Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Ποδόσφαιρο vs. Λογοτεχνία: σχέση αγάπης, μίσους και φυσικά marketing


Την ημέρα του αγώνα της εθνικής ομάδας του Μεξικού με την αντίστοιχη της Βραζιλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου ανέβηκε στο Τουίτερ το εξής σχόλιο: «Αυτοί έχουν τον Κοέλιο, εμείς τον Ρούλφο. Κερδίζουμε στο πιο σημαντικό». Δεν γνωρίζω να σας πω ποια μπορεί να είναι η σχέση των δύο συγγραφέων με τον αγώνα ποδοσφαίρου των εθνικών τους ομάδων. Αυτό που γνωρίζω, όπως κι εσείς, είναι ότι ένα τόσο οικουμενικό γεγονός, όπως το Μουντιάλ, δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο ένα μεγάλο πλήθος επιχειρήσεων, μεταξύ αυτών και τους εκδοτικούς οίκους. Έτσι, η μεγάλη ποδοσφαιρική γιορτή μεταβάλλεται σε μια χρυσή ευκαιρία προώθησης των λογοτεχνικών προϊόντων, ειδικά σε χώρες με ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, ακόμη κι αν χρειαστεί να ποδοσφαιροποιηθεί το λογοτέχνημα ή να λογοτεχνισθεί το ποδόσφαιρο. Αδόκιμοι όροι σε μια, κατά πολλούς, αδόκιμη σχέση. Είναι όμως έτσι;
 
Όπως πολλοί μεγάλοι έρωτες, η σχέση λογοτεχνίας-ποδοσφαίρου, πέρασε την δική της περίοδο αντιπάθειας και αμοιβαίας υποτίμησης. Ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα όταν ο βρετανός ποιητής Τζόζεφ Ράντγιαρν Κίπλινγκ εκφράστηκε
μειωτικά για το σπορ και «τους μικρόψυχους που μπορούν να ικανοποιούνται με τους λασπωμένους ηλίθιους που το παίζουν». Σχεδόν πανομοιότυπη και η άποψη μιας μεγάλης μορφής των Γραμμάτων και της Διανόησης, σε παγκόσμιο επίπεδο, του αργεντινού Χόρχε Λουίς Μπόρχες: «το ποδόσφαιρο είναι δημοφιλές διότι η ηλιθιότητα είναι δημοφιλής.» (φώτο). Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο προσπάθησε να αποκωδικοποιήσει την ταραχώδη περίοδο της σχέσης: «το ποδόσφαιρο, για την Δεξιά  ήταν η απόδειξη ότι οι φτωχοί σκέφτονται με τα πόδια, για την Αριστερά είχε την ευθύνη του ότι δεν σκέφτονται.». Ο ουρουγουανός συγγραφέας θεωρείται σήμερα ένας από τους πρωτοπόρους όσον αφορά την επισημοποίηση της σχέσης, καθώς το 1995 με το έργο του El Fútbol A Sol Y Sombra (Το ποδόσφαιρο στον ήλιο και τη σκιά)* απέδωσε την κοινωνικο-πολιτική διάσταση του σπορ, γονιμοποιώντας την περίοδο απενοχοποίησης των περασμένων δεκαετιών.

Η εν λόγω περίοδος απενοχοποίησης ξεκινά στα μέσα του 20ου αιώνα όταν τόσο
το αναγνωστικό κοινό, όσο και το ποδοσφαιρικό ξεκινούν να πληθαίνουν με ρυθμούς πρωτόγνωρους, μια αμοιβαία εξάπλωση που –μοιραία- φέρνει τους δύο κόσμους πιο κοντά. Η αυξανόμενη δημοφιλία του σπορ καταφέρνει να αγκαλιάσει μεγάλες μορφές των Γραμμάτων και της Διανόησης, αποδίδοντάς του παράλληλα διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου. Ο γάλλο-αλγερινός Αλμπέρ Καμύ, νομπελίστας λογοτεχνίας το 1957, δεν διστάζει να δηλώσει: «Όλα όσα γνωρίζω για την ηθική και τις υποχρεώσεις του ανθρώπου τα χρωστώ στο ποδόσφαιρο». Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ακόμη πιο τολμηρός, όπως και η φύση των νεορεαλιστικών εικόνων που αναπαρήγαγε άλλωστε, χαρακτηρίζει τον πρώτο σκόρερ του πρωταθλήματος ως τον «καλύτερο ποιητή της χρονιάς». Αιρετικές τοποθετήσεις από αιρετικούς δημιουργούς και αναγνωρισμένους ανθρώπους του Πνεύματος˙ ανάλογες τους μπορεί να βρει κανείς δεκάδες από συγγραφείς-διανοούμενους όπως οι Γκαρσία Μάρκες, Μίλαν Κούντερα, Μάριο Μπενεντέτι, Βάργκας Γιόσα κ.α. Όλες τους αποδεικνύουν ότι από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα το κλίμα έχει αλλάξει άρδην.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, από τα μέσα της δεκαετίας των 90 η σχέση μας έχει επισημοποιηθεί. Αυτήν την περίοδο, η λογοτεχνική (εντός ή εκτός εισαγωγικών…) παραγωγή έχει πολλαπλασιαστεί, επακόλουθο μιας –επίσης- αυξημένης αναγνωστικής ζήτησης, με αποτέλεσμα την εξειδίκευση στην θεματολογία και την λαϊκοποίηση της συγγραφικής γλώσσας. Παράλληλα ή συνεπακόλουθα, παρατηρείται ένα είδος εισβολής της δημοσιογραφίας (και της αθλητικής) με έναν αξιόλογο αριθμό μυθιστορημάτων, λευκωμάτων, αφιερωμάτων κλπ., όλα λογοτεχνήματα-καρποί των γνώσεων του συγγραφέα-δημοσιογράφου. Το σίγουρο είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες το ζευγαράκι μας φωτογραφίζεται ανερυθρίαστα παντού: σε εκθέσεις βιβλίου, προθήκες βιβλιοπωλείων, παρουσιάσεις νέων τίτλων, λίστες ευπωλήτων. Φυσικά, στο ρομάντσο δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι κακές πεθερές οι οποίες υπογραμμίζουν το εφήμερο της σχέσης, λόγω του ότι αυτή είναι προϊόν μόδας κι όχι αληθινού έρωτα, κάτι ανάλογο με τις φωτογραφίες διαφόρων πρόσωπων της show-biz που αποθανατίζονται σε τρυφερά ενσταντανέ «εν αγνοία τους» προκειμένου να υπενθυμίσουν την ύπαρξή τους… Άλλες κακές γλώσσες πάλι επισημαίνουν, σε ένα γενικότερο πλαίσιο πέραν του καθεαυτού ποδοσφαιρικού, ότι αυτή η σύγκλιση του καλλιτεχνικού με το λαϊκό, ουδέποτε ωφέλησε το δεύτερο παρά μόνο έβλαψε το πρώτο. Ο περουβιανός Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, συγγραφέας του Abril Rojo** (βραβείο Alfaguara 2006) δεν φαίνεται να συμφωνεί, καθώς «υπάρχουν τρία οικουμενικά θέματα: ο έρωτας, ο θάνατος και το ποδόσφαιρο». Όπως και να έχει, η παγκόσμια οικονομική κρίση που έχει πλήξει σφοδρότατα (και) τον εκδοτικό χώρο αποτελεί ήδη ένα crash-test για την σχέση, κάτι σαν τις πρώτες διακοπές μαζί (το ζευγάρι μας είναι παραδοσιακό: πρώτα επισημοποίηση, μετά διακοπές παρέα…).

Στην χώρα μας την μερίδα του λέοντος, στον χώρο της ποδοσφαιρικής λογοτεχνίας, κατέχουν συγγραφικά εγχειρήματα ανθρώπων της δημοσιογραφίας, όχι μόνο της αθλητικής. Έχω διαβάσει –για προφανείς λόγους (…)- τα: Οιδίπους σέντερ-μπακ (2003) του Κωνσταντίνου Καμάρα, Το γαμώτο ενός Παναθηναϊκού (2010) του Χριστόφορου Κάσδαγλη και 20 χρόνια ταξίδια με τον Παναθηναϊκό (2003) του Μένιου Σακελαρόπουλου. Τα δύο πρώτα είναι αφηγήματα, στο δρόμο που χάραξε το παγκοσμίως ευπώλητο Fever Pitch***, το τρίτο είναι λεύκωμα από τις εμπειρίες του ρεπόρτερ. Δεν σας τα προτείνω καθώς πρόκειται για αναγνώσματα ανεκδοτικού χαρακτήρα με έντονο το αυτό-βιογραφικό στοιχείο που απευθύνονται σε αναγνώστες συγκεκριμένων προτιμήσεων (sic). Παράλληλα, υπήρξαν και αμιγώς λογοτέχνες που συνέγραψαν μυθιστορήματα με θέμα το ποδόσφαιρο όπως οι Κώστας Χατζηαργύρης (1957) Ο δρόμος προς την δόξα, Μένης Κουμανταρέας Η φανέλα με το 9 (1986) ,   Διονύσης Χαριτόπουλος Θρύλος. Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι  (1989), ο Δημήτρης Μίγγας, Στα ψέματα παίζαμε (2005). Δεν τα έχω διαβάσει, δεν έχω άποψη.

Για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε, με ευχαριστεί το γεγονός ότι δεν συνάντησα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναρτήσεις στα ελληνικά αναλόγου ύφους με αυτό που ανέφερα στην εισαγωγή. Ομολογώ ότι θα με ξένιζε δυσάρεστα αν π.χ. την ημέρα του αγώνα των εθνικών ομάδων της Ελλάδας με την Κολομβία βρισκόμουν αντιμέτωπος με μια ανάρτηση στο Facebook του τύπου «Εμείς Καζαντζάκη, εσείς Γκαρσία Μάρκες. Τι να μας πείτε ρεεε;;;». Έχει και τα (λίγα) καλά του το να ζεις σε μια χώρα με περιορισμένο, σε σχέση με άλλες, αναγνωστικό κοινό! Όχι ότι ανήκω στις κακές πεθερές που διαβλέπουν το ασύμβατο της σχέσης ποδοσφαίρου-λογοτεχνίας. Αντιθέτως, πιστεύω ότι κάθε θέμα, όσο απλοϊκό, καθημερινό, πεζό κι αν είναι, μπορεί να αποτελέσει λογοτεχνική επιλογή και ότι η ποιότητα του καλλιτεχνικού αποτελέσματος δεν καθορίζεται τόσο από το θέμα αυτό καθεαυτό, όσο από τον τρόπο χειρισμού, προσέγγισης και αποτύπωσης του. Ταυτόχρονα, προσυπογράφω την ρήση της εικόνας κάτω: «Το να μισείς το ποδόσφαιρο δεν σε κάνει [αυτόματα] διανοούμενο» Παρόλα αυτά, η ποδοσφαιροποίηση της γλώσσας κάθε είδους είναι κάτι που με ενοχλεί. Ίσως και από βίτσιο… 

     


* Κυκλοφορεί στα ελληνικά ως Τα χίλια προσωπα του ποδοσφαίρου από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
** Κυκλοφορεί στα ελληνικά ως Κόκκινος Απρίλης από τις εκδόσεις Καστανιώτη
*** Bιβλίο οδοιπορικό της ζωής του βρετανού Nick Hornby ως οπαδού της λονδρέζικης Arsenal. Κυκλοφορεί στη χώρα μας ως Ο πυρετός της μπάλας από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Σας το συστήνω ανεπιφύλακτα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου