Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

No (2012) του Πάμπλο Λαρραϊν

No (2012)

του Πάμπλο Λαρραϊν
 

με τους Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Αλφρέδο Κάστρο, Αντονία Σέγκερς, Αλεχάντρο Γκόιτς, Ρικάρντο, Λούις Γκνέκο, Νέστορ Καντιγιάνα



Στην Χιλή του 1988, ο δικτάτορας Αουγκούστο Πινοτσέτ (Πινότσο για τους αντιφρονούντες) παραχωρεί δημοψήφισμα, κατόπιν διεθνών πιέσεων, προκειμένου να αποφασίσει ο λαός αν θα παραμείνει (Sí) στην εξουσία ή όχι (No). Στον ένα μήνα προεκλογικής περιόδου, τόσο το δικτατορικό καθεστώς, όσο και η αντιπολίτευση (συνασπισμός 17 κομμάτων από την κεντροδεξιά ως την άκρα αριστερά) θα έχουν στην διάθεση τους 15 λεπτά τηλεοπτικού χρόνου για να προβάλουν τις θέσεις τους. Ένας επιτυχημένος διαφημιστής, ο Ρενέ Σααβέδρα (Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ), αναλαμβάνει το στήσιμο των τηλεοπτικών σποτς της αντιπολίτευσης, ενώ το αφεντικό του (Αλφρέδο Κάστρο) αυτών του καθεστώτος…


Ο σκηνοθέτης Πάμπλο Λαρραϊν δημιουργεί μια ντοκουμενταριστικού ύφους ταινία στην οποία καταφέρνει να προσδώσει μια έντονη μυρωδιά 80ίλας τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην φόρμα. Όσον αφορά την φόρμα, οι λάτρεις της δεκαετίας θα έχουν την ευκαιρία να ξαναθυμηθούν την τηλεόραση, την μουσική, τις ενδυματολογικές και κομμωτικές προτιμήσεις της περιόδου. Με συγκίνησε το t-shirt του Γκαρσία Μπερνάλ με τη λεζάντα Mexico 86 και το ρολόι των γυμνασιακών μου χρόνων, "ηλεκτρονικό με φωτάκι", στο χέρι της συζύγου του. Σημειώστε δε ότι τα τηλεοπτικά σποτς που προβάλλονται στην ταινία είναι τα αυθεντικά, δηλ. αυτά που προβλήθηκαν στην χιλιανή τηλεόραση κατά την εν λόγω προεκλογική περίοδο.


Ωστόσο, το πραγματικό ενδιαφέρον της ταινίας έγκειται στο περιεχόμενο της. Παρότι το θέμα της φαίνεται να αναφέρεται στο  τέλος της δικτατορίας Πινοτσέτ, στη πραγματικότητα αναφέρεται στην αρχή της εισβολής της διαφήμισης στην πολιτική ή -σαφέστερα- στον πολιτικό λόγο κι επικοινωνία. Οι παλιότεροι θα θυμηθούν όρους όπως γκρίζα διαφήμιση, σε κάποιους μπορεί να ξυπνήσουν και μνήμες του ελληνικού «βρώμικου ‘89» (μου πήρε μισή ώρα να αποφασίσω αν θα χρησιμοποιήσω εισαγωγικά στον όρο…), λόγω και της χρονολογικής αντιστοιχίας. Οι νεότεροι θα προσδιορίσουν την απαρχή άλλων τακτικών, όπως αυτής των επικοινωνιακών τρικς, που συνεχίζουν να ταλανίζουν (κι) εμάς τους παλαιότερους. Από την μια η πραγματικότητα των εκτελέσεων, βασανισμών, εξοριών, εξαφανίσεων κι από την άλλη η ανάγκη του κόσμου για (ψευδ)αίσθηση ευδαιμονίας, ευημερίας, ασφάλειας. Επ’αυτού δυο χαρακτηριστικές ατάκες της ταινίας: «Τώρα είμαι καλά. Δουλεύω εγώ και η κόρη μου, ενώ ο γιος μου σπουδάζει στο πανεπιστήμιο.» (καθαρίστρια δικαιολογεί την πρόθεση της να ψηφίσει Πινοτσέτ) και «Καταλαβαίνω μέχρι ενός σημείου την σημειολογία της διαφήμισης […] Όμως εδώ επιχειρείται μια καμπάνια αποσιώπησης […] Να πάτε να γαμ…τε όλοι!» (σε σύσκεψη κορυφής της αντιπολίτευσης, ένα στέλεχος της αριστεράς διατυπώνει την δυσαρέσκεια του ως προς το προφίλ της καμπάνιας). Επίσης, νεότεροι και παλαιότεροι θα καταλάβουμε ότι έννοιες όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, ειρήνη κι ευημερία δεν μετρούν περισσότερο, στο νεότερο επικοινωνιακό γίγνεσθαι, από τα χαρακτηριστικά ενός οποιουδήποτε προϊόντος που προβάλλεται διαφημιστικά, π.χ. ενός νέου αναψυκτικού ή μιας νέας τηλεοπτικής σαπουνόπερας…

   

Στον επίλογο κρίνω σκόπιμο να παραθέσω ένα απόσπασμα από το άρθρο La civilización del espectáculo (Ο πολιτισμός του θεάματος) στο περιοδικό Letras libres τον Φεβρουάριο του 2009 του περουβιανού συγγραφέα Μάριο Βάργκας Γιόσα του οποίου η γεμάτη σαφήνεια και περιεκτικότητα γλώσσα ίσως μας βοηθήσει να αποκωδικοποιήσουμε το φαινόμενο: «Η ευημερία, η ελευθερία των ηθών και ο αυξανόμενος χώρος που καταλαμβάνει ο ελεύθερος χρόνος στον ανεπτυγμένο κόσμο αποτέλεσε ένα σημαντικό κίνητρο προκειμένου να πληθύνουν πρωτόγνωρα οι βιομηχανίες διασκέδασης, παρακινούμενες από την διαφήμιση, αυτήν την μαγική μητέρα και δασκάλα των καιρών μας. Με αυτόν τον τρόπο, συστηματικό και ταυτόχρονα ανεπαίσθητο, το να διασκεδάζεις, να μην βαριέσαι, να αποφεύγεις ότι ενοχλεί, ανησυχεί κι αγχώνει, έφτασε να είναι, για ολοένα και πιο ευρείς κοινωνικούς χώρους, από την κορυφή ως την βάση της κοινωνικής πυραμίδας, ένα γενεαλογικό κέλευσμα, αυτό που ο Ορτέγα ι Γκασέτ αποκαλούσε «το πνεύμα των καιρών μας», ένας θεός εύγευστος, κουβαρντάς κι επιδερμικός στον οποίον όλοι, εν γνώσει μας ή όχι, παραδίδουμε την υποταγή μας εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα, κάθε μέρα όλο και περισσότερο  […] Το κενό που άφησε η εξάλειψη της κριτικής σκέψης το έχει καλύψει –ανεπαίσθητα- η διαφήμιση που έχει μετατραπεί στις μέρες μας όχι απλά σε, εκ των ων ουκ άνευ, κομμάτι της πολιτισμικής ζωής αλλά στον καθοριστικό της παράγοντα. Η διαφήμιση ασκεί αποφασιστική επιρροή στα γούστα, την αισθητική, την φαντασία, τα ήθη και με αυτόν τον τρόπο την λειτουργία που είχαν πριν, σε αυτούς τους τομείς, τα φιλοσοφικά συστήματα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι ιδεολογίες και τα πιστεύω […] σήμερα την καλύπτουν οι ανώνυμοι «δημιουργοί» των διαφημιστικών πρακτορείων.» 


Βαθμολογία: 7/10
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου