ο “ κλειδοκράτορας ” ενός λόγου που εκφραστικά και νοηματικά θα θέσει τα θεμέλια της μοντέρνας γραφής και ίσως εξαιτίας του, όσο μεγαλόστομο κι ακούγεται, θα αλλάξει τους συσχετισμούς πάνω στις έννοιες, ρεαλιστικό και φανταστικό. Βρισκόμαστε στον 17ο αιώνα που για την Ισπανία θεωρείται η περίοδος του χρυσού αιώνα των γραμμάτων ,ο αιώνας του μπαρόκ, ο οποίος δεν λειτουργεί ως τέτοιος, αφού είναι έκδηλη μια δυσπιστία ,απαισιοδοξία και προβληματισμός από το γεγονός ότι η Ισπανία, απ την στιγμή της ενθρόνισης του Felipe III,χάνει την ηγεμονική πρωτοκαθεδρία  και την θέση της παίρνει η Γαλλία[1]. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η λογοτεχνική έκφραση και γενικά η τέχνη, θα αποκτήσει  αντικρουόμενα  χαρακτηριστικά. Από τη μία, ως κοντραπούντο ισχύει μια “εύθυμη αναισθησία” κι απ την άλλη, ο σκεπτικισμός, ο οποίος θα επαναφέρει την θρησκευτική συνείδηση του καθολικισμού στον υπέρτατο βαθμό.

Σε αυτό το διαμορφωμένο τοπίο ο Cervantes,θα εισάγει στη λογοτεχνική παλέτα ,έναν ιδιόμορφο χαρακτήρα, τον Δον Κιχώτη, ο οποίος μπολιάζει την ιδιαιτερότητα ενός ευγενούς ,αναγεννησιακής καταβολής ( εξευγενισμένη γλώσσα ,ιπποτικά χαρακτηριστικά ). “Πυξίδα” του δεν είναι η προσήλωση  στο πατριωτικό καθήκον ,όπως έκαναν άλλοι ιππότες πρωταγωνιστές αναγεννησιακών ποιητικών συλλογών ( Amadises ), αλλά ο άκρατος ιδεαλισμός υποκινούμενος απ τη κινητήρια δύναμη του έρωτα.  Κοντά του ο πραγματιστής Σάντσο, a priori πιστός στις ατέλειες του ρόλου του κοντόφθαλμου υπηρέτη. Προσδοκά το υψηλότερο υλιστικό όφελος, και μόνο προς το τέλος, αρχίζει να συμπεριφέρεται όπως ο Δον Κιχώτης, με αυτοθυσία και αλτρουισμό. Σε τοπία διανθισμένα με ανεμόμυλους, οροσειρές, σπηλιές,  ο Cervantes εμποτίζει το κείμενο με την αρετή του τρελού. Παρόμοιος όρος, με αυτόν που χρησιμοποίησε περίπου τρείς αιώνες αργότερα, ο Νίκος Καζαντζάκης σκιαγραφώντας τον ήρωα: “ …όλη η ζωή παραπονιάρης μύθος στου νου του την ανέμη ακροτυλίχτη ∙ κι αυτός απ του Θεού κινάει το βύθος, μες στου ονείρου σφαράζοντας το δίχτυ και μπαίνει στο βασίλειο της καλής του. Συνάστερο το μέγα μεσανύχτι θρηνιέται και μαδάει κατακορφής του∙ μα αυτός ,βουβός,το μαύρο σπιρουνίζει, κι αγάλια ,ξεπνεμένος,της ψυχής του το ανέλπιδο ανηφόρι ανηφορίζει”[2]  

nyork.cervantes.es
Ο Δον Κιχώτης αναπνέει με στόχο ένα ουτοπικό όνειρο ,το οποίο θα τον οδηγήσει στη παράκρουση. Ο Cervantes,θέλοντας να βρει τον ιδανικότερο τρόπο αθανασίας του δημιουργήματος του, θα εφεύρει τον Alonso Quijano, όταν ήδη ο Δον Κιχώτης αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι είναι νεκρός, κι ότι το πρόσωπο που τον υποδύεται ανήκει κάπου αλλού. Τότε ακριβώς, τοποθετεί τη μάσκα του θανάτου. Δεν έχει επαφή με τον πραγματικό χρόνο. Σύμφωνα με τον Octavio Paz ( 1914-1998, μεξικανός δοκιμιογράφος ) εκείνη ακριβώς τη στιγμή της φυγής  ταυτίζεται ο Baudelaire, σκιαγραφώντας ως “ trou  ” το κενό.[3]
 
Είναι ανεπανάληπτος ο τρόπος που ο Cervantes μέσω του Δον Κιχώτη αντιμετωπίζει το τέλος. Δεν σαστίζει, ούτε  βλέπει τον θάνατο με θεολογική ρητορία. Σας παραθέτουμε το εδάφιο με τα τελευταία του λόγια, απευθυνόμενος στον Σάντσο: “ Συγχώρεσε με φίλε,  την ευκαιρία που σου έδωσα να νιώσεις τρελός όπως εγώ, κάνοντας σε να πέσεις στο λάθος στο οποίο έπεσα κι εγώ, ότι υπήρξαν και υπάρχουν και τώρα ευγενείς περιπλανώμενοι ιππότες στον κόσμο. ”[4]

Ένα επίσης ανεξίτηλο δείγμα γραφής ,γεμάτο εμβρίθεια και βεβαίως, μια υπαρκτή δόση μεταφυσικής οπτικής εμπεριέχει ο επίσης ισπανός, Francisco de Quevedo ( 1580-1645 ). Μια αινιγματική προσωπικότητα των γραμμάτων της περιόδου του ισπανικού μπαρόκ, κατάφερε να φτάσει τα δίπολα ως τα άκρα. Αντιπαραβάλει στην έννοια θάνατος, την έννοια έρωτας, στο εξαιρετικό του σονέτο , Amor constante más alla de la muerte ( Ο πιστός έρωτας πιο πέρα απo το θάνατο ) .Στη τελευταία στροφή του σονέτου η δύναμη της μεταφυσικής οπτικής φαίνεται στις λέξεις που χρησιμοποιεί: “ .. το σώμα του θα εγκαταλείψει ,όχι τη φροντίδα του, στάχτη  θα ναι και θα χει σημασία, σκόνη θα γίνει, μια σκόνη που θα περιέχει έρωτα[5]  ”. Οι προσωποποιήσεις του ποιητή ,όσον αφορά την διατύπωση της έννοιας του θανάτου, ως postrera sombra: κατοπινή σκιά, ribera: όχθη ,ή ακόμη ως ley severa: αυστηρός νόμος, δεν μας αφήνουν αδιάφορους. Η επιτηδευμένη αισθητική του ( conceptismo   ) βασίζεται απ τη μία στο αισθητικό ιταλικό μοντέλο ,μάλιστα μέντορας του υπήρξε ο Σενέκας ,όμως η άλλη του πλευρά, ανιχνεύεται και σε μορφή ποίησης αλλά και σε φωτεινά κομμάτια πρόζας, όπως κάποια χαρακτηριστικά εδάφια απ το έργο του, los Sueños ( Όνειρα ).

Στα «Όνειρα», ο λόγος του Quevedo  αποκτά σατιρική χροιά, και παρότι ρίχνει κλεφτές ματιές στο Δάντη: Juicio Final,  “....νιώθει ρίγος με τον τρόπο με τον οποίο ,οι ψυχές εκδιώχνονται  απ τα σώματα, άλλες αηδιασμένες άλλες φοβισμένες, απ τα παλιά τους σαρκία. Παρακολουθεί την προνοητικότητα του Θεού, ο οποίος ανακατεύοντας τους μεν με τους δε , θα ανακαλύψει ότι κανείς ,ίσως από σφάλμα στο μέτρημα δεν πρόβαρε τα πόδια ή τα άλλα μέλη των διπλανών του. ”[6]. Υποκλινόμαστε  στο κυνικό  μεγαλείο των “ ονείρων ” ,τα οποία  δημοσιεύονται το 1626.  Στον Quevedo, η συμπύκνωση γλώσσας και ποίησης παράγει λεπτές δυαδικότητες, όπου ο σαρκασμός συνυπάρχει με τη διδακτική χροιά και η γιορτινή πλευρά του κόσμου με την έλξη που αποπνέει η ποιότητα του λόγου του, συνδυασμός που  θυμίζει ιστό αράχνης .Είναι απλά μοναδικός.[7]
 
Μετακινούμενοι με τη σκάλα του χρόνου μεταφερόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του  1950, ατενίζοντας το διήγημα του Gabriel García Márquez, “ Un señor muy viejo con alas enormes[8]. Ο συγγραφέας βιώνει τα “ απόνερα ” ενός νοσηρού πολιτικο-κοινωνικού σκηνικού που έχει διαμορφωθεί στη χώρα του, τη Κολομβία ήδη από το 1948,που έχει ως συνέπεια όλο το σκοτεινό “ κλίμα ” να μεταφερθεί στο έργο του σε αυτή τη πρώτη του λογοτεχνική περίοδο.  Η ιστορία αυτού του εκμαυλιστικού πονήματος , μέχρι σημείου παράκρουσης ,αναφέρεται στην οικογένεια του Πελάγιο και της Ελισέντα , ενός ζευγαριού κάπου στη Καραϊβική. Κοντά τους θα προσγειωθεί ένα αφύσικο “όν” ,με βρώμικα ρούχα , μαδημένο κεφάλι , σπασμένα δόντια , μώλωπες και λερωμένα φτερά αγγέλου.[9]

literatura-tecnologia-jovenes.blogspot.com
Το “ όν ” δεν μίλαγε κάποιο γνώριμο ιδίωμα, απλά γίνεται αποδεκτό απ το ζευγάρι γιατί είχε “ όμορφη φωνή ταξιδευτή  ”- λογοτεχνική επινόηση του συγγραφέα, που από εδώ και στο εξής, θα γνωρίσει στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, τον όρο , Realismo mágico ( Μαγικός Ρεαλισμός ). Στο συγκεκριμένο διήγημα, απλά ψηλαφιούνται οι πρώτες ενδείξεις της τεχνοτροπίας του, που θα μετεξελιχθεί και θα κατασταλάξει στο έργο , Cien años de soledad (1967). Ο García Márquez στο διήγημα μας, χρησιμοποιεί σχεδόν απ την αρχή ως το τέλος, ένα τρόπο αφήγησης σε χρόνο παρελθοντικό- όπου το “ παιδί ” μόλις είχε γεννηθεί ή ακόμη, όταν το παιδί πήγε σχολείο. Σαρκασμός και θυμηδία θα προκαλέσει ο εγκλεισμός του σε κοτέτσι-κλουβί και ο λιθοβολισμός του απ την κοινωνία του χωριού. 

 Ο συγγραφέας θα επιχειρήσει μια έμμεση γελοιοποίηση της θρησκευτικής εξουσίας, στη σκηνή που ο παπάς  αντικρίζοντας το όν ,αποφαίνεται πως παρά τις εξεζητημένες προσπάθειές του, το όν δεν νιώθει τη γλώσσα του Θεού. Ο οπορτουνισμός και η φιλαργυρία θα ξεπεράσει κάθε λογική, όταν το ζευγάρι θα κόψει εισιτήριο σε όποιον ήθελε να δει τον Άγγελο. Η υποτίμηση του Αγγέλου θα φανεί με την εμφάνιση μιας γυναίκας αράχνης, που ξέχωρα για την υπερβολή πολύ του γούστου του συγγραφέα, θα τονιστεί η αυξανόμενη αδιαφορία του κόσμου για το ακανόνιστο των θαυμάτων. Τα θαύματα, όπως αποκαλούσαν οι κάτοικοι, τους φαίνονταν ως χλευασμός. Σε αυτό τον ιδιότυπο επίγειο κόσμο ,ο συγγραφέας  δίχως άλλο, θα επινοήσει μια επίγεια κόλαση σε αντιπαραβολή με τον κόσμο του αγγέλου, ο οποίος χλευάζεται ,πετροβολείται και ματώνεται.[10]

Όταν πια ο Άγγελος αποσυντίθεται όλα επιστρέφουν στην αρχική τους μονοτονία. Δεν υπάρχει ο “ διαφορετικός ” ανάμεσά τους ,κι απλά η επίσκεψη του θα συντηρηθεί στο τετραγωνισμένο μυαλό τους ως μια απλή αναφορά στον θαλάσσιο ορίζοντα. Ο κόσμος του Γκαρσία Μάρκες, είναι τόσο ελκυστικά  “ μαγευτικός ” που οι λέξεις περιττεύουν.

Ολοκληρώνοντας την ιδιότυπη αυτή συνάντηση   με τους δημιουργούς και τα πρόσωπα που επιλέχθηκαν ,δεν μπορούμε να μείνουμε αμέτοχοι μπροστά στη δημιουργία του Αργεντινού συγγραφέα, Julio Cortázar ( 1914-1984 ). Παίρνοντας τις κατευθυντήριες συνιστώσες του ιδίου στη συλλογή διηγημάτων, Final del juego (1964) [11] και ειδικότερα στο διήγημα, La noche boca arriba[12], βεβαιωνόμαστε ότι υπάρχει μια ξεκάθαρη κατεύθυνση απ τη πλευρά του να σβήσει τα γνωστικά όρια, τα οποία έχουν επιβληθεί στην ανθρώπινη σκέψη από την φιλοσοφία και επιστήμη του 19ου αιώνα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως ο όρος boom στην λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, ουσιαστικά θα σημάνει ένα restart στη δυναμική με την οποία, η λατινοαμερικάνικη σχολή, θα εκλάβει νέα στιλιστικά δεδομένα που ακολούθως θα σας  παραθέσουμε.[13]
Ο κοσμοπολίτης γενικότερα, Χούλιο Κορτάσαρ  θα εισάγει:
Α. ένα παράξενο γεγονός εν μέσω ενός κοινότυπου τόπου ( ένα τροχαίο ατύχημα στη μέση μιας πόλης )
Β. εξέλιξη των ιδεών υπό το πρίσμα ενός ανακλητού ονείρου ή εφιάλτη
Γ. ανταλλαγή ή καλύτερα, ετεροδανεισμός χαρακτηριστικών μεταξύ των πρωταγωνιστών του. Ο α γίνεται β, και ο β επανέρχεται στα χαρακτηριστικά του α.
Δ.  διαρκή εναλλαγή του κοινώς εννοούμενου χρόνου ,χαρακτηριστικό που ανιχνεύσαμε και στον García Márquez . Έτσι παρελθόν, παρόν και μέλλον αναμιγνύονται.
Ε. υπερβολική έκθεση του χρονικού ορίζοντα και του τόπου, χαρακτηριστικό του  συγγραφέα που επιτρέπει στον πρωταγωνιστή  να σκέπτεται και να δρα νοητικά στις διαφοροποιημένες  χρονικά αιτιακές  συνθήκες.[14]

Η ιστορία της “Μιας νύχτας ανάσκελα” επικεντρώνεται στη διήγηση του ατυχήματος ενός μοτοσικλετιστή ,το χειρουργείο και την ανάρρωσή του στον ορίζοντα μιας μοντέρνας πόλης. Καθώς ο ανώνυμος πρωταγωνιστής αναρρώνει στην εντατική του νοσοκομείου, αρχίζει να βλέπει μια σειρά από όνειρα που του προκαλούν τρομερό δέος. Φτάνει δηλαδή στο σημείο, να καταλαβαίνει πράγματα τα οποία κοινώς, δεν μπορούν να εξηγηθούν υπό το πρίσμα μόνο του ονειρικού: “….Ως όνειρο ήταν παράξενο γιατί ήταν γεμάτο μυρωδιές, κι αυτός ποτέ δεν ονειρευόταν μυρωδιές.”. Κι ύστερα ακολουθεί η εκτροπή του συγγραφέα από ένα κοινότυπο δωμάτιο νοσοκομείου στη μεταφορά του πρωταγωνιστή στο επίκεντρο μάχης φυλών της προκολομβιανής Αμερικής, μεταξύ Αζτέκων και Μοτέκων.


lautarodelgado.bligoo.com
Συνοψίζοντας, ο πρωταγωνιστής  μεταφέρεται από το όνειρο του πόνου σε ένα άλλο όνειρο, όπου ως πολεμιστής Μοτέκα γλιτώνει σε πρώτη φάση τον θάνατο. [15] Σε δύσκολα σημεία της αφήγησης κι ενώ εξελίσσεται η δράση και η καταδίωξη του πολεμιστή Μοτέκα στους βάλτους και στα αρχέγονα μονοπάτια, το μαγικό ραβδάκι του συγγραφέα ξυπνά τον μοτοσικλετιστή απ τον εφιάλτη του. Δεν μας δίνει καμία ξεκάθαρη πληροφορία γιατί επαναλαμβάνεται τόσο τακτικά ο εφιάλτης αυτός, που θέτει τον άνθρωπο αυτό, σε τέτοιο κίνδυνο και αβεβαιότητα .Και ορθώς πράττει κατά τη γνώμη μας, γιατί η συγκεκριμένη υπερ-έκθεση στο αλλόκοτο απογειώνει τη γραφή και κρατά το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος.  Ήθελε να τρέξει ,όμως τα δυνατά ρίγη τυμπάνιζαν δίπλα του. Στο σκοτεινό μονοπάτι έψαξε το βήμα. Το πότε ακριβώς αισθάνθηκε το απεχθές φύσημα της μυρωδιάς που πάντα φοβόταν και πήδηξε απελπισμένος προς τα εμπρός.   Θα πέσετε απ το κρεβάτι-ψέλλισε ο άρρωστος απ το διπλανό κρεβάτι. Μη τραντάζεστε τόσο πολύ κολλητέ! Άνοιξε τα μάτια, ήταν απόγευμα με τον ήλιο ήδη κάτω απ τα παράθυρα της μακριάς σάλας…”[16] 

Ο μοτοσικλετιστής όσο και να θέλει να μείνει με τα βλέφαρα ανοιχτά και να περιηγηθεί με τα μάτια στα διπλανά κρεβάτια, στο μπουκάλι του ορού, στο δίσκο στο κομοδίνο δίπλα του δεν τα κατάφερε. Έτσι πιασμένος απ τους κυνηγούς του, οδηγείται στο βωμό προαισθανόμενος το τέλος του μυρίζοντας το αίμα του θυσιαστή του. Εκεί στο βωμό λοιπόν ως πολεμιστής  τοποθετείται  ανάσκελα με τα μάτια σφαλισμένα και γίνεται θυσία στους θεούς δίπλα στους αναμμένους πυρσούς.
  
Η γραφή του Julio Cortázar βρίσκει αιτίες και βάσεις διαλογιζόμενη με τα άκρα με σκοπό μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη των μικρών πραγμάτων . Οι επινοήσεις του βοήθησαν και θα βοηθήσουν περισσότερο το μάτι να γυμναστεί στο απρόβλεπτο, να διαλογιστεί με τα σύμβολα, τις κινούμενες εικόνες, στο χάος της προσωπικής  χρονικής του “ασυμμετρίας”  ως  σύνθεση ή ως τεμαχισμένη γραφή. Νιώθοντας ευγνώμονες ζωντανοί  υποσχόμαστε να επανέλθουμε σύντομα.
                                                                                 

                                                                        La literatura es mentir bien la verdad[17]
                                                                                               Juan Carlos Onetti


ΥΓ. Ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την Ειρήνη Οικονόμου για την ματιά της . Επίσης  τη καθηγήτρια μου στο β έτος του ΕΑΠ, María José Sánchez, η οποία μας πρωτοσύστησε τον Julio Cortázar ως γραφή, αλλά και την δασκάλα μου της ισπανικής λογοτεχνίας Virginia López Recio- Αγγελή, η οποία μου μετέδωσε τη φλόγα που εμπεριέχει η ισπανική λογοτεχνία διαμέσου των αιώνων.

Για παρατηρήσεις/σχόλια απ'ευθείας με τον συντάκτη του κειμένου, Αλέξανδρο Μιχαηλίδη:

alexalfarer@hotmail.com






[1] García López , Historia de la Literatura Española, ed.Vicens Vives,Barcelona,2009:260,261
[2] Καζαντζάκης Ν., Ταξιδεύοντας Ισπανία, εκδ. Καζαντζάκη,Αθήνα,2009:135-139
García López, op.cit. σς.282-283
[4] Barroso A..,et al., Introducción a la Literatura Española a través de los textos,vol.I,ed.Istmo,2001,Madrid:370-371
[5] “ …su cuerpo dejará,no su cuidado; serán cenizas más tendrá sentido/…más polvo enamorado. ” Ibíd,σ.416
[6] García López, op.cit. :316,317,322
[7] Barroso A. et al., op.cit :416-418
[8] “ Ένας κύριος πολύ ηλικιωμένος  με τεράστια φτερά” μτφ .δική μας
[9] Burgos F., El Cuento Hispanoamericano en el siglo XX, V.II :150-157
Καραγεώργου-Μπαστέα Χ., Guía de la Literatura de América Latina II,ΕΑΠ, Πάτρα,2002:139-140
[10] Ibid, σς.139-140
Oviedo J.M., Antología del cuento hispanoamericano del siglo XX , V.II (1920-1980):157-159
[11] « Τέλος του Παιχνιδιού»μτφ. δική μας
[12] «Η νύχτα ανάσκελα»μτφ .δική μας
[13] Chang R, Filer M., Voces de Hispanoamérica,Antología literaria ,ed Thomson Heinle, Boston 2004:412-413
[15] Íbid
[16] Cortázar J.,Los relatos .Ritos.Madrid:Alianza editorial,1984,p.3
[17]  “Λογοτεχνία είναι να βρίσκεις αληθοφανή ψέματα” ελεύθ .μτφ.